ΦΡΑΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΑΙΜΑ
Η υπόθεση με τους ξένους εργάτες στα φραουλοχώραφα της Ηλείας αποκαλύπτει το γενικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με τους οικονομικούς μετανάστες και τη σαφή έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής.
Όσο έρχονταν ορισμένοι ρακένδυτοι αλβανοί, έχοντας διασχίσει φαράγγια, βουνά και λαγγάδια στην Ήπειρο (επί των τελευταίων ημερών του καθεστώτος Ραμίζ Αλία και μετά), τα πράγματα ήταν υποφερτά, μπορούσε να τους απορροφήσει το ελληνικό κράτος κι όπως αν το δει κανείς χωριά και πόλεις είχαν (και έχουν) δουλειές και μεροκάματα για ξένους εργάτες. Δουλειές που δεν κάνουν πια οι έλληνες ή αν είναι αναγκασμένοι να τις κάνουν, το πράττουν με βαριά καρδιά.
Όταν η προσέλευση αυξήθηκε και άρχισαν να φθάνουν από το 1992 και μετά κατά δεκάδες χιλιάδες οι μετανάστες στη χώρα μας, αποκαλύφθηκε η ανυπαρξία μεταναστευτικής πολιτικής και επικράτησε στο κράτος ένα ένστικτο και μια αντίληψη που συνοψίζεται στη φράση «και τώρα τι θα τους κάνουμε όλους αυτούς;». Κάτι που δεν έβρισκε σύμφωνο το κοινό λαϊκό αίσθημα μια και οι περισσότεροι βολεύονταν με τη μαζική παρουσία ξένων εργατών (ανειδίκευτων ή ειδικευμένων) όπου έκαναν, με λίγα λόγια, τα πάντα για ελάχιστα χρήματα. Ορισμένες φορές το βόλεμα ήταν σε αντίθεση με την ενόχληση που ένιωθαν από την παρουσία και το στυλ ζωής των ξένων εργατών, κυρίως σε περιόδους που παρουσίαζε αύξηση η εγκληματικότητα και η ποινική συμπεριφορά μέρους αυτών. Κάτι που φυσικά δεν έχει εξαλειφθεί, διότι όταν υπάρχουν ένα εκατομμύριο ξένοι εργάτες που κουβαλούν διαφορετικές αντιλήψεις, κουλτούρες, τρόπους ζωής από τις χώρες τους, είναι φυσιολογικό να καταγράφονται κρούσματα βίας και ποινικών συμπεριφορών. Όμως η έλλειψη πολιτικής για την αντιμετώπιση της καθημερινότητας των μεταναστών, την ένταξή τους στον ελληνικό πολιτισμό και το ελληνικό σύστημα καθημερινότητας, γινόταν όλο και πιο φανερή, όλο και πιο έντονη.
Εδώ και δέκα περίπου χρόνια δεν έχουμε να κάνουμε με ομάδες απελπισμένων που δραπετεύουν από τις χώρες δυστυχίας που κατάγονται (υπάρχουν κι αυτοί, αλλά αποτελούν περισσότερο κρούσματα παρά ρεύμα) για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη, αλλά με χιλιάδες ανθρώπους που έρχονται και στεριώνουν στην Ελλάδα, φτιάχνοντας τα σπίτια και τις δουλειές τους και δηλώνοντας έτσι με κάθε τρόπο την απόστασή τους από μια προσωρινότητα που συνήθως χαρακτηρίζει τα μεταναστευτικά κύματα.
Αυτοί που δουλεύουν (και είναι μερικές χιλιάδες, όχι δηλαδή αμελητέα ποσότητα) στα φραουλοχώραφα της Ηλείας ανήκουν και στις δύο μεγάλες κατηγορίες. Και σε εκείνους που θέλουν να μείνουν και στους άλλους που θέλουν να δουλέψουν λίγα χρόνια (ή και μήνες) και να φύγουν. Όπου κι αν ανήκουν όσοι μένουν εκεί (στον τόπο δουλειάς ή σε κοντινή απόσταση απ’ αυτόν) ζουν σε άθλιες συνθήκες αυτοσχέδιων «σπιτιών» με υλικά είτε θερμοκηπίων όπου μεγαλώνουν οι φράουλες (και ποικίλα κηπευτικά) είτε άλλα που συχνά συναντάμε σε πρόχειρους καταυλισμούς. Ελενίτ, τσίγκους, κουρελούδες, χαρτόνια, μεγάλα χαρτόκουτα, τάβλες καρφωμένες μεταξύ τους, όσα μπορεί να βάλει ανθρώπινος νους. Και τούτο γιατί οι οικονομικοί αυτοί μετανάστες της φράουλας (βούλγαροι στην πλειοψηφία τους, αλλά και πακιστανοί, μπαγκλαντεσιανοί – οι «παλιοί» αιγύπτιοι είναι περισσότερο αποκαταστημένοι και «μόνιμοι» στην περιοχή) είναι πρόθυμοι (και έτοιμοι) να υποφέρουν τις κακές συνθήκες διαβίωσης, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για να γυρίσουν στις πατρίδες τους ή να τα στέλνουν εκεί. Όπως είπε χαρακτηριστικά μια βουλγάρα εργάτρια, δουλεύοντας μαζί με τον άντρα της έξι μήνες στα φραουλοχώραφα βγάζουν τα λεφτά για πέντε χρόνια στη Βουλγαρία, κι αυτό δεν μπορεί να το αγνοήσει κανείς.
Η εξέγερση αφορούσε, όπως φαίνεται, στη βελτίωση των αμοιβών και όχι της καθημερινότητας, μια και αυτή είναι γνωστή από πριν και αποτελεί επιλογή (όσο μπορεί κανείς να αποκαλέσει επιλογή την απόφαση να φύγει από την πατρίδα του για να ψάξει αλλού καλύτερη τύχη…) ή πιο σωστά στην απόδοση ολόκληρου του μεροκάματου στον σκληρά εργαζόμενο μετανάστη. Διότι έως τώρα από τα 22-23 ευρώ που έπαιρναν μεροκάματο τα τέσσερα τα κράταγε ο παραγωγός κι άλλα τέσσερα ο μεσάζων (για τη δουλειά, τη διακίνηση κ.λπ.) Τώρα θα παίρνουν όπως λέγεται 28 ευρώ, ώστε να μένουν 20 για τους ίδιους.
Τι θα γίνει στη συνέχεια; Είναι μέρος ενός μετώπου ανοιχτού που όλο και θα διευρύνεται όσο δεν οικοδομείται από το ελληνικό κράτος μεταναστευτική πολιτική. Λένε πολλοί ότι πρέπει να αλλάξει και η νοοτροπία μας απέναντι στους ξένους εργάτες, είναι κι αυτό κάτι. Ίσως βέβαια να είναι και πιο σημαντικό απ΄ όσο αρχικά φαίνεται, κυρίως όταν ακούει κανείς σχεδόν αγανακτισμένο τον παχουλό ευκατάσταστο Ηλείο γαιοκτήμονα (ο ίδιος είναι βέβαιο ότι θα αποκαλέσει τον εαυτό του μικροϊδιοκτήτη…) να λέει στις τηλεοράσεις «μια χαρά είναι, εφτά με δύο δουλεύουν, κι όταν πάει δύο η ώρα ούτε ένα λεπτό παραπάνω δεν κάθονται, α, τέρμα αμέσως φεύγουν…». Ενώ; Θα έπρεπε, όπως υπονοεί, σαν τους καλούς δούλους, να κάθονται κανένα δίωρο επιπλέον μπας και τους χρειαστεί το αφεντικό. Ίσως δεν ξέρει κι ο ίδιος τι σημαίνει να δουλεύεις επτά ώρες στα χωράφια υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες…
Αυτά για σήμερα. Και Καλό Πάσχα!