Formula Exousias

Πέντε αγωνιστικά αυτοκίνητα στην αφετηρία, τα χρώματα από τον καιρό είχαν φθαρεί, είχαν ξεθωριάσει, αλλά οι υπεύθυνοι των ομάδων τα είχαν ψιλοφτιάξει για να φαίνονται καινούργια. Τα είχαν καλογυαλισμένα και μάλιστα το ένα ήταν διθέσιο, κάτι που απαγορεύεται στους αγώνες πίστας, αλλά η FILA είχε δώσει το ok να τρέξουν δύο οδηγοί στο ίδιο αυτοκίνητο. Ήταν ένα πολύχρωμο «τουτού», με σύγχρονα μηχανήματα, αλλά χωρίς δυνατό σασί. Το έβλεπες στην αφετηρία και έλεγες ότι αν θα ξεκινήσει σίγουρα δεν θα κάνει και τους 60 γύρους που θέλουν οι κανονισμοί. Οι οδηγοί Άλεξ Τσι Τσι και Άλεξ Αλάβη, φαίνονταν νευρικοί και λίγο εκτός κλίματος. Έτρεχαν για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο και δύσκολο αγώνα. Δεν πίστευαν ότι θα τα καταφέρουν, όμως έπρεπε να ξεκινήσουν τον αγώνα. Είχαν, λέει, και άλλες εναλλακτικές λύσεις με το έπαθλο του αγώνα. Πίστευαν ότι με ένα δημοψήφισμα θα έπαιρναν τον αγώνα στα χαρτιά και δεν είχαν και μεγάλο πρόβλημα. Ήταν όμως πεισματάρηδες και θα ρισκάριζαν τη συμμετοχή.
Το άλλο, ένα κόκκινο αγωνιστικό αυτοκίνητο, κατάλοιπο των ανύπαρκτων γκραν πρι, με γυναίκα οδηγό, που μάλιστα είχε στο αφτί της ένα κατακόκκινο γαρίφαλο και τσαχπινιά στο μάτι. Ήταν η Αλεξάνδρα Μουτόν, που θα κρατούσε στα χέρια της την τύχη της ομάδας της που βγαίνει από νωρίς στους δρόμους και ζητάει τη νίκη. Το άλλο αυτοκίνητο, το πιο καινούργιο, είχε ένα μπλε μαβί χρώμα και πολλούς σταυρούς πάνω του, ενώ ο οδηγός, ο Τζορτζ Κάρατς, είχε πάνω στο κεφάλι του ένα περιστέρι. Οι οπαδοί του φώναζαν ρυθμικά το όνομά του, έκαναν δε τον σταυρό τους ανεμίζοντας τα λάβαρα της νίκης. Το άλλο αυτοκίνητο, το πράσινο ξεπλυμέ, είχε γερό σασί, αλλά οι ρόδες του ήταν λίγο περίεργα βαλμένες: οι πίσω ρόδες ήταν μπροστά και οι μπροστά πίσω. Το χρώμα του από τη μια μεριά φαινόταν πράσινο, από την άλλη όλα τα χρώματα μαζί. Έτσι που το κοίταζες μάλλον για όπισθεν έμοιαζε να πηγαίνει, παρά για να δώσει τον αγώνα για τη νίκη. Οι οπαδοί του ήταν πολλοί, αλλά άλλοι ανέμιζαν πράσινα λάβαρα, άλλοι ανέμιζαν φωτογραφίες, άλλοι έκαναν τσουλήθρα, άλλοι κούνια μπέλα, λες και δεν ήταν σε αγώνα γκραν πρι αλλά σε παιδική χαρά στο Παρίσι. Έβλεπες πρόσωπα χαρωπά, αλλά λες και είχαν έλθει για να δουν αγώνα νυχτερινής πίστας και όχι πίστας αγώνων και δεν πίστευαν και πολύ στη νίκη. Ο οδηγός του, ο Τζορτζ Πάπας, είχε βάλει τη ζώνη ασφαλείας ανάποδα και αν δεν το έβλεπε την τελευταία στιγμή ο καινούργιος μάνατζερ Τζον Ράγκους και η νέα ηγετική ομάδα του, θα πνιγόταν.
Ο τελευταίος οδηγός, που θα ξεκινούσε πρώτος τον αγώνα, διότι οι κανονισμοί στη Φόρμουλα είναι αυστηροί και γι’ αυτό άρχισα την παρουσίαση από το τέλος προς την αρχή, είχε ένα παλιό μπλε αυτοκίνητο με πολύ καθαρές τις αναρτήσεις, οι ρόδες στη θέση τους, δεν είχαν μπει λάθος. Με αυστηρό αλλά σίγουρο το βλέμμα του, ήταν σίγουρος για τη νίκη και την έκβαση του αγώνα. Ο Κόσι Κάραμ, νέος οδηγός αλλά παλιά καραβάνα στους αγώνες, είχε χαράξει την πορεία από πριν και ήξερε ότι όσοι γύροι και να χρειαστούν θα είναι τελικά ο νικητής. Σίγουρος, καμάρωνε στο τιμόνι του αγωνιστικού του αυτοκινήτου. Ο αγώνας Formula Exousia διεξάγεται στην πλατεία Συντάγματος στη Βουλή των Ελλήνων. Το έπαθλο ήταν μια φούχτα ψήφοι και καλή ψυχή.
Ο αγωνοδίκης Τζίμης Σιούφ κατέβασε την καρό σημαία και ο αγώνας άρχισε. Τα μηχανοκίνητα έτρεχαν ασταμάτητα το ένα πίσω από το άλλο, συνθλίβοντας στις ρόδες τους, τα όνειρα και τις ελπίδες της εξέδρας για το αύριο. Το μέλλον τους ήταν γραμμένο στα παλαιότερα ελαστικά των αυτοκινήτων και στα όργανα των οδηγών των αγωνιστικών. Όλοι γνώριζαν τι θα συμβεί και όλοι έτρεχαν να μη συμβεί. Όλοι πάλευαν για το καλό της εξέδρας και όλοι έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Ο αγώνας ήταν έτσι κι αλλιώς στημένος, το αποτέλεσμα γνωστό. Η εξέδρα παρακολουθούσε το θέαμα και πολλές φορές τσίριζε από ενθουσιασμό. Κάποτε ο αγώνας τελείωσε, οι νικητές όλοι στο βάθρο για το βαρύτιμο έπαθλο, μια φούχτα ψήφοι, όμως οι παλάμες ήταν ανοιχτές και οι φούχτες ψήφοι είχαν γίνει μούντζες ψήφοι για τους έξι οδηγούς. Ήταν κάτι που δεν περίμεναν ούτε οι διοργανωτές ούτε οι οδηγοί, όμως ο κόσμος είχε πάρει το μήνυμα εξ ουρανού. Ο Άγιος Πέτρος σας καλωσορίζει στον παράδεισο, ΕΔΩ που δεν χρειάζεται ούτε ασφαλιστικό ούτε χρήματα. Ο κόσμος, πριν πεταχτεί στον Άγιο, φρόντισε να πετάξει τις μούντζες στα μούτρα τους, να πάει τουλάχιστον ευτυχισμένος…

Ανδρέας Ανδρουλιδάκης


Σχολιάστε εδώ