«Ξαφρίζουν» καταναλωτέςμε τις πιστωτικές κάρτες
Μάλιστα, το τελευταίο δίμηνο οι τράπεζες έχουν προχωρήσει ακόμη και σε δύο «αφανείς» αυξήσεις επιτοκίων κατά 0,25% στις πιστωτικές κάρτες, χωρίς να έχει προηγηθεί αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η ΤτΕ στην ιστοσελίδα της (βλ. πίνακα) υπάρχουν σήμερα ακόμη και κάρτες με ονομαστικό επιτόκιο άνω του 18%, ενώ το ποσοστό των συνολικών ετήσιων πραγματικών επιβαρύνσεων (ΣΕΠΠΕ) των καταναλωτών υπερβαίνει και το 20%.
Ο διοικητής της ΤτΕ, στον γνώριμο ρόλο του παθητικού παρατηρητή και συνηγόρου των τραπεζιτών, επισημαίνει στην έκθεσή του το πρόβλημα, αλλά σπεύδει να δικαιολογήσει τις πρακτικές που παραπέμπουν σε νομιμοφανή τοκογλυφία:
1. «Η μόνη κατηγορία δανείων όπου η διαφορά διευρύνθηκε και παραμένει ακόμη σε υψηλό επίπεδο (401 μονάδες βάσης στο τέλος του 2007) είναι τα δάνεια χωρίς καθορισμένη διάρκεια, στα οποία περιλαμβάνονται τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών», σημειώνει ο κ. Γκαργκάνας.
2. «Η διαφορά αυτή παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο και τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους. Όπως έχει επισημανθεί και άλλοτε, τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών έχουν σχετικά υψηλότερο επιτόκιο (Δεκέμβριος 2007: 15,31%), λόγω του υψηλού πιστωτικού κινδύνου που ενέχουν και του μεγάλου διαχειριστικού κόστους».
Με αυτήν την «υπερασπιστική γραμμή», που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη μόνιμη επιχειρηματολογία των τραπεζιτών, ο κ. Γκαργκάνας επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα: πώς γίνεται, δηλαδή, για το ίδιο «πλαστικό χρήμα», που παρέχουν οι τράπεζες άλλων χωρών της Ευρωζώνης με επιτόκια που δεν ξεπερνούν το 9%, οι ελληνικές τράπεζες να χρεώνουν έξι μονάδες περισσότερο.
Επ’ αυτού, ο κ. Γκαργκάνας και οι -δήθεν- εποπτευόμενοι από την ΤτΕ εμπορικοί τραπεζίτες δεν έχουν δώσει ποτέ πειστικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι είναι όντως τόσο μεγάλοι οι πιστωτικοί κίνδυνοι και τόσο υψηλό το διαχειριστικό κόστος των καρτών στην Ελλάδα, ώστε να δικαιολογούνται τα απίστευτα «καπέλα».
Μόνο 9% χρεώνει
το Ταχ. Ταμιευτήριο!
Και αν όντως τα «τρελά» επιτόκια των καρτών οφείλονται στις αιτίες που περιγράφει στερεότυπα ο κ. Γκαργκάνας, χωρίς να υποκρύπτουν τοκογλυφικές διαθέσεις, τότε πώς είναι δυνατόν να παρέχονται ακόμη και στην ελληνική αγορά κάρτες με επιτόκιο 9%, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου; Άραγε, οι διοικήσεις του κρατικού πιστωτικού ιδρύματος, του μοναδικού με «λογικές» χρεώσεις στις κάρτες (9%), δεν αντιμετωπίζουν τους ίδιους πιστωτικούς κινδύνους και το υψηλό διαχειριστικό κόστος; Ή μήπως δίνουν «πλαστικό χρήμα» με ζημιά;
Όπως έχει επισημάνει και σε προηγούμενα δημοσιεύματά του το «Π», το μείζον θέμα που έχει ανακύψει από το 2001 με τα επιτόκια των καρτών και πολλών ανοικτών δανείων είναι ότι η Δικαιοσύνη δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των τραπεζιτών να επιβάλλουν επιτόκια τόσο υψηλά, που για κάθε άλλο ιδιώτη δανειστή θα θεωρούνταν τοκογλυφικά.
Ήδη, από το 2001 ο Άρειος Πάγος έχει απορρίψει τους ισχυρισμούς των τραπεζών, τους οποίους συμμερίζεται και η Τράπεζα της Ελλάδος, ότι τα επιτόκια διαμορφώνονται με πλήρη ελευθερία και χωρίς περιορισμούς. Η Δικαιοσύνη έχει αποφανθεί σε πολλές περιπτώσεις ότι το εξωτραπεζικό (δικαιοπρακτικό) επιτόκιο δανεισμού, που καλύπτει ως ανώτατο όριο τα επιτόκια δανεισμού από ιδιώτες, και σήμερα διαμορφώνεται στο 9% (πέντε μονάδες πάνω από το βασικό επιτόκιο του ευρώ) αποτελεί πλαφόν ΚΑΙ για τα επιτόκια δανεισμού από τις τράπεζες.
«Τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές σχέσεις. Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από τον νόμο», ανέφερε μεταξύ άλλων πρόσφατη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία έχει προσβάλει στον Άρειο Πάγο η Γενική Τράπεζα και αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Έμμεση ομολογία «ενοχής»…
Ακόμη και οι ίδιες οι τράπεζες αναγνωρίζουν έμμεσα ότι η νομολογία που δημιουργείται για το θέμα είναι πλέον αρκετά ισχυρή και εις βάρος των δικών τους απόψεων.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικών Ερευνών κ. Τάκης Χριστοδουλόπουλος, ότι είναι δεκάδες οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί το 2007 και τους πρώτους μήνες του 2008, με τις οποίες ακυρώνονται διαταγές πληρωμής από τράπεζες, λόγω των παράνομων επιτοκίων, χωρίς οι τράπεζες να ζητούν καν την εξέταση των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις να καθίστανται αμετάκλητες. Αυτό σημαίνει, τονίζει ο κ. Χριστοδουλόπουλος, ότι και οι ίδιες οι τράπεζες αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν αρκετά ισχυρή επιχειρηματολογία για να αμφισβητήσουν τις πρωτοβάθμιες δικαστικές αποφάσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι ούτε ο κ. Γκαργκάνας ούτε οι κατά καιρούς συναρμόδιοι υπουργοί Οικονομίας και Ανάπτυξης έχουν κινηθεί τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός «στεγανού» θεσμικού πλαισίου το οποίο θα θέτει κάποιο όριο στα επιτόκια δανεισμού, αφήνοντας τις τράπεζες να χρεώνουν σήμερα ακόμη και επιτόκια υπερδιπλάσια του δικαιοπρακτικού, χωρίς να γενικεύεται η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων.