Οι φρουροί του Θεόφιλου δεν επιτρέπουν το επισκεπτήριο στο κελί όπου μένει ο Ειρηναίος

Ο οποίος διαμένει ως απλός μοναχός στο κελί του στα Ιεροσόλυμα, αλλά στερείται στοιχειωδών προσωπικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που ανήκουν αυτονόητα σε κάθε ελεύθερο ή εν φυλακή πολίτη, άσχετα από ιδιότητα.

Ο Ειρηναίος, ως γνωστόν, διαμένει στο προσωπικό του κελί στο μοναστήρι του Παναγίου Τάφου και αρνείται να το εγκαταλείψει. Απέρριψε δελεαστικές προτάσεις επιβιώσεώς του, μετά τιμών και παροχών, ως πρ. Πατριάρχης, υπό την προϋπόθεση υποβολής αυτοβούλου παραιτήσεώς του, κάτι όμως που το αρνείται. Προτιμά να ζει στο κελί του, ως απλός μοναχός «εν φυλακή», υφιστάμενος και διδάσκων δύο αρχές: Το προσωπικό μαρτύριο και πάθος και τη μαρτυρία της συνειδήσεώς του.

Προσωπικά ήμουν ένας, μεταξύ άλλων, που του είχε ευγενώς συστήσει να δώσει τόπο στην οργή και να συμβιβαστεί, αφού, παρ’ όλο το δίκαιό του που αποδείξαμε, άπαν, τελικά, το επίσημο εκκλησιαστικό και πολιτικό κατεστημένο, για ιδίους λόγους, τον έχει απορρίψει. Εν τούτοις, ο ίδιος προτιμά να είναι «ο αίρων τας αμαρτίας» των προκατόχων του και των αδελφών του Αγιοταφιτών, αρνούμενος τις εις βάρος του κατηγορίες για παράνομες τάχα αγοραπωλησίες κτημάτων του Πατριαρχείου προς όφελός του, αναπόδεικτες όμως ως ανύπαρκτες. Είναι η συμπεριφορά αυτή στάση ζωής, στάση συνειδήσεως.

Την Κυριακή του Πάσχα, περί ώρα 4 μ.μ., δέχθηκα τηλεφώνημα του Πατριάρχη Ειρηναίου για το Χριστός Ανέστη. Ευχαριστήσας τον για τις ευχές (ο ίδιος το Μ. Σάββατο του τηλεφώνησα για ευχές αλλά δεν ανταποκρίθηκε), τον ρώτησα πώς είναι στο κελί του και αν όσα γράφονται στον Τύπο είναι αληθινά. Στο πρώτο ερώτημά μου απάντησε ότι ένας Πατριάρχης Αγιοταφίτης ουδέποτε αποβάλλει τη μοναχική του ιδιότητα, της στερήσεως, της υπομονής και της μαρτυρίας της συνειδήσεως, και ότι αισθάνεται απόλυτα ήρεμος. Έκαμε ολομόναχος την αγρυπνία, την πασχαλινή Θ. Λειτουργία και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων στο κελί του. Η περιγραφείσα εικόνα με τα γενόμενα του κελιού με συνετάραξε και ξαναρώτησα. Γιατί μόνος; Μου απήντησε: «Στους κληρικούς συνεργάτες μου, ιερείς και διακόνους, αλλά και σε όσους άλλους φίλους μου επιθυμούν να με επισκεφθούν δεν επιτρέπεται το επισκεπτήριο από τους φρουρούς του Θεοφίλου, τώρα τις άγιες ημέρες. Ουδέν κακό έπραξα από όσα μου εφόρτωσαν. Όταν όμως σκέπτομαι, κύριε καθηγητά, τι υπέστη ο Κύριός μας, με παρωδία δίκης, που τον διακονώ εδώ από 12 χρονών παιδί, εγώ γιατί να γογγύζω; Όντας έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα έμενα συνεχώς στο απλό σπίτι της Εξαρχίας. Ούτε που διανοήθηκα να αποκτήσω διαμέρισμα και να μένω, όπως κάνουν άλλοι Αγιοταφίτες αδελφοί. Μου αρκεί το κελάκι μου. Φίλος και επισκέπτης μου ο Κύριος». Και πάλι τον ρώτησα πώς είναι στην υγεία του, πώς αισθάνεται τις σωματικές του δυνάμεις, υπ’ αυτές τις εξωτερικές συνθήκες αποκλεισμού και στερήσεως των στοιχειωδών, και μου απήντησε «δόξα τω Θεώ, έχει ο Θεός». Του ζήτησα την ευλογία και τον παρακάλεσα να με σκέπτεται στις προσευχές του. Εκείνος ουδέν αίτημα μου απηύθυνε.

Αυτή ήταν η στιχομυθία των ευχών του Πάσχα 2008 με τον Ειρηναίο και έκαμα τον εξής συλλογισμό. Σε κείνο τον τόπο, τον παναγίων και παναθρωπίνων προσκυνημάτων και παθημάτων, τα πάντα συνυπάρχουν διαχρονικά. Η ευλογία και η κατάρα, η φιλία και η προδοσία, οι «εν φυλακή και σταυρώ και αναστάσει», οι Πιλάτοι και Πραιτοριανοί, οι Αρχιερείς, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, με επικεφαλής πάντοτε κάποιον Άννα και Καϊάφα. Το μίγμα αυτό βιώνει ο Ειρηναίος, εις επανάληψιν του θείου δράματος, στο πρόσωπο του ανθρωπίνου δράματος, μάλιστα δε «οικεία βουλήσει».

Να έρθουμε όμως, κ. διευθυντά, στο τι δέον γενέσθαι εν προκειμένω, για να μη υφίσταται το ελληνορθόδοξο γένος μας συνεχείς εξευτελισμούς έναντι των εντός και έναντι των εκτός. Ο Ειρηναίος ως ανθρώπινη ύπαρξη, άσχετα από ιδιότητα, έχει δικαιώματα, στη βάση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φρουροί, που να ελέγχουν τις επικοινωνίες, τις επισκέψεις και προμήθειές του, θυμίζουν τους φρουρούς που ζήτησαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι από τον Πιλάτο, για να φυλάξουν το μνήμα του Κυρίου, μη τυχόν και φύγει ο «πλάνος Εκείνος». Ο Ειρηναίος δικαιούται υπηρεσιών από τους πιστούς σε αυτόν κληρικούς, όρων υγιεινής διαβιώσεως στο κελί του και ιατρικής παρακολουθήσεως, αφού δεν εξέρχεται του κελιού του, υποπτευόμενος ότι δεν θα του επιτρέψουν την επιστροφή σε αυτό, μη διαθέτων ο ίδιος δικό του χώρο, ούτε δεχόμενος προσφορά άλλων προς τούτο. Εάν ο Θεόφιλος θεωρεί ότι η ύπαρξη Ειρηναίου εντός της Μονής της Αγιοταφικής αδελφότητος εγκυμονεί κινδύνους σχίσματος, επειδή δικαιούται τα ανωτέρω, τότε ο ίδιος είναι ο αδικών και εκφράζων αισθήματα απανθρωπιάς απέναντι στον Προκάτοχό του, που μάλιστα τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε ο ίδιος ως επίσκοπο Θαβωρίου. Αφού τον φυλάκισε στο κελί του και του στέρησε και το παραπλεύρως παρεκκλήσιο της Αγίας Θέκλας να κάμει τα προσωπικά του ιερατικά και λειτουργικά καθήκοντα, οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη τον λόγο του Κυρίου «εν φυλακή ήμην και (ουκ) επεσκεψασθέ με» και τις συνέπειες του Κυριακού λόγου στον ίδιο προσωπικά, πολύ περισσότερο που ο ίδιος μετέτρεψε το κελί σε φυλακή, με το να τον απομονώσει. Η ζωή και η ιστορία έχουν απρόσμενα γυρίσματα. Οι Γιατροί χωρίς Σύνορα ή του Κόσμου θα έπρεπε να επέμβουν για να παρακολουθούν την πορεία της υγείας του φυλακισμένου Ειρηναίου. Σεβόμαστε τους αντιρρησίες συνειδήσεως και νομοθετούμε μάλιστα γι’ αυτούς. Ας σεβαστούμε τον εν λόγω Αγιοταφίτη, αυτός κατ’ εξοχήν είναι αντιρρησίας συνειδήσεως. Τέλος, μια γενική παρατήρηση. Είναι υποκρισία το γεγονός από τη μια να επικαλούμαστε τον σεβασμό των στοιχειωδών ανθρωπίνων και θρησκευτικών δικαιωμάτων, όταν μας τα στερούν οι ισχυροί της γης στον τόπο που ζούμε, αλλά οι ίδιοι τα ίδια αρνούμαστε στο πρόσωπο ενός αδελφού μας. Σημασία εδώ δεν έχει η ιδιότητα αλλά ο άνθρωπος.

Με τιμή

Αθανάσιος Αγγελόπουλος

Καθηγητής Πανεπιστημίου

ΥΓ.: Το σημείωμα τούτο έγραψα εντός αναψυκτηρίου στο Δίον Πιερίας απέναντι από το περίπτερο από το οποίο προμηθεύομαι τον Τύπο, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Την ώρα που το συνέτασσα, με πλησίασε μια μικρούλα και με ρώτησε με παιδική αφέλεια: «Τι γράφετε, κύριε;». Της απήντησα: «Γράφω, κοριτσάκι μου, ένα μυθιστόρημα». «Τι μυθιστόρημα; Γιατί με ενδιαφέρουν αυτά», αντέδρασε άμεσα. «Γράφω, της είπα, για ένα φυλακισμένο άνθρωπο που του στερούν το φαγητό και δεν επιτρέπουν στους φίλους του να τον επισκεφτούν τις άγιες αυτές μέρες του Πάσχα. Εσύ τι θα έλεγες, αν γινόταν κάτι τέτοιο;». Συγκέντρωσε η μικρή τη σκέψη της και μου απάντησε: «Κακό, πολύ κακό. Ποιοι κακοί άνθρωποι βασανίζουν έναν φυλακισμένο, τον αφήνουν νηστικό και δεν επιτρέπουν στον μπαμπά, στη μαμά και στους φίλους του να τον επισκεφθούν;». Το όνομα και η διεύθυνση της μικρής: Δήμητρα Μπατζικώστα, Νήπια Μεγάλα, Δίον Πιερίας.


Σχολιάστε εδώ