ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙ, ΝΕΟΦΑΣΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

Το προχώρησε. Και αφού ο λαός της Ρώμης επέλεξε «πούρο» δεξιό δήμαρχο αντί του αριστερού Ρουτέλι, δεν μπορούσε να μείνει πίσω η ιταλική Βουλή, και οι βουλευτές ψήφισαν για πρόεδρο της Βουλής τον νεοφασίστα Τζιανφράνκο Φίνι. Όχι έναν οποιονδήποτε Δεξιό, Κεντροδεξιό, κοινοβουλευτικό, μετριοπαθή και τέτοια «ξενέρωτα», αλλά τον Φίνι. Τον αρχηγό δηλαδή του φασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, που άλλαξε όνομα το 1995 και έγινε «Εθνική Συμμαχία». Αλλά και ο νέος δήμαρχος της Ρώμης Τζιάνι Αλεμάνο από το ίδιο κόμμα προέρχεται, ένα κόμμα που αποτέλεσε μέρος της συμμαχίας «Ο Λαός της Ελευθερίας», της οποίας ηγήθηκε ο Μπερλουσκόνι για να επικρατήσει άνετα του Βάλτερ Βελτρόνι που ηγήθηκε του κεντροαριστερού σχήματος «Δημοκρατικό Κόμμα». Στον αντίπαλο του Αλεμάνο, τον Φραντσέσκο Ρουτέλι, δεν έφτασε, δεν άρκεσε η υποστήριξη των κεντροαριστερών κομμάτων, αλλά και του δεξιού γερόλυκου της ιταλικής δημόσιας ζωής Τζούλιο Αντρεόττι, ή του αρχηγού της ποδοσφαιρικής ομάδας της Ρόμα Φραντσέσκο Τότι. Φαίνεται (για μια ακόμα φορά) ότι το επικοινωνιακό παιχνίδι δεν αρκεί για να καλύψει την έλλειψη υποδομής, ιδεών και προτάσεων. Μα, θα πει κανείς, δεν είχε η Κεντροαριστερά προτάσεις και ιδέες; Είχε. Γιʼ αυτό ψηφίστηκε πριν μερικά χρόνια και στην κυβέρνηση και στους περισσότερους δήμους (της Ρώμης συμπεριλαμβανομένης) της Ιταλίας. Κυβέρνησε όμως και φάνηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απ΄ όσα έλεγε. Ουσιαστικά, θάφτηκε υπό το βάρος της άχρωμης μετριότητας του Ρομάνο Πρόντι, θάφτηκε τόσο βαθιά που ο Μπερλουσκόνι (και οι σύμμαχοί του) ξαναφάνταζε λαμπερός και σχεδόν γοητευτικός. Ή περιττεύει το σχεδόν; Μπορεί.

Έχουμε λοιπόν μια μεγάλη επιστροφή της «κανονικής Δεξιάς» στην ιταλική δημόσια ζωή κι αυτό δείχνει (καταρχάς) δύο πράγματα:

1. Οι Ιταλοί δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα να ψηφίζουν οτιδήποτε πιστεύουν ή ελπίζουν ότι μπορεί να τους πάει μπροστά, να τους εξασφαλίσει καλύτερη καθημερινότητα. Ακόμα κι αν η συμμαχία που διάλεξαν για να τους κυβερνήσει περιλαμβάνει στους κόλπους της ιδεολογίες και κόμματα που στην Ελλάδα θεωρούμε πολιτικά απόβλητα.

2. Στην πολιτική τίποτα δεν τελειώνει. Κυρίως όταν έχει βάθος και ρίζες. Και στην Ιταλία ο φασισμός έχει βάθος και ρίζες, όπως άλλωστε και το κομμουνιστικό κίνημα. Η Εθνική Συμμαχία του Τζιανφράνκο Φίνι δεν είναι ένα κόμμα-κίνημα διαμαρτυρίας, κάτι σαν μεγάλο ΛΑΟΣ (του κ. Γ. Καρατζαφέρη) που μπορεί να ψηφίζεται ως απάντηση στην αυθαιρεσία των δύο μεγάλων κομμάτων προκειμένου αυτά «να πάρουν το μήνυμα». Όχι. Είναι ένα μεγάλο κόμμα με ρίζες, είναι η φυσική συνέχεια του φασιστικού Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος που ιδρύθηκε από συνεργάτες και οπαδούς του Μπενίτο Μουσσολίνι με συγκεκριμένο πρόγραμμα και αρχές. Όταν δηλαδή κάποιος ψηφίζει τον Φίνι, δεν ψηφίζει απλώς Καρατζαφέρη, αλλά τον άνθρωπο που ενσαρκώνει τις αρχές του φασισμού, προσαρμοσμένες φυσικά στα σημερινά δεδομένα.

Ισως αυτά μοιάζουν παράδοξα στην Ελλάδα και τούτο επειδή δεν έχουμε φασιστική παράδοση, ούτε άλλωστε και κομμουνιστική. Η κομμουνιστική Αριστερά, παρά τη βαθιά επιρροή του ΕΑΜ στην κατοχή αλλά και τα επόμενα χρόνια, ποτέ δεν αναδείχθηκε σε ηγεμονική πολιτική δύναμη της χώρας όπως συνέβη με το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, τα ποσοστά του οποίου ανέτως ξεπερνούσαν το 22-25%, φθάνοντας ενίοτε και το 30%. Τα ακροδεξιά κόμματα της Ιταλίας δεν έφταναν σε τέτοια ποσοστά, αλλά άγγιζαν και συχνά ξεπερνούσαν τον διψήφιο αριθμό, κάτι που δείχνει την εμβέλεια και τη δυναμική τους. Και πάνω απʼ όλα δείχνει ότι υπήρχε (και υπάρχει) ακροατήριο, στο οποίο μπορούσαν αποτελεσματικά να απευθυνθούν.

Το γεγονός ότι δεν έχουμε ανάλογη παράδοση δεν πρέπει να μας απομακρύνει από την ανάγνωση και την παραδοχή της πραγματικότητας, μια και έτσι κινδυνεύουμε να περιπέσουμε στην καταστροφική αντίληψη «αν έτσι είναι τα πράγματα τόσο το χειρότερο για τα πράγματα». Τα «πράγματα», οι καταστάσεις, είναι αποτέλεσμα ζωής και εμπειριών και υπάρχουν για νʼ αλλάζουν, αφού πρώτα αντιληφθούμε τι συμβαίνει και τι σημαίνει αυτό που συμβαίνει. Όσο περισσότερα γνωρίζουμε γιʼ αυτά που γίνονται δίπλα μας τόσο πιο έτοιμοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε ανάλογες ή παραπλήσιες εμπειρίες. Σε κάθε περίπτωση, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, αλλά μέρος του κόσμου.


Σχολιάστε εδώ