Μια φορά και έναν καιρό
Ο κ. Λουκάς Σαφρίδης πέραν του βαφτιστικού του ονόματος διέθετε ψευδώνυμο και παρατσούκλι.
Ως «κοσμικογράφος» στην εφημερίδα «Σκριπ» του Κουσουλάκου, υπό το ψευδώνυμο «Πεταλουδίτσα» περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο τις συγκεντρώσεις που «ελάμβαναν χώραν» τις καθορισμένες ημέρες, τις αποκαλούμενες «Jour fixe» σε οικίες επωνύμων. Η πένα του κ. Λουκά χρησιμοποιούσε μόνον τον «υπερθετικόν» εξυμνών τους οικοδεσπότας, αλλ’ ήτο εξίσου αφειδώλευτος σε κολακείες και για τους προσκεκλημένους τους, που θα ήσαν οι προσεχείς οικοδεσπόται. Διότι στις δεξιώσεις αυτές, που αποτελούσαν την πεμπτουσία της ψυχαγωγίας, τα ίδια σχεδόν πρόσωπα ήσαν εκ περιτροπής πότε «καλούντες» και πότε καλεσμένοι. Ο κ. Σαφρίδης εσεμνύνετο να ισχυρίζεται μετά της δεούσης συστολής ότι σαν «πεταλουδίτσα» περιίπτατο από… «σαλονιού εις σαλόνιον» για να πληροφορήσει το ευρύ κοινόν, δηλαδή τους αναγνώστας, και τους σχετικούς λαθραναγνώστας, για το «πνεύμα και το κάλλος» που συνέρρεε σ’ αυτές τις φιλικές (ούτως ειπείν) συναθροίσεις. Βεβαίως οι περιγραφές του ουδόλως ενδιέφεραν τους αναγνώστας. Πλην όμως επλήρωσαν 30 ολόκληρα λεπτά για την αγορά της εφημερίδας, και θα τους έπιαναν κορόιδο αν δεν τη «ξεζούμιζαν» τελείως. Μέχρι τις προσεχείς αναχωρήσεις των υπερωκεανείων εδιάβαζαν, που εξ ίσου δεν τους ενδιέφεραν με τα ρεπορτάζ του κ. Σαφρίδη. Πάντοτε πλήρη ήσαν τα θυλάκια του, ή όπως τα αποκαλούσαν οι αγράμματοι, οι τσέπες του, με προσκλήσεις για τη «μαστίχα προλονζέ» που θα προσέφεραν, π.χ., την προσεχή Πέμπτη ο Κος και η Κα Π. Χατζηρόμπα, και θα τους περιποιούσε υψίστη τιμή η παρουσία του… Και ο κ. Λουκάς, προκειμένου να μη χαρακτηρισθεί άνθρωπος που αγνοεί τους στοιχειώδεις κανόνες του «savoir faire», προσήρχετο πάντοτε πρώτος, τιμώντας δεόντως τους προσκαλέσαντες, και τα προσφερόμενα εδέσματά τους. Λόγω της μηδέποτε σημειωθείσης απουσίας του, κατέκτησεν επαξίως το παρατσούκλι «Ο χαραμοφάης». Σε κάποια παρόμοια βεγγέρα, ο κύριος Χατζηρόμπας, άτομον ελαφρώς άξεστον, πλην όμως μοχλός των εσπερίδων, αποκτήσας ένα «κακόν όνομα», και μίαν καλήν περιουσίαν, εν ευθυμία διατελών, στρίμωξε τον Λουκά σε μια γωνιά και του είπε λιγάκι άγαρμπα, κλείνοντας με σημασία το μάτι: «Ρε συ. Γιατί «πεταλουδίτσα;» Ρε μπας και κάτω από την παχιά μουστάκα σου, και τη γυαλιστερή σου φαλάκρα κρύβεις… Μετά συγχωρήσεως δηλαδή, ήθελα να πω μπας κι είσαι… πεταλουδίτσα;»
Απάντηση δεν πήρε. Απλώς του έστρεψε επιδεικτικώς τα νώτα λέγοντας μεγαλοφώνως: «Oh! Quel salot»!
Φυσικά θα έτρωγε η αμφιβολία τον κ. Χατζηρόμπα για την πιθανή του «τάση», εάν δεν ανελάμβανε η σύζυγός του κυρία Λουλούκα, να τον διαβεβαιώσει με έμφαση πως «ο κύριος Λουκάς Σαφρίδης είναι άνδρας εκατό τοις εκατό, και πως είναι αμαρτία να κακολογούν χωρίς να ξέρουν»… Πολύ ζεστά και ευχάριστα περνούσε η ώρα στις συναναστροφές. Όταν μάλιστα επρόκειτο περί «φιλολογικής βραδιάς», τότε γίνονταν διαξιφισμοί με ευφυολογήματα ανάμεσα στους παριστάμενους. Έγραφαν επιπλέον φιλοφρονήσεις ή πανέξυπνα διφορούμενα στα «Λευκώματα» που διατηρούσαν οι ερίτιμες οικοδέσποινες. Παράλληλα, νέοι ή όχι και τόσο νέοι, ποιητές και λογοτέχνες, παρουσίαζαν τα τελευταία δημιουργήματά τους και έδρεπαν επαίνους, με χειροκροτήματα και με χαμόγελα δεσποινίδων που επιβεβαίωναν τη συγγραφική τους επιτυχία. Συχνότερα γίνονταν και απαγγελίες ποιημάτων προς τέρψιν της ομήγυρης. Περιέγραφε π.χ. ο Αχιλλέας Παράσχος με στίχους την κόρη των ονείρων του με τη κατηγορηματική του δήλωση πως: «Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος…»
Διότι από τα βάθη της ψυχής του αναζητούσε νεανίδα όζουσαν… πτωμαΐνης. Ήταν σαφέστατος: «Ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην – με είκοσι φθινόπωρα με άνοιξιν καμμίαν…» Τον άκουγαν γεμάτες συγκίνηση οι ευαίσθητες ψυχές, αισιοδοξώντας πως σύντομα θα τα… τινάξουν ! Η φυματίωση, «το χτικιό» όπως την ονομάτιζε ο λαός, που θέριζε, ήταν το ιδανικό κάθε αιθέριας ύπαρξης που προσδοκούσε αντί αρώματα «Coty» να μυρίζει… χωματίλας. Ήταν αδιανόητο μιά πλήρης χαρίτων κόρη να μη ρίξει δυό τουλάχιστον αιμοπτύσεις ανά σεζόν. Έκρυβε το κεντημένο με το μονόγραμμά της μαντιλάκι μέσα στη δαντελένια της μανσέτα, και γκουχ, γκουχ, γκουχ, έπρεπε να το λεκιάσει με το αίμα του «εσωτερικού της κόσμου». Αξέχαστα χρόνια που ακόμα τα νοσταλγούν τα… γραφεία τελετών!
Ίνδαλμα και κορυφαία ηρωίδα η Μαργαρίτα Γκωτιέ με τον Αρμάνδον της και αξεπέραστο μυθιστόρημα «Η Κυρία με τας καμέλιας», στην ανάγνωση της οποίας, εκατομμύρια θηλυκά (αν ήξεραν φυσικά να διαβάζουν) δάκρυσαν. Αναφιλητά ξέφυγαν από τα χείλη τους, και τα έβαλαν με την κακή τους μοίρα, που τους στέρησε τη χαρά να είναι αυτές στη θέση της.
Τον παλιό εκείνον το καιρό, τον τόσο ρομαντικό, που τόση νοσταλγία έτρεφαν για τον… άλλο κόσμο, ανοίξανε και νταραβέρια μαζί του, κι έγινε μιά ευχάριστη ενασχόληση στις συναναστροφές η επικοινωνία με τα πνεύματα των… αποθαμένων. Και επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, ο κ. Λουκάς Σαφρίδης ξέκοψε από τις βεγγέρες, επειδή φοβόταν τους βουρβούλακες.
Όλα ήταν πολύ απλά. Σε μια σκοτεινή αίθουσα, τοποθετούσαν ένα τραπεζάκι με τρία πόδια, τα οποία έπρεπε να είναι κολλημένα. Απαγορευόταν δε αυστηρώς και διά ροπάλου να έχει επάνω του οτιδήποτε μεταλλικό. Ούτε ένα καρφί, ούτε μια βίδα. Τριγύρω του κάθονταν άνθρωποι σοβαροί με απόλυτη σοβαρότητα προκειμένου ν’ αρχίσουν λακριντί με το πνεύμα, που συνεννοήτο μαζί τους με χτυπήματα στο τραπέζι σαν σήματα «μορς», πολύ πριν ανακαλύψει ο Μορς τον κώδικά του…
Εγνώρισε μεγάλη διάδοση ο «πνευματισμός» εκείνα και τα μετέπειτα χρόνια. Και ήρθε κάποια στιγμή που ιδρύθηκε στην Ελλάδα από τον ʼγγελο Τανάγρα η «Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών» με σκοπό την επιστημονική διερεύνηση του φαινομένου, ενώ για τον πολύ κόσμο ήταν ένα είδος… «Προξενείου με το… Υπερπέραν»! Στις εφημερίδες και στα περιοδικά, εδημοσιεύοντο άρθρα επί άρθρων. Βιβλία με θέματα εκλαϊκευμένα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, και αποδείκνυαν το… αυτονόητο. Πως τα πνεύματα δηλαδή τα είχαμε του χεριού μας, πανέτοιμα να δώσουνε σαφείς απαντήσεις σε ό,τι ρωτούσαμε. Ήταν κατά κάποιον τρόπο πρόδρομοι της ραδιοφωνικής εκπομπής «Αυτός που σε όλα απαντά» του πάλαι ποτέ ΕΙΡ. Ο «Πνευματισμός» έφτασε κάποτε και στ’ αυτιά του δασκάλου Κωνσταντίνου Περγαμίλη, εκ Μικρασίας, που έγινε ένθερμος οπαδός και κήρυκάς του. Αυτό δεν θα είχε σημασία, αν δεν ερχόταν στο χωριό Πορτίτσα των Αγράφων, σαν «ο καινούριος δάσκαλος», για ν’ αναστατώσει τη μικρή κοινωνία με τα μεταφυσικά του «πιστεύω». Αυτή την αληθινή ιστορία, που συνέβη το 1927, περιέγραψε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Βασίλης Αναγνωστόπουλος, στο βιβλίο του «Το Φάντασμα Της Πορτίτσας» σαν αστυνομικό ρεπορτάζ, και ταυτόχρονα σαν ηθογραφική απεικόνιση της ζωής των… αλαφροΐσκιωτων κατοίκων της. Σημειωτέον πως η Πορτίτσα είναι ένα από τα γραφικότερα χωριά των Αγράφων, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καρδίτσα.
Μυρίστηκαν λοιπόν οι μαθηταί του σχολείου το «ψώνιο» του δασκάλου τους και συνωμότησαν να του στήσουν μια φάρσα με θορύβους που… προήρχοντο από ένα φάντασμα που κατοικοέδρευε στο υπόγειο, ακριβώς κάτω από την τάξη. Του έβαζαν δύσκολες ερωτήσεις και το πνεύμα απαντούσε με σαφήνεια. Και δεν ήταν ένα τυχαίο φάντασμα. Είχε ονοματεπώνυμο. Ήταν ένας πρόσφατα πεθαμένος που έστελνε χαιρετισμούς σε φίλους που ασφαλώς ανατρίχιαζαν επειδή τους… θυμάται. Έσπευσε ο κυρ Δάσκαλος να πληροφορήσει την τοπική εφημερίδα της Καρδίτσας. Αυτή «άλλο που δεν ήθελε». Με καθημερινές και εκτεταμένες ανταποκρίσεις από την Πορτίτσα περιέγραφε το… «βίο και τη πολιτεία» του φαντάσματος, φέρνοντας το χωριό στο επίκεντρο της… ζωντανής επικαιρότητας.
Κράτησε επί μακρόν η αναστάτωση, μέχρι που στο τέλος επενέβησαν οι αρχές και αποκάλυψαν την «πλάκα» των παιδιών, ξαναφέρνοντας τη ρουτίνα και την ασημαντότητα. Ίσως και το καβαφικόν: «Αυτό το φάντασμα ήταν μια κάποια λύσις…»
Σήμερα υπάρχει στο κέντρο του χωριού ένα τοπικό Μουσείο με τίτλο «Το Φάντασμα της Πορτίτσας»…