Μια φορά και έναν καιρό

Ίσα ίσα που χωρούσε σ’ αυτό το συφοριασμένο τραπεζάκι, που ελαφρώς εχώλαινε, και χρειαζόταν να μαζεύει χαρτονάκια από τα κουτιά των τσιγάρων, να τα βάζει κάτω απ’ το πόδι του για να ισορροπήσει. Στον τοίχο κρεμόταν το περυσινό ημερολόγιο, επειδή η τράπεζα που συνεργαζόταν δεν τους έστειλε φέτος καινούριο, και κρατούσαν το παλιό για διακόσμηση του τοίχου. Στο γραφείο του πρϊσταμένου της όμως, υπήρχε σ’ ένα τεράστιο κάδρο με χρυσή κορνίζα η φωτογραφία μεγαλοπρεπούς εργοστασίου σε απροσδιόριστο φόντο. Η δ/νις Ιουλία ήταν δακτυλογράφος ή «δακτυλό» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, για να δίνει κύρος στον εαυτό της, στην εταιρεία και στις επιστολές που δακτυλογραφούσε. Η επιχείρηση, δύο δωμάτια στον «ακάλυπτο» διώροφου επί της οδού Βύσσης, ήτανε λίγο απ’ όλα. Μια μικρή οβάλ εμαγιέ ταμπελίτσα στην πόρτα ελαφρώς ξεθωριασμένη έγραφε «Γενικαί επιχειρήσεις». Το αφεντικό, ο κ. Ανέστης, στην εφορία δήλωνε «παραγγελιοδόχος», στους δε πελάτες συστηνόταν σαν «αντιπρόσωπος οίκων αλλοδαπής»… Μόνον ο μπατζανάκης του ο Γρηγόρης τον αποκαλούσε «αεριτζή του κερατά»!

Ο κ. Ανέστης συνέτασσε μόνος του την εμπορική του αλληλογραφία στο πρόχειρο, αλλά ρώταγε κάθε τόσο τη δεσποινίδα Ιουλία πώς γράφεται η λέξη αυτή και πώς η άλλη. Φώναζε από μέσα ψιλοτσιρίζοντας: – «Ανελλιπέστατος…» θέλει δύο λάμδα; – Μάλιστα, απαντούσε εκείνη χωρίς να ξέρει, αλλά ήτανε τυχερή και έπεφτε διάνα. Ύστερα της έδινε το χειρόγραφο σκέτη μουτζούρα. Όλο σβησίματα, παραπομπές, και κακογραφία. Ο Θεός να σε φυλάει δηλαδή. Έβγαζε τα μάτια της για να μαντεύσει «τι διάτανο γράφει μ’ αυτά τα αλαμπουρνέζικα» και φυσικά καθυστερούσε. Και εκείνος της έκανε τότε παρατηρήσεις πως αργεί, υπενθυμίζοντάς της πως είναι πολύ βιαστικό. Κατόπιν, πιο συγκαταβατικά, πιο ευγενικά και όλος γλύκα συνεπλήρωνε: – «Κι αν τυχόν μου διέφυγε κανένα μικρό λαθάκι, παρακαλώ διορθώστε το…» Οι πιο βιαστικές του επιστολές, που δεν σήκωναν ούτε λεπτό αναβολής, ήσαν εκείνες που έπρεπε να σταλούνε επειγόντως τη παραμονή των Χριστουγέννων, της πρωτοχρονιάς και τη Μ. Πέμπτη. Λες και το είχε τάμα. Έξω, στους δρόμους ακούγονταν μουσικές και κάλαντα, ή βάραγαν πένθιμα οι καμπάνες στα δώδεκα Ευαγγέλια, και εκείνη σκυμμένη στη γραφομηχανή έτρεμε μην τυχόν κάνει κανένα λάθος και φωνάζει χρονιάρες μέρες ο γάιδαρος. Παραμονή δεν ήταν πέρυσι που την ξεφτίλισε, επειδή επάνω στη βιασύνη της έβαλε «βαρεία» αντί για οξεία; Και σαν να μην έφτανε αυτό, της έκανε και μάθημα: – «Βαρεία τίθεται μόνον επί της ληγούσης μιας λέξεως όταν κατόπιν της λέξεως ταύτης δεν υπάρχει σημείον στίξεως… Κατάλαβες, παιδί μου; Ήθελα να ξέρω τι σας μάθανε οι ξυλοσχίστες στο σχολείο!». Απόψε ο κύριος έφυγε νωρίς νωρίς και την άφησε μόνη να γράψει ολόκληρο κατεβατό και να πάει μετά να το ταχυδρομήσει. Της είπε μάλιστα δύο φορές να μην ξεχάσει φεύγοντας το φως αναμμένο. Έδειχνε ξαναμμένος, μάλλον για τσιλημπούρδισμα πήγαινε. Σαν δεν ντρέπεται γέρος άνθρωπος… Έτσι χτυπά όλο νεύρα τα πλήκτρα και υπαγορεύει μεγαλοφώνως στον εαυτό της τις μπούρδες του. Βρίζει και κάνει απανωτά λάθη. Κάποια στιγμή αγανακτισμένη, της ξεφεύγει ένα «α σιχτίρ πια», και εντελώς ασυναίσθητα, το γράφει στην επιστολή που διατυπώνεται ως ακολούθως: «Ελπίζοντες ότι θα μας τιμήσητε διά παραγγελίας α σιχτίρ πια διατελούμεν αξιότιμοι κύριοι, μεθ’ υπολήψεως, «Γενικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε.»»…

Είχε φορέσει το παλτό της και το μπερεδάκι της, όταν όρθια έριξε μια τελευταία ματιά στο γραφτό της. Αντελήφθη ευτυχώς αμέσως την γκάφα της και μόνο τα κλάματα που δεν την πήραν. Ωχ Θεούλη μου τι θα πάθαινα, μουρμούρισε. Το κείμενο που έπρεπε να το γράψει από την αρχή έπιανε ολάκερη σελίδα που πελαγοδρομούσε σε παρακείμενους, υπερσυντέλικους και τετελεσμένους μέλλοντες. Α σιχτίρ πια, ξαναείπε. Έβγαλε το παλτό της, ξεσκέπασε τη γραφομηχανή, και κάθισε στη θέση της. Τοποθέτησε το επιστολόχαρτο στον κύλινδρο, τα καρμπόν και τα τρία τσιγαρόχαρτα για τα αντίγραφα που κατόπιν θα ταξινομούσε σε αντίστοιχα ντοσιέ, και πήρε βαθιά αναπνοή λες κι επρόκειτο να τρέξει σε αγώνες. Άπλωσε τα δάχτυλα και των δύο χεριών στο πληκτρολόγιο σαν σολίστας στο «κλαβιέ» του πιάνου σε ρεσιτάλ με την πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν, κι άρχισε το τσακ τσακ τσακ. Το ξαναδιάβασε δύο φορές μην έκανε και πάλιν κανένα λάθος, σφράγισε τον φάκελο και ξεκίνησε για το κεντρικό ταχυδρομείο στη πλατεία Κοτζιά, απ’ όπου κατ’ εντολήν του αφεντικού έπρεπε για λόγους «πρεστίζ» να ταχυδρομούνται όλες τους οι επιστολές. Αυτό το «πρεστίζ» σαν λέξη του έκανε μεγάλη εντύπωση και το κοπάναγε επί δικαίους και αδίκους. Με την αποψινή αναποδιά η ώρα πέρασε, έφτασε η νύχτα και τα εμπορικά άρχισαν να κλείνουν. Θέλησε να φάει στο πόδι μια «λέμον πάι» στου Παυλίδη, εκεί γωνία Βύσσης και Αιόλου, αλλά δυστυχώς είχαν τελειώσει. Βαρύθυμη προχώρησε. Δεν είχε σήμερα καμιά όρεξη να χαζέψει στα μαγαζιά, παρ’ όλα ταύτα κοντοστάθηκε στο «Κρυστάλ», το κάπως λαϊκότερο της «τρόικας» Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ με τα πάμπολλα είδη για το σπίτι. Πιάτα, φωτιστικά, μαχαιροπήρουνα, μπιμπλό, βάζα, και διάφορα σκεύη κουζίνας, που, όπως έλεγε η διαφήμιση, «κάνουν παιχνίδι το μαγείρεμα»… Ολοφώτιστες και κάργα φορτωμένες με πραμάτεια οι βιτρίνες, θαρρείς πως τη μάγεψαν… Έριξε μια ματιά απ’ το μισοκατεβασμένο ρολό και είδε μέσα πελάτες καθυστερημένους να ψωνίζουν. Άφησε το βλέμμα της να πλανιέται, στις φαγιάντσες και στις πορσελάνινες μαρκησίες με τα κρινολίνα και τα ομπρελίνα τους, και φαντάστηκε πως είναι αυτή η μαρκησία δεσποινίς Ιουλία και πως θα ‘ρθη το πριγκιπόπουλο ο Βλάσης ο κλειδαράς να τη ζητήσει σε γάμο. Και τότε από το Κρυστάλ θα εξόπλιζε το σπιτικό της. Όλα τα στολίδια και τα μπιχλιμπίδια του σαλονιού της από δω θα τα πάρει να σκάσουνε οι φιλενάδες της. Αφαιρέθηκε και είδε σαν σε όραμα την αφεντιά της να έρχεται με τη μάνα της «αλά μπρατσέτα», να μπαίνουν αφεντάδικα για να ψωνίσουνε τα χρειαζούμενα του σπιτιού που θ’ ανοίξει. Και δώσ’ του υποκλίσεις και τσιριμόνιες οι υπάλληλοι, αφού σταματημό δεν έχουνε οι αγορές τους. Κι όλο να τους δίνουν συμβουλές να μη χάσουνε αυτήν και αυτήν την ευκαιρία, και πού μένετε να σας τα στείλουμε στο σπίτι…

Ξαφνικά σαν να βγήκε από βαθύ λήθαργο, μονολόγησε: – Όχι. Τα κουζινικά θα τα αγοράσω από του Κοσκινά. Εκεί δουλεύει και ο Παντελής ο κοντοχωριανός μας…

Ζαλισμένη προχώρησε και έφτασε στο κεντρικό ταχυδρομείο. Απέναντι από την κεντρική είσοδο, ήταν τα δίδυμα ασανσέρ, τα λεγόμενα «πατελνόστελ», που ήσαν καμπίνες χωρίς πόρτα, η μια πίσω από την άλλη στη σειρά, σε ατέρμονα κίνηση. Οι ξύλινοι θαλαμίσκοι τού ενός ήσαν για την άνοδο και του άλλου για την κάθοδο. Ήτανε αστείο λιγουλάκι να παρακολουθείς τους ανθρώπους να σκαρφαλώνουν ή να πηδάνε αντιστοίχως. Παρόμοια ασανσέρ λειτουργούσαν και στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο μέγαρο τού Μετοχικού, και της Εθνικής Ασφαλιστικής, επί της οδού Κοραή, όταν ήταν εκεί γραφεία της ΔΕΗ. Στο κέντρο της αίθουσας υπήρχαν δύο μεγάλα μαρμάρινα τραπέζια με τα σχετικά κυλινδράκια με το νερό για το κόλλημα των γραμματοσήμων, ή για μια πρόχειρη σημείωση. Στον χώρο που έμοιαζε με «αίθριο» κυριαρχούσε το μάρμαρο και τα κουβούκλια πωλήσεως γραμματοσήμων ήσαν αρμονικά δεμένα με το περιβάλλον. Μια πλατιά σκάλα οδηγούσε στο υπόγειο με τις «γραμματοθυρίδες» που νοίκιαζαν οι επιχειρήσεις για να παραλαμβάνουν τις επιστολές τους «άμα τη αφίξει» δίχως να περιμένουν τον ταχυδρόμο. Σε μια εποχή που ούτε τέλεξ υπήρχε ούτε φαξ, η ταχύτητα στην αλληλογραφία ήταν καθοριστική. Η δεσποινίς Ιουλία κατέβηκε στο υπόγειο και με το κλειδί της άνοιξε τη θυρίδα τους. Ένας ογκώδης φάκελος με την ένδειξη «Ανεπίδοτος – Άγνωστος παραλήπτης – Επιστροφή» την περίμενε. – Τζάμπα ο κόπος μου, μουρμούρισε. Ποιος τον ακούει πάλιν;… Ύστερα έριξε τον φάκελο στο κουτί με τα «επείγοντα» και βγήκε στην πλατεία με τ’ ανθοπωλεία που σκόρπαγαν αρώματα, προάγγελους του ερχομού της άνοιξης…


Σχολιάστε εδώ