Η μάχη κατά της ακρίβειας και το… «παραμύθι» της καθημερινότητας!

Καλλιεργείται η εντύπωση ότι μπορεί στα «μεγάλα ζητήματα πολιτικής» η κυβέρνηση Καραμανλή να «δοξάστηκε», αλλά στα ζητήματα «καθημερινότητας» ενδέχεται να καταποντιστεί.

Όμως η διάκριση ανάμεσα στα «μεγάλα πολιτικά» και στα «μικρά καθημερινά» είναι απατηλή. Τα «ζητήματα καθημερινότητας», όπως η ακρίβεια, η ασφάλεια, το περιβάλλον, οι πυρκαγιές κ.λπ., απαιτούν παρεμβάσεις υψηλής πολιτικής, το ίδιο μεγάλες και το ίδιο αποφασιστικές όσο η εξωτερική πολιτική.

Ας δούμε γιατί…

Πράγματι, τον τελευταίο καιρό έχουμε ανεξέλεγκτο κύμα ανατιμήσεων. Αυτό οφείλεται σε τρεις βασικές αιτίες:

• Στην άνοδο του πετρελαίου.

• Στα καρτέλ που υπάρχουν στην ελληνική αγορά και γενικότερα σε στρεβλώσεις που υπάρχουν στο κύκλωμα εμπορίας αγαθών.

• Σε στρεβλώσεις που υπάρχουν στον ίδιο τον παραγωγικό μηχανισμό της ελληνικής οικονομίας.

Για την άνοδο του πετρελαίου, το κράτος δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, μια που είναι διεθνές φαινόμενο και η εξ αυτού ακρίβεια είναι εισαγόμενη. Αλλά αυτό είναι μέρος μόνο του προβλήματος…

Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των καρτέλ στην εμπορία αγαθών, εκεί υπάρχει σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα. Δεν είναι ζήτημα «αστυνόμευσης των τιμών». Ο αυστηρός αγορανομικός έλεγχος άλλων εποχών είναι ασυμβίβαστος πλέον με τη λειτουργία των ευρωπαϊκών αγορών και το καθεστώς της Ένωσης. Εξάλλου τα καρτέλ των αγορών υπάρχουν εδώ και χρόνια, αλλά μόλις την τελευταία τριετία μπήκαν στο λεξιλόγιο των δημοσιογράφων και των πολιτικών. Διότι μόλις τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις κυνήγησαν (ανεπαρκώς) τα καρτέλ. Επί ΠΑΣΟΚ ουδείς λόγος έγινε γι’ αυτά. Ο Κίμων Κουλούρης κυνηγούσε την ακρίβεια στις… λαϊκές αγορές! Την κυνηγούσε αλλά δεν την έπιασε ποτέ…

Το πρόβλημα είναι ότι οι παραγωγοί είναι πολύ αδύνατοι και οι έμποροι πολύ ισχυροί. Η αποβιομηχάνιση της χώρας επί τρεις δεκαετίες τώρα και η εγκατάλειψη της υπαίθρου προκάλεσαν όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εισαγωγές. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο εκτινάχθηκε από το 5% στο 16%. Και η τάση αυτή δεν μοιάζει να αντιστρέφεται.

Επί δεκαετίες η «προοδευτική παράταξη» διέλυσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Χτυπώντας τους βιομηχάνους και τους βιοτέχνες, ενίσχυε τους μεταπράτες… Μετέτρεψε τους αγρότες από παραγωγούς σε επιδοτούμενους εισοδηματίες της υπαίθρου. Έδιωξε επιχειρήσεις μετά από παρατεταμένες απεργίες. Αποθάρρυνε εισαγωγή νέων επενδυτικών κεφαλαίων.

Επί τόσα χρόνια οι μόνες επιχειρήσεις που πήγαιναν καλά ήταν αυτές που ασχολούνταν με το εμπόριο, τις εξειδικευμένες υπηρεσίες και την παραοικονομία. Αυτές που έπαιρναν επιδοτήσεις λυμαίνονταν τα κοινοτικά προγράμματα και πούλαγαν «αέρα». Πολλές απ’ αυτές μετατράπηκαν σε καρτέλ και έλεγξαν ολόκληρο τον παραγωγικό μηχανισμό.

Όσο κλείνουν ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις μεταποίησης και όσο εγκαταλείπονται παραδοσιακές γεωργικές καλλιέργειες, τόσο η πίεση των εισαγωγέων αυξάνεται στις υπάρχουσες.

Αυτό είναι το «ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης» που βρίσκεται σε κρίση σήμερα. Αυτή η κρίση εκφράζεται σήμερα με έκρηξη ακρίβειας, σε συνθήκες ιλιγγιώδους ανόδου των πετρελαϊκών τιμών διεθνώς. Αλλά η πρόσφατη άνοδος του πετρελαίου φέρνει στην επιφάνεια τις στρεβλώσεις του συστήματος, δεν είναι η αιτία της κρίσης του.

Λύσεις σε «επίπεδο καθημερινότητας» δεν υπάρχουν.

Απαιτούνται τομές σε πολλά επίπεδα και συγκρούσεις με πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα: σύγκρουση με το τραπεζικό καρτέλ, σύγκρουση με μεγάλα κυκλώματα εμπορίας (σούπερ μάρκετ κ.λπ.), σύγκρουση με το κατεστημένο των αγροτικών συνεταιρισμών που είναι καταναλωτικοί μάλλον παρά παραγωγικοί και φτιάχτηκαν στη δεκαετία του ’80 για να κατανέμουν κοινοτικά κονδύλια και επιδοτήσεις, όχι για να οργανώσουν την αγροτική παραγωγή και να ενισχύσουν τους παραγωγούς απέναντι στους χονδρεμπόρους και στους «μεσάζοντες». Χρειάζεται επίσης σύγκρουση με τα κυκλώματα της παραοικονομίας…

Δεν αρκεί να λειτουργήσει καλύτερα ο διοικητικός μηχανισμός του κράτους.

Χρειάζεται άλλο νομοθετικό πλαίσιο, σε τελευταία ανάλυση χρειάζεται άλλου είδους κράτος. («Επανίδρυση του κράτους» είχαν επαγγελθεί κάποιοι, θυμάστε;)

– Χρειάζεται αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, που δεν υπάρχει σήμερα.

– Χρειάζεται απελευθέρωση του εισαγωγικού εμπορίου.

– Χρειάζεται πολιτική στρατηγικών αποθεμάτων κυρίως στην ενέργεια, αλλά και αναδιάρθρωση των πηγών ενέργειας.

– Χρειάζονται παρεμβάσεις που μειώνουν το κόστος των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρομεσαίων, ώστε να πέσουν οι τιμές τους. Γιατί η αλήθεια που δεν λέγεται είναι ότι χιλιάδες μικρομεσαίοι πουλούν πανάκριβα κι έχουν -παρ’ όλα αυτά- ελάχιστο περιθώριο κέρδους.

– Χρειάζεται ακόμα απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Γιατί η Ελλάδα έχει ταυτόχρονα τους χαμηλότερους μισθούς, αλλά και το υψηλότερο εργοδοτικό κόστος (πέραν των μισθών).

Όλα αυτά όμως απαιτούν διαρθρωτικές τομές, όχι καλύτερη λειτουργία του υφιστάμενου διοικητικού μηχανισμού. Είναι μείζονα θέματα πολιτικής και μεταρρυθμίσεων, όχι «μικρά ζητήματα καθημερινότητας».

Αυτές τις τομές η κυβέρνηση μπορεί να τις αποτολμήσει σήμερα, επειδή ακριβώς έχει δημιουργήσει μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο αξιοπιστίας, μετά τους τελευταίους χειρισμούς της στην εξωτερική πολιτική.

Θα τις αποτολμήσει;

Όχι, όσο πιστεύει κι η ίδια στο παραμύθι της «καθημερινότητας» και ψάχνει μικρές – διοικητικές λύσεις σε μεγάλα πολιτικά προβλήματα…

Ν. Ζ.


Σχολιάστε εδώ