Γυρίζουν την πλάτη οι εργαζόμενοι στα συνδικάτα
Το συνδικαλιστικό κίνημα φυλλορροεί… Οι εργαζόμενοι βουτηγμένοι στην ανασφάλεια και υπό τον φόβο της ανεργίας γυρνούν την πλάτη στα συνδικάτα, οι νέοι απαξιώνουν τον συνδικαλισμό (και τις ηγεσίες του). Και όλοι μαζί υποφέρουν από την πιο σκληρή κυβερνητική νεοφιλελεύθερη επίθεση που εξελίσσεται σε βάρος τους (ακρίβεια, λιτότητα, περικοπή εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, ανεργία, ιδιωτικοποιήσεις). Οι εργοδότες αυθαιρετούν ασύστολα καταπατώντας κάθε άρθρο της εργατικής νομοθεσίας και ο παρεμβατικός ρόλος των συνδικάτων ανύπαρκτος. Δικαιούνται οι συνδικαλιστικές (κομματικοποιημένες) ηγεσίες να αδιαφορούν για την απομαζικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, που ακυρώνει κάθε δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων; Δεν αντιλαμβάνονται πως οι εσωσυνδικαλιστικές συγκρούσεις συμβάλλουν στην ενίσχυση της κρίσης αξιοπιστίας του ίδιου του θεσμού; Η κατάκτηση της πολιτικής αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος μοιάζει πολύ μακρινή και ας υποσκάπτει τη δυνατότητα της ίδιας της ύπαρξής του. Αδιαφορούν άραγε και γιατί;
«Καμπάνα» βάρεσε ο Γιάννης Κουζής καθηγητής στο Πάντειο και επιστημονικός σύμβουλος στο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ με τα στοιχεία που συγκέντρωσε, παρουσίασε και περιλαμβάνει σε βιβλίο που πρόσφατα εξέδωσε με τίτλο «Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος». Μοιάζει να μην ιδρώνει το αφτί κανενός από τη ζοφερή απεικόνιση:
• Από τα χαμηλότερα τα ποσοστά συμμετοχής στα συνδικάτα στην Ελλάδα του σήμερα. Μόλις στο 28% (μαζί οι συνδικαλισμένοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) που τίθεται στην υπηρεσία κομματικών και παραταξιακών σκοπιμοτήτων. Το σύνολο των μισθωτών ανέρχεται σε 2.784.761 σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΣΥΕ του 2006.
• Στις νέες ηλικίες μέχρι 29 ετών ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτος, ενώ απουσιάζει από τις στατιστικές των ελληνικών συνδικάτων η κατηγοριοποίηση των μελών και ιδιαίτερα των νέων ηλικιών παράλληλα με την απουσία σχετικών προγραμμάτων προσέλκυσής τους.
• Οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα συνδικάτα και η ένταξή τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν καταγράφεται, ενώ η παρουσία τους στη διοίκηση των οργανώσεων παραμένει ιδιαίτερα περιορισμένη.
Ο κ. Κουζής, αναφερόμενος στη μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, παρατηρεί ότι «Στην Ελλάδα, η έντονη παραταξιοποίηση αποτελεί, σύμφωνα με όλες τις έρευνες κοινής γνώμης που είδαν το φως της δημοσιότητας κατά την τελευταία 20ετία το βασικό αίτιο της αρνητικής εικόνας των συνδικάτων – στοιχείο που συμβάλλει στην αποστασιοποίηση σημαντικού τμήματος της μισθωτής εργασίας από την οργανωμένη συνδικαλιστική δράση… Ακόμη:
Η ανάδειξη συνδικαλιστών σε ανώτατες κομματικές θέσεις, όπως και η μετακίνησή τους στα βουλευτικά έδρανα, θέτουν ευθέως υπό αμφισβήτηση την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος και καθιστούν «αισθητά περιορισμένες τις δυνατότητες άσκησης αυτόνομου συνδικαλιστικού ρόλου». Στο ειδικό κεφάλαιο που αφορά «τις συνδικαλιστικές παρατάξεις σε απόλυτη αντιστοιχία με τα πολιτικά κόμματα, την έντονη παραταξιοποίηση και την αμφισβήτηση της αυτονομίας».
Εκδήλωση του φαινομένου της παραταξιοποίησης συνιστά και ο υπερτονισμός της διαφορετικότητας, από την πρόταξη των κοινών σημείων που οδηγούν στη συνύπαρξη των επιμέρους τάσεων σε μια ενιαία οργανωτική δομή όπως η ΓΣΕΕ. Συνέπεια: Η εντονότερη δραστηριοποίηση των παρατάξεων ενόψει εκλογών (συνδικαλιστικών, βουλευτικών, αυτοδιοικητικών) σε σύγκριση με την ενεργοποίησή τους για την υλοποίηση ομόφωνων αποφάσεων των συνδικαλιστικών οργάνων και τη συμμετοχή τους σε εργατικές κινητοποιήσεις.
Όπως σημειώνεται σχετικά:
• Η καταστρατήγηση της αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα ιστορικά έχει ως δράστες όλα, ανεξαιρέτως, τα πολιτικά κόμματα και τις συνδεδεμένες με αυτά παρατάξεις, ανεξάρτητα από τον βαθμό παραβίασης που αναλογεί σε κάθε ένα από αυτά. Η κατοχύρωση της αυτονομίας του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, παρά τα όποια βήματα που έχουν καταγραφεί προς την κατεύθυνση αυτή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν, απαιτεί την καλλιέργεια των κατάλληλων όρων από τα ίδια τα πολιτικά κόμματα σε αμοιβαία συνεργασία με τα συνδικαλιστικά στελέχη των παρατάξεων, με στόχο τη διαμόρφωση μιας γνήσιας συνδικαλιστικής κουλτούρας. Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοσημείωτες είναι οι πρακτικές άλλων χωρών όπου επιδιώκεται και με συμβολικούς όρους η κατοχύρωση της αυτονομίας των συνδικάτων. Σε μια χώρα μάλιστα όπως η Ελλάδα, όπου οι παραβιάσεις της αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος συνιστούν κρίσιμο παράγοντα για το παρόν και το μέλλον του, πρωτοβουλίες συμβολικού χαρακτήρα ενισχύουν τις όποιες προσπάθειες αναστροφής της πληγωμένης εικόνας του.
Η παρουσία συνδικαλιστών σε όργανα κομμάτων που καθορίζουν τις πολιτικές κατευθύνσεις τους θα μπορούσε να θεωρηθεί χρήσιμη. Η συμμετοχή όμως σε ανώτατα κομματικά όργανα, έστω συμβολικά, θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομου συνδικαλιστικού ρόλου. Επίσης, τυχόν αποκλεισμός των συνδικαλιστικών στελεχών από το Κοινοβούλιο θα ήταν έκδηλα διακριτική συμπεριφορά σε βάρος του κόσμου της εργασίας, ενώ θα μπορούσαν να επηρεάσουν προς όφελος των μισθωτών τις νομοθετικές παρεμβάσεις.
Τέτοιου είδους «μετακινήσεις» μπορεί να γίνουν υπό προϋποθέσεις, όπως:
• Η παραίτηση από το συνδικαλιστικό αξίωμα ενόψει της συμμετοχής σε ψηφοδέλτιο πολιτικού κόμματος και η μη δυνατότητα επιστροφής σε αυτό σε περίπτωση αποτυχίας εκλογής. Και τούτο διότι η άμεση και ευθεία έκθεση του συνδικαλιστικού στελέχους σε έντονες περιόδους της πολιτικής αντιπαράθεσης δημιουργεί αρνητικά αντανακλαστικά σε μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος ως προς τη δυνατότητα εκπλήρωσης του συνδικαλιστικού του καθήκοντος, που είναι η συνολική εκπροσώπηση του συνδικαλιστικού κινήματος και όχι μόνο της συνδικαλιστικής παράταξης στην οποία ανήκει.
• Η καθιέρωση από το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα και από το σύνολο των συνισταμένων του, όρων που εγγυώνται τη συνέπεια λόγων και έργων για τους συνδικαλιστές που μετακινούνται σε όργανα της κρατικής εξουσίας (κοινοβούλιο, κυβέρνηση), ώστε να επιτυγχάνεται ο δημόσιος πολιτικός στιγματισμός των «επιόρκων» από την κοινωνική βάση που συνέβαλε στην ανάδειξή τους στα εν λόγω όργανα σύμφωνα και με τη βελγική εμπειρία. Πρόκειται για μια διαδικασία που διαπνέεται από την αποδοχή και την αναγκαιότητα να εκπροσωπείται η μισθωτή εργασία σε θεσμούς της κεντρικής πολιτικής σκηνής, ώστε να εξυπηρετούνται με καλύτερους όρους τα συμφέροντά της.
Σημαντική η επισήμανση πως το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει μεριμνήσει για την ανάπτυξη θεσμών σχετικών με το συνδικάτο, ώστε τα στελέχη να είναι χρήσιμα και να εξακολουθούν να το υπηρετούν από άλλες θέσεις μετά τη λήξη της θητείας τους (π.χ. συνδικαλιστικές σχολές, θεσμοί μελέτης και συγγραφής της ιστορίας του συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ.). Σε αυτό το φαινόμενο συμβάλλει και η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η συνδικαλιστική ιδιότητα δεν εκτιμάται στον βαθμό που πραγματικά της αναλογεί στη δυναμική εξέλιξη της κοινωνίας. Έτσι, για παράδειγμα, υποτιμάται σήμερα ο ρόλος ενός κεντρικού συνδικαλιστικού στελέχους σε επίπεδο συνομοσπονδίας ή και μιας μεγάλης κλαδικής ομοσπονδίας έναντι μιας θέσης στο κοινοβούλιο, σε μια περίοδο μάλιστα που ο ρόλος και η λειτουργία του τελευταίου χαρακτηρίζονται από έκδηλη υποβάθμιση.
Ολοκληρώνοντας τη σχετική ενότητα, το φαινόμενο της έντονης παραταξιοποίησης που χαρακτηρίζει το ελληνικό παράδειγμα, πέραν των πολλαπλών αρνητικών παρενεργειών που αυτό συνεπάγεται για το συνδικαλιστικό κίνημα, πλήττει κυρίως την ουσιαστική του ενότητα, περιορίζοντας αισθητά τα οφέλη της ενιαίας οργανωτικής του έκφρασης σε σημείο που να εκδηλώνει σημάδια μιας ιδιότυπης διάσπασης. Υπό αυτές τις συνθήκες καθίσταται προφανές ότι μόνη η τυπική οργανωτική ενότητα δεν διασφαλίζει πάντοτε την ουσιαστική ενότητα στη δράση.