Ανάσταση από τον «εικονικό κόσμο»
Η δικτατορία του ʼ67 «αποτύπωσε» τα δικά της μηνύματα στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι η εύκολη καταγγελία, αλλά ο αναστοχασμός και η ανάλυση του πώς σήμερα καταλήξαμε ώστε μεγάλες και μικρές δικτατορίες να διαφεντεύουν τη ζωή και τη σκέψη μας.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσον αγγίζει τον σύγχρονο άνθρωπο το θείο δράμα, το μήνυμα της Ανάστασης, και ποια σχέση έχει το κοινωνικό περιεχόμενο της διδασκαλίας του Χριστού με τις εντάσεις, τον ανταγωνισμό, την απουσία νοήματος, που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες.
Η στρατιωτική δικτατορία του ʼ67 εκφράστηκε μέσα από τη βία, την καταπίεση, το έγκλημα, είχε συγκεκριμένους μηχανισμούς, ενεργοποιήθηκε από γνωστά και «ορατά» κέντρα αποφάσεων. Αποτελούσε μια συγκεκριμένη και αντιμετωπίσιμη «πραγματικότητα», είχε «πρόσωπο», υλική «δομή», ορατούς μηχανισμούς. Ακόμα και οι προπαγανδιστικοί της μηχανισμοί, τα «σύμβολά» της, οι «ερμηνείες» και τα επιχειρήματά της ήταν τόσο έωλα και ψευδεπίγραφα, που ήταν αδύνατον να καλύψουν τη στυγνή πραγματικότητα.
Ο πολίτης, την εποχή εκείνη, διέθετε τα κατάλληλα μέσα για να οριοθετήσει την αλήθεια από το ψεύδος, την πραγματικότητα από την ευτελή κατασκευή. Μπορούσε να συγκροτήσει τα νοήματά του, να αποφασίσει με βάση ηθικά-λογικά κριτήρια, να δράσει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Σήμερα, αντίθετα, οι «δικτατορίες», οικονομικές, επικοινωνιακές-δικτυακές, κρατικές-διοικητικές, είναι αόρατες. Ζούμε στην εποχή της «δικτατορίας της εικονικής πραγματικότητας», που νομιμοποιείται και αναπαράγεται μέσα από τα πρότυπα της κατανάλωσης και της μονόδρομης σκέψης, πρότυπα που αποκτούν απόλυτη κυριαρχία και επιβάλλουν έναν τύπο πολίτη τον οποίο ορθώς χαρακτήρισε ο Χ. Μαρκούζε «μονοδιάστατο άνθρωπο».
Ο πολίτης που βιώνει σήμερα τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης έχει μετατραπεί σʼ έναν ιδιώτη-τηλεθεατή, που η κοινωνική του ταυτότητα αναγνωρίζεται μόνο από τη δυνατότητά του (ή μήπως την ικανότητά του) να απολαμβάνει και να ταυτίζεται με τα καταναλωτικά πρότυπα. Η παραδοσιακή «γενική βούληση» του Ρουσώ ή η ταξική-χειραφετητική συνείδηση (Λούκατς, Μαρξ) που αποτέλεσαν τον ιστορικό πυρήνα των κοινωνικών μετασχηματισμών τους τελευταίους αιώνες και που πάνω τους θεμελιώθηκαν οι σύγχρονες δημοκρατίες, υποκαταστάθηκαν στις μέρες μας από την κοινή γνώμη, τις σφυγμομετρήσεις και τις «προτιμήσεις« των ατόμων-ιδιωτών. Η δημοκρατία των σφυγμομετρήσεων αποτελεί, κυριολεκτικά, μια αντιστροφή της κλασικής δημοκρατίας, μια ψευδή παράσταση του περιεχομένου της. Κατασκευάζει εικονικές κοινωνικές βουλήσεις, διαμορφώνει μετα-πολιτικά κυβερνητικά ή κομματικά σχήματα, που «φαίνεται» να αποφασίζουν ενώ στην πράξη χειραγωγούνται από την επιμελώς παραμένουσα στο «σκότος» οικονομική εξουσία…
Γιʼ αυτό και σήμερα ο Ιησούς αγωνίζεται «μόνος» πάνω στον Σταυρό. Τα μηνύματά του, οι διδαχές του, το παράδειγμα της εγκόσμιας ζωής που μας παρέδωσε, φαίνεται ότι αδυνατούν να διαπεράσουν το «γυάλινο τείχος» της αποξένωσης, της εικονικής πραγματικότητας, της ιδεολογίας της κατανάλωσης, που μας περιτυλίγουν.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες έχουν ενσωματωθεί στις κρατούσες εξουσίες, αναπαράγοντας τις δικές τους συμπεριφορές και επιλογές. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις εξελίσσονται στις μέρες μας σε ιδεολογικά όπλα που «νομιμοποιούν» πολέμους, συγκρούσεις, μορφές κοινωνικού ρατσισμού.
Ποια εξουσία, ποιος συσχετισμός δύναμης –κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής– μπορεί σήμερα να κατανοήσει και να αποδεχθεί το κοινωνικό περιεχόμενο της διδασκαλίας του Χριστού;
«Αλληλεγγύη», «αγάπη στον πλησίον», «ταπεινοφροσύνη», «αυταπάρνηση του κοσμικού πλούτου», «παροχή συγγνώμης στον αμαρτωλό», «δικαιοσύνη απέναντι στον αδύναμο», «ισότητα των ανθρώπων»… Όλα αυτά τα «νοήματα», που θα έπρεπε να αποτελούν περιεχόμενα της σκέψης και της πράξης των ανθρώπων, είτε αγνοούνται ολοσχερώς είτε αντιμετωπίζονται ως μεταφυσικές κατηγορίες, τόσο από τις δυνάμεις της εξουσίας όσο και από τη μεγάλη μερίδα των διανοούμενων και των πνευματικών ανθρώπων που έχουν ενσωματωθεί στους μηχανισμούς του συστήματος.
Αν και η εκκίνηση γίνεται από διαφορετικές «αφετηρίες», τόσο η ιστορική, πολιτικο-κοινωνική ανάλυση κομβικών γεγονότων (όπως η δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967) όσο και η αναζήτηση του «νοήματος» των Παθών και της Ανάστασης του Ιησού στον σύγχρονο κόσμο μπορούν να συναντηθούν σʼ έναν «κοινό τόπο», να προσφέρουν «υλικό» για έναν πλούσιο προβληματισμό.
Κι αυτός δεν αφορά παρά τον αγώνα –ατομικό και συλλογικό– για να διαρρήξουμε το «πέπλο αγνοίας», μιας εικονικής πραγματικότητας, μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας που αφυδατώνεται σταδιακά από νοήματα, από περιεχόμενα, από αξίες, και ζει συμβατικά, ετεροκαθοριζόμενη από τα μεγάλα συμφέροντα και τις στυγνές εξουσίες.
Η «Ανάσταση» δεν μπορεί να συμβολίσει σήμερα παρά την αναζήτηση του νοήματος, την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της υποταγής σʼ ένα ψεύτικο, εικονικό περιβάλλον. Πρώτη πράξη αυτονομίας και απελευθέρωσης η διατύπωση γνώμης, η ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης, η διαμόρφωση συλλογικών τύπων δράσης. Η «αποκαθήλωση» τελικά από τον «σταυρό» της εικονικής ευτυχίας που προσφέρουν τα σύγχρονα πρότυπα.