Μια φορά και έναν καιρό

Είχε «κονομήσει» τις προάλλες δύο ρουλεμάν, το ένα μεγαλύτερο, που κάπως οι μπίλιες του σκάλωναν, γι’ αυτό το πάστωσε με γράσο, κι ένα μικρότερο, που το τοποθέτησε στο δάπεδο σαν οπίσθιο τροχό. Εγώ καθόμουνα παρέκει κι αδημονούσα πότε επιτέλους θα τελειώσει να το πάρω να βγω στον δρόμο για… δοκιμή. Η αλήθεια είναι πως αργούσε πολύ. Βέβαια είχε φάει δυο φορές το χέρι του και ψιλοτρέχαν κάτι αίματα, μια φορά με το πριόνι και την άλλη όταν του ξέφυγε το σφυρί και κοπάνησε με ορμή τον αντίχειρα. Φυσικά, του συμπαραστεκόμουν ηθικά, αλλά είχε μιαν ανεξήγητη βραδύτητα στις κινήσεις του. Αργούσε!

Πρέπει η ώρα να ήτανε εννιά και κάτι όταν βάρεσαν οι σειρήνες συναγερμό μ’ εκείνον τον διακεκομμένο ήχο, που θαρρείς πως σου ‘γδερνε τα σπλάχνα. Δεν δώσαμε σημασία και συνεχίσαμε απτόητοι το έργο μας. Είχαμε πάρει τόσο πολύ στο «ψιλό» τους Ιταλούς με τις νίκες του στρατού μας στη Βόρειο Ήπειρο, τονισμένες με τη κοροϊδία των επιθεωρήσεων, των σατιρικών τραγουδιών της Βέμπο, του Μίμη Τραϊφόρου, και των γελοιογράφων που καθημερινά τους καταρράκωναν, ώστε νιώθαμε τον πόλεμο σαν γλέντι, κι έτσι όταν οι σειρήνες σήμαιναν συναγερμό δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία. Μόνον στις λιγοστές νυκτερινές επιδρομές τους δυσανασχετούσαμε, επειδή οι σειρήνες μας ξυπνούσαν… Νιώθαμε άτρωτοι. Είχαν συμβάλει και οι μεγάλες φάλαγγες με τους αιχμαλώτους που ανηφόριζαν στη λεωφόρο Συγγρού, καθώς τους μετέφεραν με τα πόδια στα στρατόπεδα αιχμαλώτων. Βγαίναμε στον δρόμο τα παιδιά και πολλοί ηλικιωμένοι και κοιτούσαμε με δόση κρυφής υπερηφάνειας τον ηττημένο εχθρό μας με τις φαιοπράσινες στολές, που τώρα ήταν του χεριού μας. Μας κοίταγαν κι εκείνοι μ’ ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση. Μ’ αυτά και μ’ αυτά είχαμε πάψει να παίρνομε και την παραμικρή προφύλαξη κι αντί να τρέχομε στα καταφύγια, συνεχίζαμε τη δουλειά μας σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Σε λίγο δόθηκε το σύνθημα λήξεως του συναγερμού, αλλά πριν περάσει λίγη ώρα, άντε πάλιν από την αρχή. Τη φορά αυτή όμως, το συνεχές ούρλιασμα της σειρήνας που σήμαινε το τέλος ήρθε κι έδεσε με καινούριο διακεκομμένο ήχο, ότι δηλαδή ο συναγερμός ξανάρχιζε, και αυτό επαναλήφθηκε. Απόρησε ο πατέρας: – Τι στην οργή πάθανε κυριακάτικα; αναρωτήθηκε. Ελάχιστες μέρες είχανε περάσει που η «εαρινή επίθεσή»τους, την οποία διηύθυνε αυτοπροσώπως ο Μουσολίνι, έληξε άδοξα, οπότε τέτοια πρεμούρα για αεροπορικές επιδρομές φαινόταν ακατανόητη. Παράτησε τη μαραγκουδική και πήγε στο ραδιόφωνο απ’ όπου έμαθε τα μαντάτα : -»… Ισχυραί γερμανικοί δυνάμεις, εφοδιασμέναι με τα πλέον σύγχρονα πολεμικά μέσα, με υποστήριξιν αρμάτων, αφθόνου βαρέως πυροβολικού, και πολυαρίθμου αεροπορίας προσέβαλαν αιφνιδιαστικώς από της πρωίας της σήμερον τας θέσεις μας…», τόνιζε η σπαραχτική φωνή τού εκφωνητή…

– Εμ έτσι εξηγείται αυτό το νταβατούρι, είπε σκεφτικός ο γέρος μου. Σ’ εμένα δε που γρίνιαζα τι θα απογίνει επιτέλους με το πατίνι, μου εδήλωσε κοφτά πως «τώρα τα πράματα άλλαξαν. Τώρα έχομε πόλεμο. Τέλος τα αστεία», είπε. Και μάζεψε τα εργαλεία…Βέβαια η ιδέα πως οι Γερμανοί θα επετίθοντο επλανάτο από τότε που οι Ιταλοί φάγανε τα μούτρα τους, και το θεωρούσαμε φυσικό να σπεύσει ο κύριος Αδόλφος να βοηθήσει το συνεταιράκι του. Κάθε μέρα που περνούσε όλοι μας, μικροί, μεγάλοι, νιώθαμε μια περίεργη καυτερή ανάσα κατάμουτρα. Μπήκε ο Μάρτης, ένας γλυκός και ανοιξιάτικος Μάρτης, που δεν λείπει από τη …σαρακοστή, έγινε μια υποτυπώδης παρέλαση την 25η Μαρτίου, και στις κατάμεστες με κόσμο εκκλησίες, ψάλλονταν οι Χαιρετισμοί με το «Κύριε των Δυνάμεων» και το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Το Πάσχα ερχόταν λουλουδιασμένο. Ένα Πάσχα αλλιώτικο από τ’ αλλοτινά, με συγγενείς στο μέτωπο, ακρωτηριασμένους στα νοσοκομεία και με σπίτια ορφανεμένα. Μέρα με τη μέρα περιμέναμε πως κάτι θα συμβεί, κατά βάθος όμως κανένας δεν ήθελε να το πιστέψει. Είχε γράψει και στην «Καθημερινή» την ιστορική του «ανοικτή επιστολή» ο Γεώργιος Βλάχος, προς την «Α.Ε. τον κ Αδόλφον Χίτλερ Αρχικαγκελλάριον του Γερμανικού Κράτους», και αρκετοί βαυκαλίζονταν πως η ΑΕ, ο Αρχικαγκελλάριος, θα συγκινιόταν και θ’ άλλαζε τα σχέδια του… Έτσι εκείνη την Κυριακή, την πρώτη Απριλιάτικη Κυριακή, δεκαπέντε μέρες πριν από το Πάσχα αντηχούσανε συνέχεια οι σειρήνες σαν προμήνυμα πως από σήμερα η ζωή όλων μας θα άλλαζε για πάντα…

Στην πολεμική από τον περασμένο Οκτώβριο Αθήνα, ζούσαμε μέσα σ’ ένα κλίμα ανάτασης, που δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ κάτι παρόμοιο. Νικούσαμε! Νικούσαμε τα οκτώ εκατομμύρια λόγχες του Μπενίτο, που και οι μη εξ ιδιοσυγκρασίας βωμολόχοι λέγανε μπροστά σε κυρίες και παιδιά «τι θα τις έκανε αυτές τις λόγχες…». Πλημμύριζαν οι δρόμοι από αυτοσχέδια συλλαλητήρια χαράς, με κάθε βορειοηπειρώτικη πόλη που απελευθέρωνε ο στρατός μας, και οι γυναίκες έπλεκαν μερόνυχτα μάλλινα για το μέτωπο. Στα περίπτερα και σε κάθε λογής ψιλικά, πουλούσαν μπρελόκ με τσαρούχια και τσολιαδάκια, ενώ στους δρόμους και στα συσκοτισμένα ζαχαροπλαστεία, κυκλοφορούσαν «εγγλεζάκια», πιλότοι της RAF, η δε χαρακτηριστική μυρωδιά του εγγλέζικου τσιγάρου συνόδευε την παρουσία τους. Και πέρα στο λιμάνι του Πειραιά, ξεφόρτωναν και φεύγαν σε «κονβόι», πρωτόγνωρα καμιόνια που οδηγούσαν Νεοζηλανδοί με πλατύγυρα καπέλα, ίδια μ’ εκείνα των καουμπόικων φιλμ. Κροτάλιζαν στην άσφαλτο,οι ερπύστριες από κάτι μικρούτσικα θωρακισμένα, χωρίς κανόνι, ξεσκέπαστα, τα «carriers» που οι φαντάροι μας αποκαλούσανε «κάργιες». Ήταν η βοήθεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στον μοναδικό συμπολεμιστή της! Τώρα όμως άρχιζε πραγματικός πόλεμος, κι εμείς ο «άμαχος πληθυσμός» έπρεπε να λάβωμε πρόσθετα μέτρα προστασίας. Σαν πρώτη ενέργεια μεταφέραμε το χοντρό τραπέζι της τραπεζαρίας, από το ένα σε άλλο δωμάτιο, εξ ίσου ευάλωτο, ώστε σε περίπτωση βομβαρδισμού να κρυφτούμε από κάτω και να… σωθούμε αν τα «στούκας» έβαζαν σημάδι το σπίτι. Από τα «επίκαιρα» των κινηματογράφων ξέραμε τι θα πει πόλεμος. Είδαμε τη Βαρσοβία να καίγεται. Είδαμε γάλλους πρόσφυγες να φεύγουνε αλλόφρονες κουβαλώντας μαζί τους μπογαλάκια, ενώ τους πολυβολούσαν αεροπλάνα από χαμηλό ύψος, για να μην ξεφύγει κανείς ζωντανός. Είδαμε και τους ανελέητους βομβαρδισμούς του Λονδίνου, και τα τεράστια κτίρια που σωριάζονταν σαν τραπουλόχαρτα. Αλλά με τους Ιταλούς και με την ηρεμία των μετόπισθεν, είχαμε αποθρασυνθεί…

Και ήρθε η νύχτα, Θεέ μου, τι ήταν εκείνο το κακό! Ένας φοβερός βομβαρδισμός που τράνταζε ο κόσμος. Κάτω από το τραπέζι ολόκληρη η οικογένεια προσπαθούσε να μαντέψει αν τα αλλεπάλληλα εκκωφαντικά μπουμπουνητά προήρχοντο από βολές αντιαεροπορικών, ή ήσαν εκρήξεις βομβών. Προσευχόταν η γιαγιά μου, ψέλνοντας με τρεμουλιαστή από το φόβο φωνή, όσα απολυτίκια ήξερε, σφίγγοντας στον κόρφο της την εικόνα του Αγίου Ελευθερίου, που την έσωσε και απ’ τη φωτιά της Σμύρνης. Μνήμες ξαναζωντάνευαν στους παππούδες από τη μικρασιατική καταστροφή, και στον πατέρα τότε που έσπασε το μέτωπο στο Σαγγάριο και τα διηγούνταν για να μας δώσει… κουράγιο. Και τότε… Τότε έγινε εκείνη η φοβερή έκρηξη στο λιμάνι του Πειραιώς, όταν οι βόμβες έπληξαν καίρια ένα καράβι έμφορτο με πυρομαχικά. Το σπίτι μας ταρακουνήθηκε ολόκληρο. Νιώσαμε να φεύγει το πάτωμα, να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μας. Οι εκρήξεις ανάκατες με τις βόμβες και με τις κανονιές ήταν τώρα απανωτές, και τότε κατάλαβα τι σημαίνει η λέξη «πανικός», που κανένα λεξικό δεν μπορεί να την περιγράψει… Κάποια στιγμή επιτέλους, οι σειρήνες σήμαναν τη λήξη του συναγερμού, αλλά πριν απ’ αυτές ακούστηκαν έξω στον δρόμο οι πρώτες ομιλίες, οι πρώτες φωνές, η πρώτη οχλοβοή… Ήταν «πρόσφυγες» φυγάδες από τον Πειραιά και τα πέριξ. Άλλοι απλώς τρομοκρατημένοι, άλλοι μερικώς ή και ολότελα κατεστραμμένοι, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, και με κάρα, χειράμαξα, ή σούστες, ανέβαιναν τη Συγγρού, αναζητώντας καταφύγιο στο σπίτι κάποιου συγγενούς ή φίλου, στην ασφαλή λόγω αρχαιοτήτων Αθήνα, που ασφαλώς θα εσέβετο ο καγκελάριος κ. Αδόλφος Χίτλερ, καθότι ήτανε αρχαιολάτρης και ελληνολάτρης από τα γεννοφάσκια του…


Σχολιάστε εδώ