Μια φορά και έναν καιρό

Ένα τηλεφώνημα στη γιορτή τους, με την υπόσχεση ν’ ανταμώσουνε κανένα βράδυ, να πάνε σαν τότε σε μια ταπεινή ταβερνούλα. Μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε ποτέ. Πιο συχνά, συναντιόνταν σε μνημόσυνα κοινών γνωστών…

– Σε ήθελα, του είπε ο Θωμάς. Ξέρεις ποια συνάντησα; Τη Θάλεια! Θυμάσαι τη Θάλεια;

Ένα τράνταγμα ένιωσε στο όνομά της ο Παύλος, καθώς ήρθε στα μάτια του εκείνη η λυγερόκορμη κοπέλα με τα κατάμαυρα μαλλιά, που την αγαπούσε με ένα κρυφό αίσθημα, και που μόνο με υπαινιγμούς εκδηλωνόταν, επειδή φοβόταν μπας το στραβοπάρει, μήπως θυμώσει, μήπως σηκωθεί και φύγει. Δεν ήθελε να την χάσει. Σαν εικόνισμα την είχε και της φερόταν σαν να μην ήτανε πλάσμα ανθρώπινο, αλλά μια απρόσιτη θεά… Ο Παύλος δαγκώθηκε. Και φυσικά την θυμόταν. Ρώτησε: – Τη Θάλεια; Αλήθεια ζει; Ο πάντα κυνικός Θωμάς αμόλησε το δηλητήριό του λέγοντας ψυχρά: – Το ίδιο ρώτησε κι αυτή για σένα.

Πιάστηκαν αγκαζέ και τράβηξαν να καθίσουν στη «Στοά του βιβλίου» για να πούνε τα καθέκαστα -Τη Θάλεια την είδα τυχαία στο ειρηνοδικείο, είπε ο Θωμάς. Ζει μονίμως στον Καναδά και είναι χήρα. Εδώ έκανε μια μικρή διακοπή στην αφήγησή του και είπε πικρόχολα:- Σκέψου να την είχες παντρευτεί… Μπορεί να είχε «φυτέψει» εσένα! Γέλασε με το μαύρο χιούμορ του και συνέχισε: Ήρθε στην Ελλάδα να τακτοποιήσει κάτι κληρονομικά, και με ρώτησε για σένα. Πρώτα ρώτησε όπως κι εσύ: Αν ζεις, εάν βλεπόμαστε, κι αν στέκεσαι ακόμα στα πόδια σου… Κι’ ύστερα μου σημείωσε την αντρέσα της στο Τορόντο, και μου είπε να στη δώσω και αν θέλεις, γράψε της. Θα χαρεί πολύ. Άρχισε να ψάχνεται για να βρει το χαρτί με τη διεύθυνση, ενώ ο Παύλος έμενε σκεφτικός. Μετά, σαν να φοβότανε μήπως ακούσει κάτι που δεν ήθελε, ψέλλισε: – Κρατιέται; Εκείνα τα ολόμαυρα μαλλιά που πέφτανε σαν καταρράκτης στους ώμους της υπάρχουν;

– Γιατί; Ξέρεις εσύ καμιά που δεν κρατιέται; Όσο για τα κορακίσια μαλλιά της, που ακόμα, ηλίθιε, θυμάσαι, Όχι! Δεν υπάρχουν. Τα ‘χει κόψει κοντά και τα ‘βαψε ξανθά. Μοιάζουνε με περούκα… Έδωσε τη διεύθυνση, και φεύγοντας, έριξε το πάρθιο βέλος του:- Σίγουρα είναι περούκα… Ο Παύλος έμεινε ακούνητος. Ναι! Θα της έγραφε. Εδώ και τώρα. Κι’ ύστερα θα έσκιζε το χαρτί με τη διεύθυνση, μην το βρει η γυναίκα του κι έχει γεροντοζήλιες και κρεβατομουρμούρες, που είναι η σπεσιαλιτέ της. Όμως πού θα του απαντούσε εκείνη; Σπίτι του; Απαπαπά. Στο «poste restante» σκέφτηκε. Όπως τότε που ήταν μαθητής της πέμπτης γυμνασίου και έτσι αλληλογραφούσε με την κόρη του γυμνασιάρχη. Μέχρι που πέσανε τα γράμματα στα χέρια των δικών της, κι η μεν κόρη έφαγε το ξύλο της χρονιάς της, εκείνον δε, για να μη τον αποβάλουν από το σχολείο και γίνει σούσουρο, τον έγραψαν σε ιδιωτικό κολέγιο, ξεπουλώντας ένα χωραφάκι στην Εκάλη.

– Παλιμπαιδισμός… του ψιθύρισε ο διάολος στο αυτί του. Αδιαφόρησε και τον έστειλε στο… διάολο! Αγόρασε χαρτί αλληλογραφίας, και γεμάτος εγκαρδιότητα, άρχισε να γράφει όσο πιο καλλιγραφικά επέτρεπε το χέρι του, που έτρεμε, δυστυχώς όχι μόνον από τη συγκίνηση.

Αγαπητή μου Θάλεια,

Από τον Θωμά έμαθα πως είσαι καλά και πεντάμορφη σαν πάντα… Σταμάτησε. Όχι κολακείες σκέφτηκε, μπορεί να το πάρει και για ειρωνεία. Τσαλάκωσε το χαρτί και πήρε άλλο.

Αγαπητή μου Θάλεια, Από τον Θωμά έμαθα πως είσαι καλά, πως ζεις στο Τορόντο, πως είσαι χήρα, και χάρηκα πολύ… Ξανασταμάτησε. – «Χάρηκα πολύ που είσαι χήρα»; Πω πω, Θεέ μου, τι γκάφα! Άσε που αυτό το «χάρηκα που είσαι χήρα» μπορεί να το πάρει με το γυναικείο της μυαλό και αλλιώς. Έσκισε την κόλλα και ξανάρχισε: Αγαπητή μου Θάλεια,

Από τον Θωμά έμαθα τα δικά σου και χάρηκα πάρα πολύ που είσαι καλά και με θυμάσαι, όπως κι εγώ σε θυμάμαι, Θάλειά μου… Σταμάτησε πάλιν. Αυτό το «Μου» δεν μ’ αρέσει. Βρε που να πάρει, μονολόγησε. Φαίνεται πως μέσα εδώ, οι τόσοι τόνοι βιβλίων τριγύρω επιδρούν στον εγκέφαλό μου λες και όλοι αυτοί οι γραφιάδες τους γίνανε κριτικοί, και φρενάρουνε ασύστολα τη σκέψη μου, εμποδίζοντάς με να της γράψω. Και θέλω να της γράψω τόσα πολλά… Σίγουρα φταίει ο χώρος, συνεπέρανε. Είναι τελείως ακατάλληλος για ευαισθησίες και συναισθηματισμούς. Μάζεψε τα χαρτιά του και ξεκίνησε γι’ αλλού. Βρήκε σε μια στοά ένα μικρό καφενεδάκι που μύριζε μούχλα, έκατσε στο ένα από τα δυο τραπέζια, και άπλωσε τον όγκο των χαρτιών του. Παρήγγειλε έναν «σκέτον βραστόν» λόγω σακχάρου, ήπιε δυο γουλιές νερό και άρχισε το γράψιμο. Ο καφετζής όμως δεν τον πήρε με καλό μάτι. Παρακολουθούσε αθέατος πίσω από τον πάγκο κάθε του κίνηση. – Κάτι ύποπτο συμβαίνει με δαύτον, μουρμούρισε. Για γραφείο του το πέρασε εδώ; Και τι γράφει; Τη διαθήκη του ή θ’ αυτοκτονήσει κι αφήνει αποχαιρετιστήρια επιστολή; Και τι θ’ απαντήσω εγώ στα κανάλια που θα πλακώσουν, και θα με ρωτάνε τα φυντανάκια αν τον υποπτεύθηκα. Κι αν πω «ναι» θα με κατηγορήσουν σαν ηθικό αυτουργό που δεν φώναξα την αστυνομία, κι αν πάλιν πω «όχι» θα είμαι ένας βλάκας που δεν είδα αυτό που ήτανε φως φανάρι. Πήγε και κάθισε στη καρέκλα δίπλα του. Έριξε λοξές ματιές στο γραφτό και ρώτησε πονηρά στον ενικό: -Συγγραφέας είσαι για δημοσιογράφος; Ο Παύλος δεν απάντησε. Πλήρωσε και πήγε αλλού. Άντε πάλιν απ’ την αρχή: – Αγαπητή μου Θάλεια…

Στο μυαλό του τώρα τρέχανε εικόνες από τις αξέχαστες εκείνες μέρες που ήτανε μαζί. Θυμόταν μια χιονοθύελλα στη πλατεία Συντάγματος που την κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του, τάχατες για να τη προστατεύσει, και καθώς πέφταν οι νιφάδες, κάνανε λευκό το μπερεδάκι της και τότε την ονειρεύθηκε προς στιγμήν νυφούλα στο πλευρό του. Κι όπως βάδιζαν σκυφτοί κι όλο γελούσαν πέσαν επάνω στο γκαρσόνι του Ζαχαράτου… Θα της θύμιζε και τα πατινάζ που κάνανε στην «Αίγλη» του Ζαππείου τον χειμώνα που δεν λειτουργούσε ο σινεμάς, και πλάκωναν οι Αθηναίοι συν «γυναιξί και τέκνοις» και ρολάραν επάνω στο τσιμέντο. Θα τη ρωτούσε κατόπιν αν θυμόταν εκείνον τον αποκριάτικο χορό που φόρεσε τη μακριά τουαλέτα τής μαμάς της και έλαμπε. Και που γιά πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του εκείνος κοτσάρισε ένα πράσινο «παπιγιόν». Είχανε πάει στο Φάληρο, στο φημισμένο κέντρο το «Τροκαντερό». Φάγανε, ήπιανε, χορέψανε ρούμπα, αγκαλιάστηκαν στις φιγούρες του ταγκό. Έπαιζε γεμάτη πάθος η ορχήστρα του Αλέκου Κανελλίδη το «Media Luz», κι ήτανε τόσο ευτυχισμένος! Αλλά λεφτά για ταξί δεν περίσσεψαν, κι επιστρέψανε με το κίτρινο λεωφορείο της Πάουερ. Θυμόταν και το γουρούνι τον εισπράκτορα που φώναζε «ο κύριος με τη προπέλα να προχωρήσει στον διάδρομο». Άκου προπέλα το παπιγιονάκι του, που αγόρασε ένα κάρο λεφτά απ’ του Δραγώνα. Θα της έγραφε και για την εκδρομή που κάνανε στον Άγιο Ανδρέα, και θα της ζητούσε συγγνώμην τόσα χρόνια μετά για ένα ατόπημά του. Είχε πάει εκείνη πίσω από τα σκίνα να φορέσει το μαγιό της, και εκείνος χωρίς να το θέλει, την είδε ολόγυμνη. Θα της το ομολογούσε τώρα, επειδή εκείνη δεν το είχε πάρει πρέφα (έτσι νόμιζε..) Θα της έγραφε για τις βόλτες που κάνανε στο κέντρο, στην οδό Σταδίου, χαζεύοντας τις βιτρίνες του Αγαλιώτη, του «Άκρον», της «Διακοσμητικής», του «Ντέρου». Και για τις παστίλιες «φιάμπολη» ή «αλτέα» που τις αγόραζε από το φαρμακείο Μαυρίκου για να μη μυρίζει τσιγαρίλες. Κάπνιζε τότε στη ζούλα, τα γυναικεία τσιγάρα «EVES». Μετά θα τη ρωτούσε: – Καπνίζεις ακόμη; Εμένα μου το κόψανε. Καταλαβαίνεις… Ύστερα στο μυαλό του ζωντάνεψε το τραπέζι των γενεθλίων της στον Γεροφοίνικα που τότε λεγόταν «Ο κήπος του Αλλάχ»… Στην Πινδάρου. Θα της έγραφε και για τη γραβάτα την αγορασμένη από το «Bon ton» που του δώρισε στη γιορτή του. Σαν κειμήλιο την εφύλαγε, αλλά χάθηκε. Το «πώς χάθηκε» δεν το κατάλαβε ποτέ. Βρήκε τον οίστρο του κι εκεί πού ήταν έτοιμος να της εξομολογηθεί τώρα, αφού τότε είχε κιοτέψει, το πόσο πολύ την αγαπούσε… χτύπησε το κινητό του. Ήταν η γυναίκα του. Νευριασμένη που αργεί να γυρίσει. Του υπενθύμισε πως το βράδυ έχουνε να πάνε να συλλυπηθούν τους Πολυχρόνηδες…


Σχολιάστε εδώ