Μια φορά και έναν καιρό

Η Θάλεια, που τώρα λεγόταν Ταλάια και ζούσε χήρα στο Τορόντο του Καναδά, δεν έλαβε ποτέ της γράμμα του Παύλου από την Αθήνα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν της έστειλε ποτέ. Προσπάθησε, είναι η αλήθεια, να βρει λόγια για να τη βεβαιώσει πως ποτέ του δεν την ξέχασε. Πως αμέτρητες είναι οι φορές που ονειροπολούσε έχοντάς την συντροφιά και πως την ένιωθε συνέχεια ολοζώντανη εμπρός του να τον κοιτάει με εκείνο το αινιγματικό της βλέμμα, που τόσο τον συνετάραζε. Όμως διστάζει. Ερωτόλογα στην ηλικία μας; διερωτάται. Φοβάται το «γελοίο». Πρέπει να βρει κάτι απλό, τυπικό, αθώο… Προσπαθεί, μα δεν μπορεί να σταυρώσει λέξη και η κόλλα παραμένει λευκή στο τραπέζι του θλιβερού καφενείου. Δαγκώνει αμήχανα το στιλό του και η ώρα περνά. Έπρεπε να ήταν ήδη σπίτι του. Έπεσε και το τηλεφώνημα της γυναίκας του κι άντε να βρεις δικαιολογίες που άργησες. Σημείωσε λοιπόν εν τάχει με ορνιθοσκαλίσματα μερικές ασυναρτησίες και πήγε να το ταχυδρομήσει. Θυμήθηκε πως φιλούσε τον φάκελο τότε που ήταν μαθητής και αλληλογραφούσε με την Τζένη. Χαμογέλασε. Σκέψου να το επαναλάβει τώρα, να τον δουν οι περαστικοί, να καγχάσουν που φιλάει τον φάκελο ο ραμόλας. Έφτασε στο ταχυδρομείο. Σήμερα όμως έτυχε να απεργούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και είχανε κατεβασμένα τα ρολά. Τόμπολα!
– Και τώρα κυρ Παύλο, τι κάνεις; αναρωτήθηκε ξεφυσώντας. Να το πάρει μαζί του σπίτι αποκλείεται. Κοίταξε με θλίψη τον φάκελο και τον κράτησε για λίγο τρυφερά στο χέρι του, σαν να έσφιγγε νοερά το δικό της σ’ ένα στερνό αντίο. Και ύστερα, μαζί με τη διεύθυνσή της, τον έκανε χίλια κομμάτια και τον πέταξε στο καλάθι του δήμου…
Η Θάλεια φυσικά περίμενε με ανυπομονησία. Θυμόταν το στιχάκι: «Επιστολήν δεν έλαβες, αλλά θα λάβεις μίαν…». Το ψιθυρίζει τώρα και θαρρείς πως της γλυκαίνει την προσμονή.
Οι μέρες όμως περνούσαν και γράμμα δεν ερχόταν. Στην αρχή υπέθεσε πως μπορεί να ήταν άρρωστος.
Ίσως και να πέθανε και γι’ αυτό δεν της έγραψε. Το απέκλεισε. Ό,τι κι αν συνέβη, θα την ειδοποιούσε ο Θωμάς. Τελικά απογοητεύθηκε. Αισθάνθηκε ένα τεράστιο «γιατί;» να της μαυρίζει την καρδιά. Το σούρουπο τη γέμιζε μελαγχολία. Στο τέλος έδωσε την εξήγηση σαν φάρμακο στον ξαναπληγωμένο της εγωισμό, λέγοντας: «Πάντα τέτοιος ήτανε». Πάντα! Άρχισε τις αναδρομές στο παρελθόν τους. Σάμπως δεν του έδειχνε συνέχεια με τον τρόπο της ότι την ενδιέφερε; Δεν επιζητούσε τη συντροφιά του; Τι θα έπρεπε να κάνει δηλαδή; Να πάρει καμιά ντουντούκα και να φωνάζει: «Ξύπνα, ρεεε. Σ’ αγαπάω…» Ποτέ! Αυτός έπρεπε ν’ αναλάβει την πρωτοβουλία. Αλλά εκείνος τα ζώα μου αργά… Η αλήθεια είναι πως της έδειχνε κι αυτός αδυναμία. Ως εκεί όμως. Τον Ρουβίκωνα δεν έλεγε να τον διαβεί. Να ανοίξει τα χαρτιά του. Τι φοβόταν; Η μάνα της τη συμβούλευε.
«Παράτα τα αισθήματα, γιατί οι άντρες δεν χαμπαρίζουν από τέτοια. Μπορείς να τον κάνεις σκυλάκι σου; Μπράβο σου. Μπορείς να τον βάλεις στο βρακί σου; Μπράβο σου και άφεριμ! Δεν μπορείς; Τράβα και ρίξε τα δίχτυα σου αλλού»! Εκείνη καμωνόταν πως δεν καταλάβαινε. Θυμάται μια χειμωνιάτικη μέρα που περπάταγαν μαζί στο Σύνταγμα όταν τους έπιασε η ξαφνική χιονοθύελλα. Πυκνό έπεφτε το χιόνι κι οι διαβάτες τρέχαν κάπου να προστατευθούν. Συρρικνώθηκε όλο της το σώμα, έγινε σαν μικρή μπαλίτσα και… κούρνιασε ζητώντας καταφύγιο στην αγκαλιά του. Κι όπως το μπερεδάκι της άσπρισε απ’ τις νιφάδες που κόλλησαν επάνω του, φαντάστηκε τον εαυτό της νυφούλα και να φεύγουν έτσι αγκαλιασμένοι από την εκκλησιά, ενώ θα τους ραίναν με ρύζι και ροδοπέταλα… Πήγανε -θυμάται- στο «tea room» του Ζαβορίτη, για να χουχουλιάσουν στη ζεστή και επιβλητική αίθουσα με τους βελούδινους καναπέδες. Κι εκεί που πίστεψε πως με το αυθόρμητό του αγκάλιασμα έγινε η αρχή, πως το χιόνι έσπασε τον… πάγο, πως θα της έλεγε επιτέλους αυτό που καρτερούσε, συνέλαβε με την άκρη του ματιού τον ερίφη να κάνει κόζι με μιαν εγγλέζα ξυλόκοτα. Και δεν τον έστειλε στο διάολο… Τα θυμάται τώρα και γίνεται θηρίο. Μα τόσο ζώον ήτανε; Ήρθαν στο μυαλό της και εκείνες οι απόκριες που πήγανε να γλεντίσουν. Η «Μπλε Αλεπού» ήταν γεμάτη. Το ίδιο και το «Chez nous». Κατέληξαν στο Φάληρο στο «Τροκαντερό» και γίνανε ρεζίλι των σκυλιών με το πράσινο παπιγιόν που κοτσάρισε. Έπαιζε μπούκι μπούκι η ορχήστρα και μέσα στην οχλαγωγία, δεν άκουσε τον μετρ να λέει στον σερβιτόρο πως τα… «εσκαλόπια» πάνε στον… παπιγιονάκια. Ευτυχώς, γιατί αν τον άκουγε… αίμα και άμμος θα γινόντουσαν εκεί μέσα.
Είχε φορέσει τότε τη μακριά τουαλέτα της μαμάς, μοντέλο της «Στάντζου». Ήταν ένα χλιδάτο φόρεμα από μουαρέ, στολισμένο με πούλιες και φίνες δαντέλες. Μακιγιαρίστηκε και παρφουμαρίστηκε με «Nuits de Paris». Έβαλε το διάδημα με τα διαμαντάκια στο κεφάλι και το ταίρι του, το μενταγιόν, στον λαιμό, κληρονομιά από τη γιαγιά της. Έλαμπε ολόκληρη. Βασίλισσα της βραδιάς ήτανε και φυσικά καμάρωνε που την τρώγαν με τα μάτια…
-Όχι, δεν με πείραξε που δεν φτάσαν τα λεφτά για ταξί και γυρίσαμε με το λεωφορείο, θυμήθηκε. Εκείνο που με πείραξε ήταν πως όταν φτάσαμε σπίτι μου, εγώ ήμουνα φτιαγμένη. Στο τσακίρ κέφι που λένε. Είπα στον εαυτό μου: Θάλεια, πάρε την κατάσταση στα χέρια σου. Έφερα τα χείλη μου κοντά στα δικά του κι αυτός αντί να μ’ αρπάξει, να με φιλήσει, να με βάλει κάτω που λέει ο λόγος, με μύρισε και με… διαβεβαίωσε πως δεν μυρίζω… κρασίλας! Ναι. Τόσο βλάκας ήτανε. Και ήμουνα κουκλάρα, αναστέναξε. Το κουβέντιασε με τις φίλες της. «Βρε, μπας και είναι τοιούτος;» της είπαν. «Σ’ εμάς, με την πρώτη κουβέντα που θα πούμε σε κάποιον, θ’ απλώσει τα ξερά του κι όπου αρπάξει. Άσχετα αν παίρνουμε όσκαρ ηθοποιίας όταν υποκρινόμαστε πως θυμώσαμε». Η Θάλεια το απέκλειε. Μόνο μαζί της ήταν σεμνός και μη μου άπτου. Την έβλεπε σαν αερικό, σαν ένα όνειρο που φοβόταν μην ξυπνήσει και το χάσει. Πηγαίνανε βόλτα στο Ζάππειο σαν όλα τα ζευγαράκια. Περπάταγαν υπό το σεληνόφως σε… απόσταση ασφαλείας και κατέληγαν πολλές φορές στο βαριετέ τα «Πεύκα». Ξεκαρδίζονταν με την παρλάτα του Γιώργου Οικονομίδη: «Δεν ήταν να ‘σουνα λιγάκι στραβοκάνα… ν’ αλληθωρίζουν τα ματάκια σου τα πλάνα…».
Έπαιζε η ορχήστρα του Τάκη Μωράκη και τραγουδούσε η Ιωάννα Άλβα το μεγάλο της σουξέ «Έλα να σε μάθω ν’ αγαπάς». Χαμός γινόταν στην πλατεία, αλλά για εκείνον πέρα βρέχει…
Ποτέ δεν κατάλαβε πώς πάψανε να βλέπονται. Ίσως όταν έμαθε για την κοπελιά που παραλίγο να μείνει έγκυος και τον κυνηγούσαν να τον σφάξουν τ’ αδέλφια της. Της φέρναν τα μαντάτα οι φιλενάδες της. Τον είδαν -λέει- με κάτι άτσαλες καρακαηδόνες σε απρόσιτα λημέρια και την έπιανε το παράπονο. Ένιωθε περιφρονημένη και ας της έπεφτε λίγος… Δεν ξαναντάμωσαν από τότε.
Ύστερα βρέθηκε στον δρόμο της ο Γιάννης ο Καναδός. Της έκανε εξήγηση στα ίσια:
«Ξέρω πως αγάπαγες έναν μάπα, αλλά δεν με νοιάζει. Σε θέλω για γυναίκα μου. Αν νιώσω πως με αγάπησες, θα γίνω ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη». Παντρεύτηκαν. Εγκαταστάθηκαν στο Τορόντο και η Θάλεια έγινε… Ταλάια. Του μαγείρευε ελληνικά, έκανε εράνους για την εκκλησία και η ζωή κυλούσε ήσυχη. Παιδιά δεν κάνανε, αν και τόσο πολύ τα θέλανε. Πότε πότε στα όνειρά της έβλεπε την Αθήνα. Να τρώνε ντόνερ στα «Αμπελάκια» ή να πίνουνε μπιρίτσες στο «Χάρι’ς Μπαρ» στη στοά Δραγατσανίου, ακούγοντας στο τζουκμπόξ το «Kiss of fire».
Πέρασαν χρόνια. Ήρθαν κάτι πατριωτάκια από την Ελλάδα. Οργάνωσαν τσιμπούσι. Ο Γιάννης, ο άντρας της, πρωτοστάτησε. Έφαγε εκείνο το βράδυ τον περίδρομο, έριξε τις στροφές του και ήπιε τον αγλέουρα. Το πρωί δεν ξύπνησε. Τα τσίτωσε τη νύχτα. Έτσι η Θάλεια ήρθε για να ρυθμίσει κάτι κληρονομικά. Συναντήθηκε τυχαία με τον Θωμά στο Ειρηνοδικείο. Η πρώτη της ερώτηση ήταν: «Ζει εκείνο το κωθώνι;». Ύστερα άρχισε την ανάκριση: «Και δεν μου λες, το τσόλι παντρεύτηκε;». Ο Θωμάς κούνησε καταφατικά το κεφάλι: «Του ‘βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Να τον λυπάσαι είναι», αποκρίθηκε θλιμμένα.
«Πάντα για λύπηση ήτανε», απάντησε η Θάλεια. Έδωσε τη σύστασή της λέγοντας: «Πες του πως θα χαρώ πάρα πολύ να πάρω γράμμα του. Θα περιμένω»!
Η μοίρα θέλησε να μην ανταλλάξουνε αγάπης λόγια ποτέ. Ούτε καν με αλληλογραφία στα γεράματα…


Σχολιάστε εδώ