Ο επιχειρηματίας που κάνει ΚΑΙ πολιτική χλευάζοντάς την

Πολλές φορές ειρωνευόμαστε και έχουμε την τάση να γελοιοποιούμε γεγονότα και πρόσωπα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση Μπερλουσκόνι, ενός ισχυρού ιταλού επιχειρηματία που παρουσιάζεται ως νεάζων «σιτεμένος δανδής» με χιούμορ και διάθεση «χαβαλέ», αλλά στην ουσία κάνει ό,τι θέλει στη γειτονική χώρα. Όχι φυσικά αυθαιρέτως, αλλά με την έγκριση των συμπατριωτών του, που του έδωσαν την άνετη πλειοψηφία (και πάλι) να τους κυβερνήσει και να αποφασίσει για την τύχη της Ιταλίας. Αυτός ο φαιδρός, ο μισογύνης, το «καμάκι», ο είρων, ο «τζες», που γράφει ο Νίκος Τσιφόρος αναφερόμενος σε λαϊκούς κουστουμάτους αγαπητικούς παλιότερων εποχών, με κολλημένο μαλλί και «προσεγμένη» εμφάνιση.
Συνηθίζουμε να γελάμε με τύπους σαν τον Μπερλουσκόνι με το κομοδινί μαλλί που μοιάζει εμφυτευμένο, με τα σταυρωτά κοστούμια και το παλιομοδίτικο φλερτ στις γυναίκες τις οποίες αντιμετωπίζει κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) σαν σκεύη ηδονής. Όμως, είναι ο ίδιος άνθρωπος που έχει μια σειρά επιχειρήσεων, μεταξύ αυτών και την ποδοσφαιρική ομάδα Μίλαν (πόσο πολύ βασανίζονται ηθικά όσοι είναι Μίλαν και Αριστεροί, αλλά, προς τιμήν τους, το ομολογούν…), είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγινε και πάλι πρωθυπουργός μιας μεγάλης, ισχυρής χώρας, με αντιφάσεις μεν αλλά με παραγωγή και ρόλο σημαντικό στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Θα έλεγε κανείς ότι ο ίδιος ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι θέλει να τον παίρνουν «ελαφρά», ώστε, μη ασχολούμενοι σοβαρά μαζί του, να του αφήνουν χώρο και χρόνο για να περνάει ό,τι θέλει ως νόμο, τρόπο διακυβέρνησης και αντίληψη για τη ζωή.
Διότι, ας μη γελιόμαστε, το να (υπερ)ψηφίζεις Μπερλουσκόνι σημαίνει ότι είσαι διατεθειμένος (κι αν δεν είσαι τόσο το χειρότερο για σένα, μια και θα συμβεί ούτως ή άλλως) να δεχθείς μια σειρά σκέψεων, τάσεων και τρόπων συμπεριφοράς που υιοθετεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος: Τις αντιλήψεις του για την ισότητα των ανθρώπων, των δύο φύλων, των ξένων εργατών με τους γηγενείς, αλλά και αξίες της καθημερινότητας που προσδιορίζουν τη συνολική εικόνα ενός λαού. Λένε οι Ιταλοί, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, «καλύτερα το στυλ Μπερλουσκόνι παρά η κρυάδα του Πρόντι», του απερχόμενου πρωθυπουργού, «τουλάχιστον αυτός έχει κάτι».
Δεν απέχει από την αλήθεια η παρατήρηση αυτή, μια και ο «Ευρωπαίος», ή ακριβέστερα «Βρυξελλιώτης», Ρομάνο Πρόντι δεν φάνηκε να έχει χιούμορ (λεπτό ή χοντρό), αλλά ούτε και δυνατότητα προσέγγισης των προβλημάτων του μέσου πολίτη. Στα χρόνια της θητείας του ως πρωθυπουργού της Κεντροαριστεράς δεν έδωσε λύσεις, αλλά ούτε δημιούργησε προϋποθέσεις να ξαναψηφιστεί από τον κόσμο το σχήμα του οποίου ηγήθηκε. Τηρουμένων των αναλογιών, ο Πρόντι θυμίζει πολύ Σημίτη, μόνο που ο Κώστας Σημίτης έκανε και κάτι, ασχέτως αν διαφωνεί κανείς με αυτό ή αν το θεωρεί πολύ εκσυγχρονιστικό και δεξιό/φιλελεύθερο, άρα αντιστρατευόμενο τον χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ.
Όμως, ο καλός επιχειρηματίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν είναι πολιτικός και αντιπαθεί την πολιτική και τους πολιτικούς, θέλοντας να περάσει και να επιβάλει ένα δικό του μοντέλο του «αυτοδημιούργητου καπάτσου» που μπορεί να τα αλλάζει όλα, από το κακό κράτος (και τις ελευθερίες του, την πρόνοια και την «ομπρέλα» που κάθε κράτος ανοίγει στον λαό) μέχρι τις οικονομικές και καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων. Θέλει ουσιαστικά να περάσει πρότυπα ζωής στην ιταλική καθημερινότητα, αφού δεν του λέει σχεδόν τίποτα η επικράτηση των πολιτικών του αρχών, μια και δεν έχει τέτοιες. Αντιθέτως, έχει αρχές, αξίες και σκέψεις για τις σχέσεις των ζευγαριών, την Εκκλησία, τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους μετανάστες, το Βατικανό, τη διασκέδαση, την ενημέρωση και την ψυχαγωγία. Με τα δύο τελευταία θέματα μάλιστα ασχολείται επαγγελματικά (και επιτυχημένα), μια και ελέγχει την πλειονότητα των τηλεοπτικών καναλιών της Ιταλίας. Τα προγράμματα των καναλιών του διαμορφώνουν μοντέλα και τρόπο ζωής, δημιουργούν πρότυπα τα οποία ο ίδιος στη συνέχεια αναλαμβάνει να ενσαρκώσει με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Και τούτο διότι είναι ήδη ο ισχυρός και, τώρα πια (για μιαν ακόμα φορά), ο πρωθυπουργός της χώρας του.
Με δεδομένο ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς μ’ έναν πολιτικό καριέρας (δεν είναι πολιτικός καριέρας, είναι και κάτι που κάνει μαζί με άλλα η πολιτική) που ξαναψηφίζεται ή όχι από τον λαό, η επανεκλογή του αποκτά ξεχωριστό νόημα.
Το να ψηφίζει κανείς μια φορά τον Μπερλουσκόνι και να τον ξαναεπιλέγει ενώ τον έχει ενδιαμέσως καταψηφίσει (και επιλέξει άλλο σχήμα διακυβέρνησης της Ιταλίας) δείχνει ότι αυτός που το κάνει γνωρίζει περί τίνος πρόκειται και το εγκρίνει. Το κάνει απολύτως συνειδητά. Άρα ο «καβαλιέρε» (τίτλος τιμής, μια και έχει τιμηθεί με τον τίτλο του ιππότη) δικαιούται να κάνει κι αυτός ό,τι και όσα νομίζει.
Κι εμείς, να τον ξαναδούμε με άλλο μάτι, λίγο πιο σοβαρά απ’ όσο ο ίδιος (για τους λόγους που είπαμε) επιδιώκει.


Σχολιάστε εδώ