Μ ια Φορά Και Έναν Καιρό

Ο κύριος Κοσμάς γύρισε σπίτι του φορτωμένος μ’ ένα τεράστιο σοκολατένιο αβγό, μια μεγάλη φανταχτερή λαμπάδα κι ένα ζευγάρι παπούτσια λουστρινάκια, με λουράκι για το κουντεπιέ που κατέληγε σ’ ένα μαύρο γυαλιστερό πολυεδρικό κουμπί. Το απόθεσε στον καναπέ του σαλονιού κι έκανε δυο βήματα πίσω για να θαυμάσει τις αγορές του. Από την «έκστασή» του τον προσγείωσε η σύζυγος κυρία Λεμονιά που διέκοψε το πλύσιμο της συκωταριάς για τη μαγειρίτσα, κι ήρθε να τον υποδεχθεί, όπως συνήθιζε να κάνει από νιόπαντρη, κυρίως για να μπαίνει στο μάτι της πεθεράς της της… κορακοζώητης:

«Δώρα για το βαφτιστήρι σου;» ρώτησε δείχνοντας με το βλέμμα τα πακέτα, μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια της, που ο Κοσμάς δεν άκουσε όπως συνήθιζε, χωρίς να είναι βαρήκοος. Η σιωπή του δεν επτόησε την κυρία Λεμονιά που από το πρωί είχε τα μπουρίνια της και όλα της έφταιγαν. «Άθεος, άθεος το ξαδερφάκι σου, αλλ’ άμα είναι να κονομήσει δώρα τις γιορτές, γίνεται πιο θρήσκος κι από τον Πάπα της Ρώμης…»

Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή, χρόνος επαρκής για να εμπεδώσει ο σύζυγός της τα λεχθέντα, και μετά τον κατακεραύνωσε με μια υποκρύπτουσα απέχθεια: «Θα μας κουβαληθούνε το βράδυ;»

Η προς τα κάτω κίνηση της κεφαλής ανέκαθεν εσήμαινε κατάφαση, και ο Κοσμάς τη χρησιμοποιούσε κατά κόρον προς αποφυγήν ανούσιων διαλόγων. Η Λεμονιά ανταπέδωσε τη συζήτηση χωρίς λόγια, με μορφασμό οικτιρμού, και απεσύρθη στην κουζίνα αναγγέλλουσα μεγαλοφώνως στη μητέρα της: «Θα μας κουβαληθεί και ο γρουσουζλαμάς το βράδυ… Κι εκείνη απάντησε μ’ ένα ξερό «Εμμ…»

Ο εξάδελφος, κι αυτός Κοσμάς, δυο αδερφών παιδιά, ενστερνίσθηκε από φοιτητής επαναστατικές ιδέες. Να σκεφθείς ότι τον είδαν προπολεμικά κάτι συγγενείς να κυκλοφορεί στον δρόμο χωρίς να φορά καπέλο. Φυσικά, και με το δίκιο τους, του κόψανε την καλημέρα.

Όσο ο Κοσμάς ο ξάδερφος ήταν επαναστάτης και άθεος, εντός λογικών βεβαίως ορίων, άλλο τόσο ο Κοσμάς της Λεμονιάς, ήταν υπόδειγμα συνετού οικογενειάρχη, εντός λογικών και αυτός ορίων…

Η μητέρα του, κάθε χρόνο του Λαζάρου, τους έφερνε σε μια πιατέλα «λαζαράκια», κάτι κούκλες από ζύμη νηστίσιμη. Ήταν η έναρξη της πασχαλινής περιόδου. Χάιδευε και χαρτζιλίκωνε τα παιδιά ν’ αγοράσουν καραμέλες τσάρλεστον. Η γριά εκτός από κορακοζώητη ήταν και πονήρω. Ρωτάει το μικρό;

«Τι να σου δώσω; Λεφτά ή φιλάκι;»

Μάρκα ο μικρός, λέει «φιλάκι». Δάκρυσε εκείνη, τον αγκάλιασε και του ‘δώσε λεφτά παραπανίσια. Την ίδια ερώτηση έκανε και στον μεγάλο τον χοντρούλη που στο σχολείο τον φωνάζανε «Μπούα».

Σίγουρος εκείνος, απάντησε όπως ο μικρός, «φιλάκι». Η γιαγιά χαμογέλασε και τον χάιδεψε λέγοντας: «Δεν χαλνώ εγώ χατίρια». Και τον φίλησε σταυρωτά χωρίς να δώσει σέντσι.

Σε λίγο, από την αυλή ακούστηκε να κλαίει και να τσιρίζει ο μικρός:

«Ρε μαμά, αυτός μου παίρνει τα λεφτά και με δέρνει…»

Ολόκληρη τη Μεγάλη Εβδομάδα είχαν τα παιδιά στο σούρτα-φέρτα. Από τη Μεγάλη Τετάρτη που σταμάτησε το σχολείο βρισκόταν συνέχεια απίκο. «Τρέχα στον μπακάλη γιατί δεν μας έφτασε τ’ αλεύρι», «Τράβα φέρε λαμαρίνες απ’ τον φούρνο», «Κοίτα στο κοτέτσι αν γεννήσανε οι κότες…» Και τρέχαν στον μπακάλη που τους έδινε λειψά τα ρέστα. Κουβαλούσαν απ’ τον φούρνο τις μεγάλες μαύρες λαμαρίνες και χωνόντουσαν στο κοτέτσι με τις κότες τρομαγμένες να φτερουγίζουν καταπάνω τους. Και το βράδυ γινόντουσαν στην εκκλησιά παπαδοπαίδια και περιφέρανε φανούς και εξαπτέρυγα. Εκτός κι αν ήταν πρόσκοποι, οπότε με σοβαρότητα αναλάμβαναν να τηρούν την τάξη στα δώδεκα Ευαγγέλια.

Είχανε μια δουλειά ακόμη: Να χτυπήσουν τις καμπάνες τη Μεγάλη Παρασκευή, θλιμμένα, λυπητερά. Και το πένθος της ημέρας τονιζόταν ακόμα πιο πολύ, με την κλασική μουσική που έπαιζε ολημερίς το ράδιο, τις μεσίστιες σημαίες στα κοντάρια και τους φαντάρους στις σκοπιές τους με το όπλο «υπό μάλης»… Πολλές φορές ο δήμος στόλιζε με μαύρα κρέπια τους φανοστάτες της πόλης. Αλλά και τα κοριτσόπουλα από πολύ πρωί φτιάχναν γιρλάντες με λευκές και μοβ κορδέλες να στολίσουν το κουβούκλιο του Επιταφίου. Κι ύστερα πηγαίναν να προσκυνήσουν όσο γίνεται πιο πολλούς Επιταφίους, περνώντας σταυρωτά από κάτω. Αλλά δεν τελείωναν εκεί. Το βράδυ πήγαιναν στην περιφορά να ψάλλουν το «Έρρανον τον τάφον» και «Αι γενεαί πάσαι».

Τα ίδια θα έκαναν και σήμερα.

Στο μεταξύ, ο κ. Κοσμάς, εκτός από τα δώρα στο βαφτιστήρι του, έπρεπε να εκτελέσει την πιο σοβαρή υπεύθυνη και ανδρική εργασία των ημερών. Να αγοράσει το πασχαλινό αρνάκι. Πηγαίνει στον φωνασκώντα χασάπη όπου ψαχουλεύει τα σφάγια, τα εξετάζει μακροσκοπικώς και κατά κανόνα καταλήγει στο χειρότερο. Η σύζυγός του σήμερα, που όλα της βγαίνουνε ανάποδα, διαπιστώνει πως από τ’ αρνί λείπει η συκωταριά. Έξαλλος ο Κοσμάς ξαναπάει στο κρεοπωλείο να ζητήσει τον λόγο, αλλά ο φωνασκών χασάπης του λέει αναιδέστατα:

«Θα σου ‘πεσε στον δρόμο. Προς αποφυγήν άσκοπου ανταλλαγής επιχειρημάτων αγοράζει άλλη, όμως η Λεμονιά διερωτάται πώς γίνεται τόσο μικρό αρνί να ‘χει τόσο μεγάλο συκώτι. Σκάρτο είναι. Πήγαινέ το πίσω. Του ‘ρχεται να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, αλλά δίνει τόπο στην οργή. Εκείνη πάλι είναι στην τσίτα. Κανονίζει με τη μάνα της το μενού της εβδομάδας. Φακές και ταχινόσουπα. Τη Μεγάλη Τρίτη θα ζυμώσει τα λαμπροκούλουρα και μάλιστα σε ποσότητα, να δώσουνε και στους γειτόνους που έχουν πένθος. Τα αβγά, σύμφωνα με το έθιμο, θα τα βάψει τη Μεγάλη Πέμπτη, μόλις γυρίσουν από την εκκλησιά όπου θα πάνε να μεταλάβουν, θα βοηθήσει κι η μάνα της που η κουζίνα τής γουστάρει, αλλά έχει να σενιάρει και το σπίτι. Μικροπράματα δηλαδή, σκέτη διασκέδαση, θέλουνε όμως και αυτά το κολάι τους. Να σιδερώσει τα πουκαμίσά τους, να τρίψει τ’ ασημικά, να γυαλίσει το παρκέ, να πλύνει τα τζάμια και να της μείνει καιρός ν’ ασβεστώσει το τοιχάκι της αυλής. Κι από πάνω να ‘χει και την πεθερά της να επιθεωρεί και να ξομπλιάζει;

«Ξέχασες να τρίψεις τα τζετζερέδια στην κουζίνα!», «Πολύ αλάτι βάζεις στο φαΐ και θα μου τον πεθάνεις…».

Το σπίτι τους, μια μονοκατοικία στην άκρη του οικισμού, έχει την αυλή πνιγμένη στο λουλουδικό που μοσχομυρίζει, τις κοτούλες τους που γεννάνε κάθε μέρα. Κι όλο κακαρίζουν, κι ένα άχτιστο οικόπεδο στο πλάι όπου αύριο θα στήσουνε τη σούβλα. Οι μονοκατοικίες στη γειτονιά όσο πάνε και λιγοστεύουν, δίνοντας τη θέση τους σε απρόσωπες πολυκατοικίες που η κυρία Λεμονιά τις λιγουρεύεται.

Έφτασε κιόλας η ώρα της Ανάστασης κι ακόμα παλεύουν στην κουζίνα με τη μαγειρίτσα. Πρέπει να ετοιμάσουν το τραπέζι κι ο αχαΐρευτος, αντί να βοηθήσει, στρώθηκε με την εφημερίδα. Τα παιδιά στους δρόμους σκάνε στράκα στρούκες και βαρελότα και όπου να ‘ναι θα χτυπήσουν οι καμπάνες, ενώ ξεκίνησαν κιόλας οι βιαστικοί, και με το κερί στο χέρι πάνε στην εκκλησιά. Όπου να ‘ναι θα καταφτάσουν ο γρουσουζλαμάς με τη Μαντάμ Πουφ, την κυρία του, και το μούλικό τους για να τους κολάσουν χρονιάρα μέρα, οι αντίχριστοι…

«A ναι, ξέχασα», είπε ο Κοσμάς στη γυναίκα του. «Κάλεσα και τον Αριστείδη να ‘ρθει απόψε. Αυτός δεν τρώει μαγειρίτσα. Φτιαχ’ του τάκα τάκα κάτι νόστιμο. Ξέρεις εσύ…»


Σχολιάστε εδώ