Η ανεργία έπρεπε να ήταν σήμερα 5%!
Παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι κατά την τελευταία δεκαετία ήταν, κατά μέσο ετήσιο όρο, πάνω από το 4% (για την ακρίβεια 4,1%), η αποκλιμάκωση της ανεργίας στη χώρα μας την ίδια περίοδο ήταν βραδεία. Ήδη, όπως ανακοινώθηκε από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), σήμερα το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 8% και είναι μειωμένο μόνο κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα σε σχέση με το αντίστοιχο επίπεδο του 1997. Η εξέλιξη αυτή στο μέτωπο της ανεργίας διαψεύδει την αισιοδοξία που εξέφραζαν όλη αυτήν περίοδο οι εκάστοτε πρωθυπουργοί και υπουργοί για αύξηση των νέων θέσεων εργασίας και μείωση της ανεργίας επικαλούμενοι συχνά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, η εξέλιξη των στοιχείων για τις μεταβολές στο εργατικό δυναμικό, την απασχόληση, την ανεργία και το ΑΕΠ καταδεικνύουν ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που επετεύχθησαν κυρίως μετά το 1997 στη χώρα μας ήταν σχεδόν «κούφιοι» και «κουφοί» από την άποψη της συμβολής τους στη μείωση της ανεργίας, αλλά και του κινδύνου της φτώχειας.
Εκτιμάται ότι κάθε πρόσθετη μονάδα αύξησης του ΑΕΠ περιορίζει τον ρυθμό ανεργίας κατά το ένα πέμπτο ή κατά 0,20 της μονάδας. Αν, συνεπώς, οι ρυθμοί ανάπτυξης στη χώρα μας ήταν πραγματικοί, αν δηλαδή οφείλονταν σε πραγματική και όχι ευκαιριακή οικονομική δραστηριότητα (κοινοτικοί πόροι, ολυμπιακά έργα, υψηλή κατανάλωση κ.λπ.) και διαχέονταν σε όλη την οικονομία και την κοινωνία, τότε θα αυξανόταν αναλογικά και η απασχόληση. Διότι, αν η ελληνική οικονομία και η πραγματικότητα υπάκουαν στους οικονομετρικούς αυτούς υπολογισμούς, τότε θα έπρεπε η ανεργία, μετά το 1997, να είχε συρρικνωθεί στην καλύτερη περίπτωση κατά τρεις πρόσθετες μονάδες. Δηλαδή, θα έπρεπε η ανεργία να βρισκόταν σήμερα στα επίπεδα του 5%!
Είναι μελαγχολική η διαπίστωση ότι σε όλη σχεδόν την περίοδο μετά το 1997, κατά την οποία η χώρα μας παρουσίαζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όχι μόνο δεν μειωνόταν, αλλά αυξανόταν παράλληλα και η ανεργία! Αναφέρουμε, συγκεκριμένα, ότι κατά την περίοδο 1997 – 2001, κατά την οποία οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ έφτασαν έως το 4,5% (το 2000), η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 9,6% το 1997 στο 12,1% το 1999 και, εν πάση περιπτώσει, διαμορφωνόταν σε επίπεδα πάνω από 10%. Δηλαδή, διαμορφωνόταν σε επίπεδα πάνω από το 1997, όταν το ΑΕΠ αυξανόταν με υψηλούς ρυθμούς! Αν λειτουργούσαν κανονικά οι οικονομικοί νόμοι στη χώρα μας και αν δεν υπήρχαν οι γνωστές στρεβλώσεις και διαρθρωτικές αγκυλώσεις, θα έπρεπε η ανεργία στη χώρα μας από το 1997 έως το 2001 να είχε μειωθεί, με βάση τον παραπάνω υπολογισμό, κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα. Δηλαδή, έπρεπε το 2001 να είχε διαμορφωθεί στο 8%. Κι όμως, την ίδια περίοδο η ανεργία όχι μόνο δεν μειώθηκε κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα, αλλά αυξήθηκε κιόλας κατά το ίδιο ποσοστό. Μόνο μετά το 2004 άρχισε να επιβεβαιώνεται, κατά κάποιον τρόπο, ο παραπάνω οικονομετρικός υπολογισμός, ότι δηλαδή μια σημαντική αύξηση του ΑΕΠ πρέπει να συνεπάγεται και σχετική μείωση της ανεργίας. Πράγματι, την περίοδο μετά το 2004, όταν πάλι οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν υψηλοί, η ανεργία συρρικνώθηκε από 11,3% στο 8% σήμερα.