Κεντροαριστερή εξουσία: Αυταπάτες και προσχήματα

Έδωσε, έστω και προσχηματικά, «περιεχόμενο» στη συμβολοποιημένη υπό τον τίτλο «μεταρρυθμίσεις» πολιτική της στρατηγική και αναδείχθηκε σε αξιόπιστο «χειριστή» ενός, όντως, κρίσιμου εθνικού θέματος.

Μέσα από αυτήν την αλληλουχία περιόδων στασιμότητας και κρίσης τις οποίες διαδέχονται πρωτοβουλίες και προσπάθειες διαχείρισης του συστήματος, αναπαράγεται η «κεντροδεξιά ηγεμονία». Το γεγονός ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί μια συγκροτημένη εναλλακτική λύση με σαφείς κοινωνικοοικονομικούς στόχους και πολιτικο-ιδεολογικούς όρους που θα διαμορφώσουν προοπτικά έναν νέο ορίζονται «ζωής και σκέψης» επιτρέπει στη Νέα Δημοκρατία να λειτουργεί ως «νόμιμος» φορέας των ιδεών και των πρακτικών της αγοράς χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση.

Η πραγματική κρίση της Νέας Δημοκρατίας, των πολιτικών της διακυβέρνησης, βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές αυτές πλήττουν τα «χαμηλότερα» κοινωνικά στρώματα και ένα τμήμα των αποκαλούμενων «μεσαίων» στρωμάτων. Όσο όμως η κοινωνική διαμαρτυρία και αντίθεση δεν μπορεί να εκφραστεί και να «συμπυκνωθεί» σε μια συγκροτημένη εναλλακτική στρατηγική και να «σηματοδοτηθεί» από μια δέσμη κοινωνικών αξιών, θα παραμένει τελματωμένη στο επίπεδο της διαμαρτυρίας.

Ποια μπορεί να είναι αυτή η εναλλακτική λύση; Κάποιοι, είτε τρεφόμενοι με αυταπάτες είτε αναζητούντες προσχήματα, αντικαθιστούν το ουσιώδες περιεχόμενο μιας εναλλακτικής στρατηγικής με τα κομματικά ποσοστά των σφυγμομετρήσεων, το άθροισμα των οποίων «διασφαλίζει» κατ’ αυτούς μια κυβερνητική πλειοψηφία…

Ένα τμήμα της κοινωνικής – εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ απογοητευμένο από τις ήττες, την παρατεταμένη καθήλωση, την αίσθηση ότι οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του Κινήματος δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν, θεωρεί ως μόνη «λύση σωτηρίας, για να φύγει η Δεξιά», τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Τη στάση αυτή προσπαθούν να τη «νομιμοποιήσουν» και να τη διευρύνουν κάποια από τα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τα οποία εκτιμούν, «υπόρρητα», ότι η αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ αποτελεί ανέφικτο πρακτικά στόχο, ώστε η μόνη δυνατότητα που απομένει για να επανακαταλάβουν υπουργικούς θώκους είναι η συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, με όποιους συμβιβασμούς και παραχωρήσεις συνεπάγεται αυτού του τύπου η συνεργασία.

Εμπρός λοιπόν για τη νέα Κεντροαριστερά!

Ορισμένοι μάλιστα επικαλούνται και αποτελέσματα δημοσκοπήσεων για να στηρίξουν το αίτημα περί πολυκομματικών κυβερνήσεων που διατυπώνεται ως κριτική και απόρριψη του δικομματισμού και των μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Εδώ πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Γιατί η κρίση διακυβέρνησης δεν οφείλεται (μόνο) στη μορφή της εξουσίας, αλλά στο περιεχόμενό της. Η μονοκομματική κυβέρνηση αποτυγχάνει όχι ως πολιτικό «σχήμα», αλλά γιατί ενσωματώνεται και η ίδια, μέσω των επιλογών της, στις «αποφάσεις» των μηχανισμών της αγοράς, γι’ αυτό και είναι ανίκανη να προβεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος της κοινωνίας.

Τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι μια κυβέρνηση συνεργασίας, με τις σημερινές συνθήκες, μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και να διανοίξει προοπτικές. Ιδιαίτερα στον αποκαλούμενο χώρο της Κεντροαριστεράς, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονται από αμορφία και σύγχυση ταυτότητας. Όπως μάλιστα διαπιστώνεται από σοβαρές έρευνες, η Νέα Δημοκρατία αλλά και το ΚΚΕ έχουν τις ισχυρότερα συγκροτημένες «ταυτότητες» στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Γεγονός που συνεπάγεται ότι σε περιόδους έντασης, όπου τίθενται τα κεντρικά διλήμματα της εξουσίας, μπορούν να εμπνέουν τα κόμματα αυτά μεγαλύτερη ασφάλεια.

Αυτή η «αμορφία» ταυτότητας επιτρέπει τη «διόγκωση» του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η αύξηση των -εμφανιζόμενων στις σφυγμομετρήσεις- ποσοστών του μπορεί να αποτελεί και βασική πηγή των προβλημάτων, αφού η συσσώρευση ετερογενών και αντιφατικών προσδοκιών οξύνει το πρόβλημα της ταυτότητας και εντείνει το πεδίο των εσωτερικών αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι στο πολιτικο-ιδεολογικό του «οπλοστάσιο» αλλά και στο στελεχικό του δυναμικό, συναθροίζει απόψεις που εκτείνονται σ’ ένα φάσμα που εκκινεί από αριστερίστικες/παλαιομαρξιστικές αντιλήψεις και εξικνούται μέχρι του πυρήνα των «εκσυγχρονιστών» τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας (π.χ. περίπτωση του σχολικού βιβλίου της Ιστορίας).

Η απάρνηση του παραδοσιακού προλεταριακού διεθνισμού έχει οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην υιοθέτηση ενός μεταμοντέρνου κοσμοπολίτικου διεθνισμού, που βρίσκεται εγγύτατα των θέσεων της «νέας τάξης». Βασικό σημείο «συνάντησης» αποτελεί ο αντιεθνισμός, η απόρριψη των εθνικών ταυτοτήτων, η διάλυση των κοινωνικών ενοτήτων σε ατομικότητες, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω των δικτύων της παγκοσμιοποίησης και των αφηρημένων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» που αντικαθιστούν, σύμφωνα με τις λογικές αυτές, τις συλλογικότητες.

Αυτές οι αντιλήψεις, οι πολιτικές θέσεις, οι ιδεολογικές αρχές είναι πολύ σημαντικές όταν αναφερόμαστε σε κοινά προγράμματα, σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

Το ΠΑΣΟΚ και ιδιαίτερα η ηγεσία του θα πρέπει να διακρίνει τις στρατηγικού τύπου αποκλίσεις που χωρίζουν την ιστορική διαδρομή του Κινήματος από παρόμοιου τύπου αντιλήψεις. Να αντιληφθεί επίσης ότι απόψεις που προωθούν συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ διευκολύνουν στην πράξη τη διαρροή ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τον χώρο αυτόν, με την προσδοκία της «μελλοντικής σύμπραξης»…

Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ θα είναι έντονος στο επόμενο διάστημα για την ηγεμονία στον χώρο της Κεντροαριστεράς, αλλά και για τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να προβάλει πειστικά μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση. Κάθε πρόταση για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ μειώνει τόσο την αξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ όσο και την προοπτική του να αποτελεί κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σύστημα.

Όσοι έχουν την ευθύνη, αλλά και τη συνείδηση της ευθύνης αυτής για την πορεία του τόπου, ας χαράξουν μια σταθερή γραμμή κι ας πάψουν να «πατούν» στις δύο βάρκες: της «αυτοδυναμίας» και της «συνεργασίας», γιατί τελικά θα βρεθούν στο «νερό»…


Σχολιάστε εδώ