ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΣΕ «ΒΑΡΙΑ» ΟΝΟΜΑΤΑ!

Ο εισαγγελικός λειτουργός διαπιστώνει ευθύνες διοικήσεων οκτώ ασφαλιστικών ταμείων, τριών χρηματιστηριακών εταιρειών (Ακρόπολις, Άρτιον, Πήγασος), του επικεφαλής της Marfin Bank κ. Ανδρέα Βγενόπουλου, του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Παναγιώτη Θωμόπουλου και άλλων στελεχών της κεντρικής τράπεζας. Και προτείνει την άσκηση ποινικών διώξεων για σοβαρές κακουργηματικές πράξεις, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα με τη συνδρομή του εξαιρετικά επιβαρυντικού αναγκαστικού νόμου 1608 του 1950, περί καταχραστών του Δημοσίου.

Το κείμενο του πορίσματος γεννά σοβαρά ερωτηματικά για τον ρόλο και τους «πολιτικούς», όπως φαίνεται, χειρισμούς του κ. Κολλιοκώστα και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς:

• Το πόρισμα Πεπόνη αφορούσε την περίοδο 1999-2005, για την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε διαπιστώσει συναλλαγές που ζημίωσαν ασφαλιστικά ταμεία. Το «κυρίως σκάνδαλο» των δομημένων ομολόγων της τελευταίας περιόδου είχε αναλάβει να διερευνήσει, ως γνωστόν, ο Αντεισαγγελέας Εφετών κ. Αντώνης Λογάς.

• Ο κ. Πεπόνης παρέδωσε το πόρισμά του στον κ. Κολλιοκώστα στα μέσα του Ιουνίου του 2007. Ενώ, όμως, ο Αντεισαγγελέας Εφετών πρότεινε να διαβιβαστεί το πόρισμα στη Βουλή από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γιώργο Σανιδά για να κινηθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, ώστε να διερευνηθούν οι ευθύνες τριών πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Απασχόλησης από το 2002 και μετά, αντίγραφο δεν έχει φθάσει ως τώρα στη Βουλή…

• Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκε, βέβαια, μια πολιτική θύελλα που θα ξεσπούσε στην τελική ευθεία για τις εκλογές, αλλά ταυτόχρονα έμειναν χωρίς διερεύνηση όσα διαλαμβάνονται στο πόρισμα Πεπόνη περί πιθανής ποινικής ευθύνης πολιτικών προσώπων. Έτσι, ήδη έχουν παραγραφεί οι όποιες ευθύνες για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας επί ΠΑΣΟΚ (κυρίως, δηλαδή, για τον κ. Δημ. Ρέππα), λόγω της παρέλευσης δύο περιόδων εργασιών της Βουλής, ενώ παραμένει σε εκκρεμότητα η διερεύνηση των ευθυνών δύο πολιτικών ηγεσιών του ίδιου υπουργείου επί ΝΔ (με επικεφαλής τους Π. Παναγιωτόπουλο και Σ. Τσιτουρίδη).

– Περιέργως, επίσης, οι διώξεις που ασκήθηκαν το καλοκαίρι του 2007 ήταν απρόσωπες (in rem), παρά το γεγονός ότι, όπως φαίνεται και στο πόρισμα Πεπόνη που αποκαλύπτει το «Π», η εισαγγελική έρευνα είχε ήδη προσωποποιήσει τις ευθύνες πολλών εμπλεκόμενων. Με άλλα λόγια, η δικαστική διερεύνηση θα μπορούσε να είχε επιταχυνθεί θεαματικά ήδη από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, αντί να κινείται με βραδείς ρυθμούς μέχρι σήμερα, έναν χρόνο αργότερα. Προφανώς, ορισμένα κορυφαία στελέχη της Δικαιοσύνης ήθελαν να «φρενάρουν» τους ρυθμούς της έρευνας, ώστε το σκάνδαλο των ομολόγων να μην κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα εν όψει των εκλογών, οι οποίες δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσαν να διεξαχθούν τον περασμένο Σεπτέμβριο, εάν στο μεταξύ είχε φθάσει στη Βουλή εισαγγελικό αίτημα για διερεύνηση πιθανών ευθυνών πολιτικών προσώπων.

Πάντως, όπως διευκρινίζει ο κ. Πεπόνης, τα στοιχεία που αφορούν πιθανές ευθύνες πολιτικών προσώπων εντάσσονται στο πέμπτο τμήμα της έρευνάς του, όπου εξέτασε την εμπλοκή των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Απασχόλησης στις επενδύσεις των Ταμείων σε ομόλογα του Δημοσίου, λόγω των εποπτικών αρμοδιοτήτων που τους έχουν δοθεί από την κείμενη νομοθεσία.

Πλημμελήματα ή κακουργήματα που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του εκδικάζονται από Ειδικό Δικαστήριο, σημειώνει ο κ. Πεπόνης, χωρίς να εκθέτει αναλυτικά ή να αξιολογεί τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του από την έρευνα και προέρχονται κυρίως από στελέχη του υπουργείου Απασχόλησης που εξετάστηκαν ως μάρτυρες. Σημειώνει, όμως, ότι «επειδή εν προκειμένω προέκυψαν στοιχεία της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νόμου 3126/2003 (σ.σ.: νόμος περί ευθύνης υπουργών), θα πρέπει να διαβιβασθούν αντίγραφα στη Βουλή διά του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου».

Παρατηρητής… κακουργημάτων
η Τράπεζα Ελλάδος

Ρόλο «παρατηρητή… κακουργημάτων» είχαν οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως διαπιστώνει ο κ. Πεπόνης στο πόρισμά του, καταλήγοντας στην εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών να διερευνηθούν και οι ποινικές ευθύνες του διοικητή κ. Νίκου Γκαργκάνα.

Σημαντικό ρόλο στη διεκπεραίωση των συναλλαγών των Ταμείων παίζει η υπηρεσία Θεματοφυλακής και Διαχείρισης Τίτλων Δημοσίου της ΤτΕ, η οποία λάμβανε από τα Ταμεία έγγραφα στοιχεία για κάθε πράξη (απόφαση ΔΣ, στοιχεία τίτλου κ.ά.). Από τα στοιχεία αυτά προέκυπτε αποχρώντως και κατά τρόπο αξιόπιστο, σημειώνει ο κ. Πεπόνης, ότι μελετάται ή επίκειται η τέλεση κακουργήματος και δη της απιστίας εις βάρος της περιουσίας ασφαλιστικού φορέα.

Αν και ο κ. Πεπόνης αναγνωρίζει ότι τυπικά η υπηρεσία αυτή της ΤτΕ δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγχει τις συναλλαγές των Ταμείων, τονίζει ότι λάμβανε έγκαιρα τα στοιχεία για τις συναλλαγές που επρόκειτο να γίνουν και θα μπορούσε να είχε προλάβει την τέλεση κακουργημάτων, ειδοποιώντας έγκαιρα τη διοίκηση της κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, σημειώνεται ότι στην ΤτΕ υπήρχαν και λειτουργούσαν υπηρεσίες αρμόδιες για τον έλεγχο και την εποπτεία των επενδύσεων των ασφαλιστικών φορέων, όπως το Τμήμα Ελέγχων και Παρακολούθησης των Επενδύσεων και της Περιουσίας των Ασφαλιστικών Φορέων και η Ειδική Επιτροπή Ελέγχου και Διαχείρισης της Περιουσίας των Ασφαλιστικών Οργανισμών. Ο κ. Πεπόνης υποστηρίζει ότι οι τμηματάρχες της υπηρεσίας Θεματοφυλακής όφειλαν να ενημερώσουν τους συναδέλφους τους σε αυτές τις υπηρεσίες για τις επίμαχες συναλλαγές και προτείνει τη δίωξή τους για παρασιώπηση εγκλημάτων. Ο κ. Πεπόνης σημειώνει ότι ούτε το Τμήμα Ελέγχων των επενδύσεων των Ταμείων ανταποκρίθηκε στην υπηρεσιακή του αποστολή και θα πρέπει να διερευνηθούν και οι ευθύνες της Διεύθυνσης Εργασιών Δημοσίου, στην οποία υπάγεται.

Όσον αφορά δε την ειδική επιτροπή που είχε δημιουργηθεί με σχετική νομοθετική ρύθμιση το 1999, ακριβώς για να επιβλέπει τη διαχείριση της περιουσίας των Ταμείων, και στην οποία πρόεδροι διατέλεσαν δύο κορυφαία στελέχη της ΤτΕ (αρχικά ο πρώην διευθυντής Ν. Αλεξόπουλος και ακολούθως ο υποδιοικητής Π. Θωμόπουλος), ο κ. Πεπόνης περιγράφει ως… διακοσμητικό τον ρόλο της.

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Πεπόνης ότι όταν ζήτησε να ενημερωθεί από την ΤτΕ για το έργο της Επιτροπής (που σημειωτέον από τον Μάιο του 2004 ουσιαστικά έπαψε να λειτουργεί με απόφαση της κυβέρνησης) πληροφορήθηκε ότι μόνο σε δύο περιπτώσεις υπήρξαν παρεμβάσεις της, επειδή κάποια Ταμεία είχαν ξεπεράσει το όριο του 23% για επενδύσεις σε μετοχές.

Ο δε κ. Γκαργκάνας, ενώ είχε από το 1999 ιδρυθεί ειδικό Τμήμα στην ΤτΕ για την παρακολούθηση των επενδύσεων των Ταμείων, εδέησε να εκδώσει Πράξη Διοικητή για να εξειδικεύσει τον τρόπο δράσης του τμήματος μόλις στις 11 Φεβρουαρίου του 2004, δηλαδή ύστερα από 4,5 χρόνια! Εξ ου και ο κ. Πεπόνης εισηγείται να διερευνηθεί κατά την κύρια ανάκριση και η ύπαρξη δικών του ποινικών ευθυνών.

Οι συναλλαγές με χρηματιστές

Ο κ. Πεπόνης «ξεσκόνισε» τις συναλλαγές οκτώ ασφαλιστικών φορέων, οι οποίοι διενήργησαν από το 1999 και μετά αγοραπωλησίες ομολόγων σταθερού επιτοκίου του Δημοσίου μέσω χρηματιστηριακών εταιρειών.

Από την έρευνα φαίνεται ότι συστηματικά τρεις χρηματιστηριακές (Ακρόπολις, Άρτιον, Πήγασος) «τσίμπαγαν» τις τιμές των ομολόγων προς όφελός τους και εις βάρος των Ταμείων, σε συναλλαγές που γίνονταν στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, προξενώντας τους πάντως απώλειες ασύγκριτα χαμηλότερες από αυτές που υπέστησαν αργότερα μέσω των αγορών δομημένων ομολόγων.

Τα στοιχεία που έφθασαν στον κ. Πεπόνη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, από την επεξεργασία των συναλλαγών της περιόδου 2002-2005, δείχνουν ότι οι επίμαχες συναλλαγές με ομόλογα σταθερού επιτοκίου συνολικά προκάλεσαν ζημίες ύψους 15.748.315 ευρώ (βλ. σχετικό πίνακα).

Όπως τονίζεται στο πόρισμα, η ζημία των Ταμείων προσδιορίζεται με βάση τις τιμές διαπραγμάτευσης των ομολόγων στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων που λειτουργεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ο κ. Πεπόνης επισημαίνει, παραθέτοντας στοιχεία από καταθέσεις που συγκέντρωσε, ότι οι υπεύθυνοι των Ταμείων γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι τιμές της ΗΔΑΤ είναι το βασικό σημείο αναφοράς για τις αποτιμήσεις των ομολόγων και, συνεπώς, όφειλαν να διασφαλίζουν ότι οι αγορές δεν θα γίνονταν σε τιμές υψηλότερες, ούτε και οι πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της ΗΔΑΤ.

«Αβάσιμες δικαιολογίες»

«Η από πλευράς μερικών εκ των εμπλεκομένων καταβληθείσα προσπάθεια, που είχε ως στόχο να καταδείξει ότι αυτοί αγνοούσαν δήθεν την ύπαρξη της ΗΔΑΤ και τη δυνατότητα να κινούνται δι’ αυτής, αποδεικνύεται προδήλως αβάσιμη και όλως προσχηματική», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Πεπόνης.

Σε κάθε περίπτωση, οι διοικήσεις των Ταμείων όφειλαν να σέβονται το πλαίσιο που είχε δημιουργηθεί με βάση την Κοινή Υπουργική Απόφαση Ρέππα-Χριστοδουλάκη, της 21/3/2002, η οποία ρητά όριζε ότι «οι επενδυτικές αποφάσεις για την αξιοποίηση της κινητής περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων θα πρέπει να λαμβάνονται στο πλαίσιο της συνετής διαχείρισης».

Περαιτέρω, ο εισαγγελικός λειτουργός τονίζει ότι στην Τράπεζα της Ελλάδος λειτουργεί το Τμήμα της Διευθύνσεως Εργασιών Δημοσίου, μέσω του οποίου τα Ταμεία μπορούσαν να διενεργούν τις αγοραπωλησίες ομολόγων τους σε τιμές ακόμη και οριακά καλύτερες από αυτές της ΗΔΑΤ και χωρίς, βεβαίως, να καταβάλλουν προμήθειες. «Η δυνατότης αυτή επέβαινε για τα ασφαλιστικά ταμεία υποχρεωτική διαχειριστική επιλογή, συνάδουσα προς τους κανόνες της συνετής και επιμελούς διαχειρίσεως και υπαγορευμένη από τα οικονομικά συμφέροντα του Ταμείου», τονίζει ο κ. Πεπόνης.

Με αυτά τα δεδομένα, ο κ. Πεπόνης προτείνει την άσκηση διώξεων κατά των υπευθύνων των ασφαλιστικών ταμείων «για απιστία σχετική με την υπηρεσία, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθησιν, με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ και φθάνει τα 15.748.315 ευρώ, υπό ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις και επί μακρόν χρόνο, εις βάρος νομικού προσώπου Δημοσίου Δικαίου».

Μάλιστα, κάνει αναφορά στον ν. 1608 του 1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, βάσει του οποίου έχουν επιβληθεί βαρύτατες ποινές κάθειρξης σε άλλες πρόσφατες υποθέσεις (υπόθεση Παντείου, ΕΤΒΑ Finance).

Εις βάρος των υπευθύνων των τριών χρηματιστηριακών εταιρειών αναφέρει ότι «θα πρέπει να ασκηθεί δίωξη για ηθική αυτουργία κατ’ εξακολούθησιν στο είδος της απιστίας που προαναφέρθηκε», επίσης με βάση και τον ν. 1608/1950 «περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπόμενων για τους καταχραστές του Δημοσίου».

«Μισή» έρευνα για τις τράπεζες

Πέραν των συναλλαγών με χρηματιστηριακές εταιρείες, η έρευνα του κ. Πεπόνη εντοπίζει ορισμένες ζημιογόνες συναλλαγές Ταμείων και με τράπεζες. Ο εισαγγελικός λειτουργός σημειώνει, όμως, ότι κατά τον χρόνο σύνταξης του πορίσματός του δεν είχε στη διάθεσή του πλήρη και επεξεργασμένα στοιχεία για τις συναλλαγές με όλες τις τράπεζες, ιδίως όσες αφορούσαν τις συναλλαγές με την Εθνική, την Alpha, την Eurobank, την Πειραιώς, όπως και με τις τράπεζες HSBC, Γενική και Ασπίς.

Ο κ. Πεπόνης εκθέτει πέντε περιπτώσεις ζημιογόνων συναλλαγών τραπεζών με Ταμεία, που αφορούσαν πωλήσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου του Δημοσίου (δύο από την Εγνατία, μία από την Επενδυτική Τράπεζα, μία από τη Marfin Bank και μία από την Αγροτική). Οι συνολικές ζημίες από αυτές τις συναλλαγές, δηλαδή οι διαφορές τιμών από τις τιμές της ΗΔΑΤ, είναι πάντως μικρές -της τάξεως των 75.000 ευρώ.

Ο κ. Πεπόνης αποφεύγει, ελλείψει πληρέστερων στοιχείων, να προτείνει διώξεις και για υπευθύνους τραπεζών, τονίζει όμως ότι «εάν κατά την ολοκλήρωση της ανακριτικής έρευνας και την ειδικωτέραν διακρίβωση των δεδομένων των συναλλαγών Ταμείων-τραπεζών, προκύψουν στοιχεία μη εντασσόμενα στην ποινική δίωξη που θα ασκηθεί για τις συναλλαγές Ταμείων και ΑΧΕΠΕΥ, αυτά θα αντιμετωπισθούν εντός των πλαισίων του άρθρου 250, παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», δηλαδή θα ασκηθούν συμπληρωματικές διώξεις.

Πρόταση δίωξης
κατά του Α. Βγενόπουλου!

Οι πωλήσεις τριών δομημένων ομολόγων από τη Marfin Bank στο Ταμείο Ξενοδοχοϋπαλλήλων είναι το μοναδικό θέμα που απασχόλησε τον κ. Πεπόνη στο πλαίσιο της δικής του έρευνας του για αγορές δομημένων από ασφαλιστικά ταμεία. Σημειώνεται, πάντως, από τον κ. Πεπόνη ότι θα πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης όλες οι συναλλαγές που αφορούν δομημένα, με αγοραστές ασφαλιστικά ταμεία, που εμφανίζονται σε σχετική κατάσταση του υπουργείου Απασχόλησης.

Ο κ. Πεπόνης είναι ιδιαίτερα αυστηρός στην αντιμετώπιση των επίμαχων συναλλαγών, τόσο έναντι των κορυφαίων διοικητικών στελεχών του ΤΑΞΥ, όσο και έναντι της Marfin Bank του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου. Σημειώνει ότι το ΤΑΞΥ αγόρασε τρία δομημένα ομόλογα από τη Marfin Bank, που ήταν υπερτιμημένα κατά 6.997.140 ευρώ, σε σχέση με την ονομαστική τους αξία!

Η πραγματική αξία των ομολόγων αυτών, που αγοράσθηκαν το 2005 από το ΤΑΞΥ, είχε υποχωρήσει δραματικά στις 30/3/2007, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Ενώ η ονομαστική τους αξία ήταν 149,348 εκατ. ευρώ κατά τον χρόνο πώλησής τους, στο τέλος Μαρτίου η αποτίμησή τους είχε πέσει στα 111,148 εκατ. ευρώ, δηλαδή 38,2 εκατ. ευρώ χαμηλότερα! «Από 30/9/2005 και εντεύθεν, η τρέχουσα αξία ή αξία αποτιμήσεως των συγκεκριμένων ομολόγων υπολείπεται ουσιωδώς και διαρκώς της ονομαστικής τους αξίας», τονίζει ο κ. Πεπόνης.

Για την υπερτίμηση αυτών των ομολόγων η Marfin Bank τιμωρήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος με εξαμηνιαία άτοκη κατάθεση 8 εκατ. ευρώ. Το σκεπτικό της απόφασης αυτής, στοιχεία του οποίου παρατίθενται από τον κ. Πεπόνη στο πόρισμά του, «καίει» την τράπεζα του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου, ο οποίος σε σχετικό υπόμνημά του, το οποίο είναι στη διάθεση του «Π», ισχυρίσθηκε ότι οι προμήθειες για τις συναλλαγές του ΤΑΞΥ ανήλθαν σε ποσοστό 0,4% ετησίως επί της απόδοσης των ομολόγων – τον ίδιο ισχυρισμό επικαλούνται και τα τότε κορυφαία, αρμόδια στελέχη του Ταμείου…

Αστήρικτος ισχυρισμός

Η ΤτΕ απορρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για προμήθειες που υπολογίζονται με βάση ετήσιο ποσοστό, αφού η Marfin Bank παρείχε στο ΤΑΞΥ μόνο εφάπαξ μεσολάβηση για τις αγορές των δομημένων και όχι διαρκείς υπηρεσίες. «Το ανωτέρω», δηλαδή ο ισχυρισμός περί ετήσιας προμήθειας, «συνιστά τέχνασμα, το οποίο τα μέλη της τριμελούς επενδυτικής επιτροπής του ΤΑΞΥ, σε συνεργασία με τους υπευθύνους της Marfin Bank, μετήλθαν προκειμένου να παράσχουν νομιμοφάνεια στην παράνομη ενέργειά τους», τονίζει ο κ. Πεπόνης.

Αυστηρή μεταχείριση επιφυλάσσει ο εισαγγελικός λειτουργός για την τριμελή επενδυτική επιτροπή του ΤΑΞΥ, που φέρεται να είχε την κύρια ευθύνη για τις αγορές των δομημένων, και στην οποία προήδρευε ο τότε πρόεδρος του Ταμείου κ. Νικ. Τσουράκης, «οικονομολόγος με ειδικές περί τα ομόλογα γνώσεις», όπως σημειώνει ο κ. Πεπόνης.

Όταν ξέσπασε ο θόρυβος για τα ομόλογα, επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Πεπόνης, ο κ. Τσουράκης τηλεφώνησε σε αρμόδια υπάλληλο του Ταμείου και της συνέστησε να σταματήσει να αναφέρει στις μηνιαίες οικονομικές καταστάσεις την αξία αποτίμησης των ομολόγων που είχαν αγορασθεί!

Η πρόταση του κ. Πεπόνη για τις ποινικές διώξεις που θα πρέπει να ασκηθούν είναι καταπέλτης για τα μέλη της τριμελούς επενδυτικής επιτροπής, αλλά και για τους υπευθύνους της Marfin Bank, με πρώτο βεβαίως τον κ. Βγενόπουλο.

Εισηγείται να ασκηθεί ποινική δίωξη στα μέλη της επιτροπής για την κακουργηματική πράξη της απιστίας περί την υπηρεσία, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθησιν, με ιδιαίτερα τεχνάσματα και με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία φθάνει τα 6.997.140 ευρώ. Για τους υπευθύνους της Marfin προτείνει άσκηση δίωξης για ηθική αυτουργία στις προηγούμενες πράξεις κατ’ εξακολούθησιν, με βάση και τις επιβαρυντικές διατάξεις του ν. 1608/1950.

Μισο… παράνομες οι αγορές δομημένων!

«Οφσάιντ» βγάζει ο κ. Πεπόνης την κυβερνητική θεωρία, που διακινήθηκε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη στιγμή του ξεσπάσματος του σκανδάλου των ομολόγων, ότι η τότε ισχύουσα νομοθεσία επέτρεπε αυτές τις επενδύσεις των ασφαλιστικών ταμείων. Τον ισχυρισμό αυτό, που έχει αμφισβητηθεί σφοδρότατα από την αντιπολίτευση, στήριζε η κυβέρνηση στη βάση του ν. 1902/1990, ο οποίος επέτρεπε τις ελεύθερες επενδύσεις των Ταμείων σε κρατικούς τίτλους.

Αυτό είναι η μισή αλήθεια, όμως, όπως σημειώνει ο κ. Πεπόνης στο σκεπτικό που αναπτύσσει. «Το άλλο ήμισυ, που παραθεωρείται και δεν εκτιμάται», υπογραμμίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, «εμπεριέχεται στις νομικές ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο των συγκεκριμένων επενδύσεων».

Πρόκειται για την Κοινή Υπουργική Απόφαση της 21/3/2002, περί καθορισμού των κανόνων επενδυτικής συμπεριφοράς των ασφαλιστικών οργανισμών, η οποία, όπως επισημαίνει ο κ. Πεπόνης, προβλέπει ότι η αξία των κρατικών τίτλων που αγοράζουν τα ασφαλιστικά ταμεία θα πρέπει να αποτιμάται με βάση τις τιμές της ΗΔΑΤ, ενώ στόχος θα πρέπει να είναι η «ελαχιστοποίηση του αναλαμβανόμενου κινδύνου».

Όμως, τα δομημένα ομόλογα δεν διαπραγματεύονται στην ΗΔΑΤ, αν και είναι τίτλοι του Δημοσίου, ενώ είναι προϊόντα υψηλής επικινδυνότητας. «Πληρούν δηλαδή μερικώς και μόνον τις προϋποθέσεις του νόμου για να καταστούν αντικείμενο της επενδυτικής δραστηριότητας των ασφαλιστικών φορέων», όπως σημειώνει ο κ. Πεπόνης.

Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος

Αναγκαία θεωρεί ο κ. Πεπόνης τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων που αφορούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από τους εμπλεκόμενους στις επίμαχες συναλλαγές και σημειώνει ότι τα αδικήματα αυτά τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.

«Πέραν του γεγονότος ότι οι δράστες των βασικών εγκλημάτων που προεξετέθησαν είχαν προδήλως εντάξει στον συνολικό σχεδιασμό δράσεώς των τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, προκύπτουν και έτερα στοιχεία καταδηλούντα και την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης», σημειώνει ο κ. Πεπόνης, αναφερόμενος στην περίπτωση της εταιρείας Άρτιον.

Στα βιβλία της χρηματιστηριακής καταχωρήθηκαν ως έσοδα από τις συναλλαγές με Ταμεία μόνο 831.015 ευρώ, ενώ τα συνολικά οφέλη της εταιρείας ανήλθαν σε 4.745.475 ευρώ. Το ποσό της διαφοράς «κρύφτηκε», καθώς με λογιστικές εγγραφές επιμερίστηκε σε κωδικούς οκτώ πελατών της εταιρείας.


Σχολιάστε εδώ