Η στάση των Μ. Δυνάμεων στη μάχη για τα Βαλκάνια και η θέση της Ελλάδος
Π ράγματι, η εμπλοκή των Αμερικανών στα Βαλκάνια, και συγκεκριμένα στην Αλβανία, στο Κοσσυφοπέδιο και στα Σκόπια, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής που αποσκοπεί στον έλεγχο της Ευρώπης και της Ασίας. Ο έλεγχος της Ευρασίας αποτελεί πάγιο γεωπολιτικό στόχο των ΗΠΑ, για τον οποίο έχει χυθεί πολύ αμερικανικό αίμα από το 1940 και μετά.
Στην Ευρώπη, η σχετικά πρόσφατη γιουγκοσλαβική κρίση και η προφανής αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιλύσει την κρίση που ξέσπασε στο υπογάστριό της, έδωσε την ανέλπιστη ευκαιρία – δώρο στους Αμερικανούς να ανανεώσουν και να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη. Παράλληλα έδωσαν και νέο ρόλο στο ΝΑΤΟ, το οποίο με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης θεωρητικά είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του. Τον ρόλο δηλαδή του «παγκόσμιου αστυνόμου» που επεμβαίνει για να σώσει τους, κατά τη γνώμη του, «αναξιοπαθούντες»…
Η στάση των Αμερικανών στα Βαλκάνια επιβεβαιώνει μια ουσιαστική αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αφού η θεωρία περί μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις ανεξαρτήτων κρατών μετετράπη στη θεωρία της προάσπισης, με δυναμικά μέσα, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων.
Στα Βαλκάνια, η αμερικανική παρουσία εισέρχεται σε έναν χώρο που παραδοσιακά ανήκε στη «ζώνη ευθύνης» και επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, αφού, συν τοις άλλοις, οι σλαβικοί πληθυσμοί θεωρούνται συγγενείς με τους Ρώσους. Είναι γνωστός εξάλλου στις Διεθνείς Σχέσεις ο διαχρονικός ρωσικός στρατηγικός στόχος της εξόδου προς «τας Θερμάς Θαλάσσας», υπονοώντας δηλαδή την έξοδο στο Αιγαίο μέσα από τα Βαλκάνια, γεγονός που η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ προσπάθησαν και επέτυχαν να εμποδίσουν. Επίσης, ο έλεγχος των Βαλκανίων, ως εναλλακτικής ενεργειακής πύλης της Δύσης, αποτελεί μείζονα πρόκληση, αφού η Ρωσία ως κύριος παραγωγός και προμηθευτής ενέργειας ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ασφαλή μεταφορά της ενέργειας στη Δύση.
Μάλιστα, η ολοένα αυξανόμενη οικονομική και πολιτική επιρροή της Ρωσίας στα γειτονικά κράτη και ο σημαντικός ρόλος της στο ενεργειακό πεδίο έχουν δημιουργήσει ένα νέο ψυχροπολεμικό κλίμα το οποίο σχετίζεται άμεσα με την ενέργεια και τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών.
Η Ρωσία προσπαθεί να αναδειχθεί ως μια δύναμη που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, τους δημοκρατικούς θεσμούς, την αρχή του «απαραβίαστου των Συνόρων», αλλά και τις άλλες εννέα αρχές που, σύμφωνα με την «Τελική Πράξη του Ελσίνκι», πρέπει να διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Επίσης, θεωρεί τον ΟΗΕ ως το μοναδικό νομιμοποιητικό όργανο λήψης αποφάσεων.
Πολλοί αναλυτές, όμως, θεωρούν ότι η μονομερής αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από τις ΗΠΑ και πολλές χώρες της ΕΕ θα δώσει στη Ρωσία μεγάλα περιθώρια ελιγμών και το απαραίτητο άλλοθι προκειμένου να επιλύσει αντίστοιχης φύσεως ζητήματα εντός του πρώην σοβιετικού χώρου. Δηλαδή, να προχωρήσει, όποτε αυτή κρίνει, στην αναγνώριση των de facto ανεξάρτητων ρωσόφωνων μειονοτήτων – σε πρώτη φάση αυτών που βρίσκονται στους κόλπους της Μολδαβίας και της Γεωργίας, δηλαδή της Υπερδνειστερίας, Ν. Οσσετίας και Αμπχαζίας αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι σήμερα, ατυχώς ίσως, δεν έχει αρθρώσει ενιαίο λόγο στην εξωτερική πολιτική. Βεβαίως, γίνονται βήματα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, με την αναβάθμιση του αμυντικού βραχίονα της Ένωσης και τη συμμετοχή της Ευρώπης σε ειρηνευτικές αποστολές, όπως στη Βοσνία επί παραδείγματι. Αλλά, όπως δείχνουν τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, η ΕΕ οδεύει προς «ατλαντικοποίηση», αφού τα περισσότερα κράτη μέλη ακολουθούν φιλοαμερικανική πολιτική.
Η ελληνική θέση ευρύτερα για τα Βαλκάνια είναι ξεκάθαρη. Η προοπτική τής ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης των δυτικών Βαλκανίων και η πορεία των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται στηρίζεται ενεργά και με συνέπεια.
Επιδιώκουμε οι εταιρικές και συμμαχικές σχέσεις, που ήδη μας συνδέουν ή που πρόκειται να δημιουργηθούν στο μέλλον με τους γείτονες μας στα Βαλκάνια, να βασίζονται σε κοινές αρχές και αξίες, στην έκφραση αυξημένης αλληλεγγύης, στην ενεργοποίηση των μηχανισμών της πολιτικής αναπτυξιακής συνεργασίας και της οικονομικής διπλωματίας, στην υιοθέτηση ειλικρινών σχέσεων καλής γειτονίας, ενός πλαισίου, δηλαδή, όπου δεν νοείται να εκκρεμούν χρονίζοντα προβλήματα χωρίς να βρουν, αμοιβαίως, αποδεκτές λύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, δικαιολογείται απολύτως το ελληνικό ΒΕΤΟ, αφού τα Σκόπια δεν είναι το μικρό αδύναμο κράτος στα βόρεια σύνορα μας που ψάχνει «μια θέση στον ήλιο», αλλά μια πηγή αλυτρωτικών συνθημάτων και θέσεων ανιστόρητης προπαγάνδας και, εν τέλει, πηγή αποσταθεροποίησης στην ήδη πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων.
Μπορεί οι ισχυροί της γης να καθορίζουν τις τύχες τού κόσμου σε σημαντικό βαθμό, όμως στην περίπτωση των Σκοπίων έχουν άδικο και ο απανταχού Ελληνισμός σύσσωμος αντιστέκεται με ενιαία γραμμή περνώντας το μήνυμα της επίσημης Ελληνικής Πολιτείας, ότι δηλαδή τα όποια συμφέροντα, όσο μεγάλα και να είναι, δεν θα παραχαράξουν την Ιστορία των λαών.