Τα όνειρα του Τσι Τσι…

Ο Τσι Τσι ξύπνησε ξαφνικά τρομαγμένος και ιδρωμένος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του με τα χέρια να κρατούν το κεφάλι. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε στον ύπνο του. Προσπαθούσε να δώσει μια εξήγηση για το τι του συμβαίνει. Σκεφτόταν το όνειρο και το ξανάφερνε στο μυαλό του να το εξηγήσει. Κρατούσε στα χέρια του τη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου και διάβαζε τον Θούριο του Ρήγα. Ένιωθε μέσα του μεγάλη ευθύνη και μεγάλη ταραχή. Το ακροατήριό του, νέοι, γέροι, μανάδες, παιδιά. Με πολύχρωμα ρούχα και ατημέλητη εμφάνιση, όλοι περίμεναν από αυτόν τη μεγάλη απόφαση, περίμεναν το μεγάλο βήμα. Ο Τσι Τσι δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να συμπεριφερθεί, τι να πρωτοδιαλέξει, τι να πρωτοπεί. Η αμηχανία άρχιζε σιγά σιγά να του φεύγει, όμως το βάρος που ένιωθε στους ώμους του ήταν ασήκωτο, ήταν τόσο μεγάλο που άρχισε να χάνει τα λόγια του. Άρχισε να απαγγέλλει τον Θούριο, αλλά έλεγε το γνωστό «δεν είμαι εγώ Θεός της νιότης, ο πλαστουργός της νιας ζωής, εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης και ώριμο τέκνο της οργής». Ξαφνικά ο Τσι Τσι χλώμιασε, είδε το ακροατήριο να παθαίνει σοκ, είχε μπερδευτεί και έλεγε ποιήματα άλλων εποχών, των πρώτων χρόνων της οργής, τότε που δεν έκανε καμάκι αλλά του έκαναν. Αμέσως κατάλαβε ότι έκανε λάθος και ξεκίνησε χωρίς περιστροφές τον Θούριο του Ρήγα. «Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά, κρυμμένοι σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά. Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, με το τζιν μας παντελόνι και χάρλεϊ μηχανή». Ο κόσμος άρχισε να τον επευφημεί και να θωρεί στα μάτια του τον νέο οδηγό της μηχανής που θα τρέξει στους δρόμους της λύτρωσης. Ο κόσμος του έδινε την εντολή να γίνει ο μηχανόβιος των δικών του ονείρων. Ήταν τόσο ο ενθουσιασμός του Τσι Τσι, που έλεγε στο όνειρό του να μην ξυπνήσει. Όμως το όνειρο για τον Τσι Τσι άρχισε, αλλάζοντας πλευρό, να γίνεται ξανά εφιαλτικό. Προχωρούσε σαν ξέγνοιαστος μηχανοκαβαλάρης προς τον πράσινο ήλιο. Ήθελε, λέει μέσα του, να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, να τον κατακτήσει. Πίστευε ότι με οδηγητή τα λόγια του θα καμάκωνε τις πράσινες αχτίνες, θα τις έθελγε, θα τις έπαιρνε στη δική του μηχανή. Σαν ξέγνοιαστος μηχανοκαβαλάρης άρχισε να τραγουδά το γνωστό άσμα του πράσινου ήλιου. «Ο ήλιος ο πράσινος, ο ήλιος που ανατέλλει, μας οδηγεί, εμπρός να τον κατακτήσουμε με χάρλεϊ μηχανή».
Ο Τσι Τσι ένιωθε βολικά με αυτά που έβλεπε στον ύπνο του, τον μάγευαν, τον έκαναν τεράστιο. Δεν έβλεπε το ακροατήριό του, έβλεπε ένα άλλο ακροατήριο που τον χειροκροτούσε, τον επευφημούσε, που τον ήθελε… Ο Τσι Τσι δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει, να μείνει σε τούτο το πλευρό και να βλέπει το όνειρό του ή να γυρίσει πλευρό και να γυρίσει στον Θούριό του; Βασανιστικός ο εφιάλτης που τον έζωνε, κουνήθηκε λίγο ξυπνώντας απότομα. Στα μάτια του ερχόταν μια θολή εικόνα. Έβλεπε τον εαυτό του διαφορετικό, είχε πρόσωπο Μητσοτάκη και κορμί Τσίπρα. Πετάχτηκε αμέσως πάνω και έπιασε το κεφάλι του, νιώθοντας ταραχή και φόβο. Ανασηκώθηκε και πήρε τηλέφωνο τον θείο Αλέκο. Του διηγήθηκε το όνειρό του και ο μπαμπάς τον καθησύχασε, του είπε ότι το ίδιο όνειρο έβλεπε κι αυτός πριν από λίγο καιρό. Κοιμήσου, του είπε, στοργικά, άλλαξε όμως πλευρό, κοιμήσου με το δεξί να ξυπνήσεις αριστερά και μην κοιμάσαι με το αριστερό γιατί γίνεσαι δεξιός. Ο Τσι Τσι υπάκουσε, έσβησε τη μηχανή του και άρχισε το ροχαλητό του. Τα όνειρα δεν κοστίζουν τίποτα όταν δεν τα κλέβεις από άλλους.
Καλόν ύπνο… Αλέξη…
Ανδρέας Ανδρουλιδάκης


Σχολιάστε εδώ