«Εθνικοί και Εκκλησιαστικοί Επίκαιροι»
Αγαπητέ κ. Κουρή,
Σύννους, περίνους και πολύ προβληματιζόμενος παρακολουθώ τον τελευταίο μήνα τις νέες εξελίξεις, στο εθνικό ζήτημα της Μακεδονίας πρώτον, και στο εκκλησιαστικό νέο σκηνικό της Ελλάδος δεύτερον, με φόντο την όλη πέριξ της πατρίδος μας συννεφιασμένη γειτονιά, κυρίως κατά μήκος όλου του βορά από Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης, και ανατολών από του Αιγαίου με επίκεντρο τα Δωδεκάνησα ως τη βόρειο Κύπρο. Ο εδώ προβληματισμός μου αποβλέπει, όπως πάντα, στην εξυπηρέτηση και μόνο της αλήθειας δι’ ιδίας ειλικρινούς και ανυποκρίτου γνώμης, υπεράνω προσώπων, αλλ’ υπέρ θεσμών εθνικών και εκκλησιαστικών και μόνον.
1. Το προσωπικό ιστορικό μου
Στα χρόνια 1963-1967 ήμουν μετεκπαιδευόμενος, μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές μου στην Αθήνα, στο Βελιγράδι. Επί πέντε χρόνια σπουδών εκεί, πέραν των ερευνητικών ενασχολήσεών μου για την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου και της σπουδής των σλαβικών γλωσσών, ενδιαφερόμουν ειδικότερα και για την πολιτική του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (ΚΚΓ) στο Μακεδονικό Ζήτημα του γιουγκοσλαβικού νότου, με έδρα τα Σκόπια. Πώς και γιατί αυτό; Όντας εγώ Έλληνας Μακεδόνας από την Πιερία, γαλουχημένος με τη Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (μικρό παιδί στο σχολειό τραγουδούσαμε το «Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα») και ατενίζοντας κάθε μέρα τον «Μέγαν Όλυμπον» του Ομήρου, και επισκεπτόμενος με το σχολείο το Αρχαίο Δίον, το θρησκευτικό κέντρο των Αρχαίων Μακεδόνων, αντιδρούσα, ακραία καμιά φορά, με το να ακούω στο Βελιγράδι στις συζητήσεις, στο ραδιόφωνο και στον Τύπο («Πολίτικα» του Βελιγραδίου και «Νόβα Μακεντόνια» των Σκοπίων) τη χρήση των όρων Μακεδονία, Μακεδόνας, Μακεδονικός, για τους Σλάβους κατοίκους και το καθεστώς του γιουγκοσλαβικού νότου. Οι αντιπαραθέσεις σε φιλικό και κριτικό επίπεδο ήσαν συχνές με εντόπιους νέους διανοουμένους συναδέλφους μου, Σέρβους και Σλαβομακεδόνες, που σπουδάζαμε μαζί στο Βελιγράδι.
Το ίδιο γινόταν και εντός των εκκλησιαστικών κύκλων του Σερβικού Πατριαρχείου, που, όμως εδώ, έδειχναν κατανόηση στις ελληνικές θέσεις. Γιατί; Διότι το Πατριαρχείο των Ομοδόξων Σέρβων ήταν ο μόνιμος στόχος πιέσεων του Τιτοϊκού καθεστώτος για αναγνώριση από το Πατριαρχείο ξεχωριστής εκκλησιαστικής οντότητος στην «Γιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» των Σκοπίων, με σκοπό την ενίσχυση του υπό διαμόρφωση νέου εθνοτικού μορφώματος, αυτού των «Μακεδόνων», αφού το ΚΚΓ απέσπασε διοικητικά και γεωγραφικά την περιοχή από τη Σερβία, η οποία η ίδια το απελευθέρωσε από τον οθωμανικό ζυγό.
Το Σερβικό Πατριαρχείο, το 1958, σε έναν κανονικό και πολιτικό ελιγμό του, δέχθηκε να αναγνωρίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία των Σκοπίων ως αυτόνομη εκκλησιαστική οντότητα, αλλά υπό το Πατριαρχείο του Βελιγραδίου, με τον τίτλο «Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία». Ο Τίτο προσωπικά ενδιαφερόταν για την υπόθεση αυτή, αφού για τον σκοπό αυτό είχε δεξιωθεί την Ιεραρχία της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην οποία έθεσε ευθέως τη λύση του εκκλησιαστικού μακεδονικού ζητήματος στον νότο, σύμφωνα με τα συμφέροντα των «Μακεδόνων». Ήταν η εφαρμογή της γραμμής της Κομμουνιστικής Διεθνούς των Στάλιν – Τίτο – Δημητρόφ. Έτσι, τον καιρό εκείνο (1944, 1958-1967) η «Πολίτικα» και η «Νόβα Μακεντόνια», όταν έδιδαν πληροφορίες εκκλησιαστικού περιεχομένου, ιδίως από το 1958 και εξής, αποκαλούσαν τον τότε Πατριάρχη των Σέρβων Γερμανό, «Γερμανός, Πατριάρχης της Σερβικής και Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Η διατύπωση αυτή με προβλημάτιζε. Όμως, το κυβερνών κόμμα δεν ήτο ικανοποιημένο μόνο με την αυτονομία, την εκκλησιαστική, στον νότο. Αυτή ήταν η αρχή. Επιδιωκόταν στη συνέχεια η πλήρης ανεξαρτησία της «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» των Σκοπίων. Αλλά η Ιεραρχία και ο Πατριάρχης της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας αντιδρούσαν σ’ αυτό. Ήταν σαν να δεχόντουσαν αποκοπή εδαφών της Σερβίας διά της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, κάτι που όντως ήταν το ζητούμενο από την πλευρά του Τίτο, εις βάρος της Σερβίας. Λόγω των σθεναρών αντιδράσεων του Σερβικού Πατριαρχείου, τον Ιούλιο του 1967, οι Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων μόνοι τους, με τη στήριξη του ΚΚΓ (διαπραγματευτής ο Κολισέφσκι, διάδοχος του οποίου ο Γκλιγκόροφ, μέχρι των σημερινών εγγονών του Τιτοϊκού καθεστώτος, Τσερβενκόφσκι, Γκρουέφσκι, Μιλοσόσκι και του διαπραγματευτή Δημητρόφ), αυτοανακήρυξαν στην Αχρίδα σε ανεξάρτητη την Εκκλησία των Σκοπίων.
Το Πανορθόδοξο Σύστημα Διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό τον κανονικό συντονιστικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, προς τιμή και καταξίωσή του, ουδέποτε έκτοτε και μέχρι σήμερα αναγνώρισε το ψευδοαυτοκέφαλο αυτό εκκλησιαστικό μόρφωμα των Σκοπίων, για λόγους καθαρά κανονικής τάξεως και σεβασμού του βαλλομένου Σερβικού Πατριαρχείου. Αντιθέτως, μάλιστα, το ίδιο αυτό Σύστημα αναγνωρίζει σήμερα τον υπό του Σερβικού Πατριαρχείου κανονικώς εκλεγέντα και κατασταθέντα στα Σκόπια Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Σκοπίων (και όχι «Μακεδονίας») Ιωάννη, επικεφαλής «Αυτονόμου Ορθοδόξου Εκκλησίας Αχρίδος και Σκοπίων», υπ’ Αυτό, Σλαβομακεδόνα το γένος, που γι’ αυτό και πολλάκις φυλακίστηκε στα Σκόπια. Ο Ιωάννης είναι ένας νεομάρτυρας, πάντοτε ενισχυόμενος στον αγώνα του από τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο και άλλους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για το όλο εκκλησιαστικό Μακεδονικό Ζήτημα έχει εκδοθεί περισπούδαστη διδακτορική διατριβή, υπό την επίβλεψή μας μάλιστα, του Γ. Λόη, «Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, 1958-1990» (ειδικότερα βλ. Κεφάλαιο Ε, Η εμπλοκή στο Μακεδονικό Ζήτημα, σελ. 353-435).
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα τότε και που μου το επιβεβαίωναν και επαναλάμβαναν συχνά διανοούμενοι φιλέλληνες Σέρβοι, γνώστες σε βάθος της γιουγκοσλαβικής πολιτικής καταστάσεως, ήταν ότι, διαλυομένης ή διαφοροποιουμένης κάποτε της Γιουγκοσλαβίας, με ορόσημο τον θάνατο του Τίτο, θα προέκυπτε οπωσδήποτε για την Ελλάδα πάλι το Μακεδονικό Ζήτημα, υπό τη μορφή του Σκοπιανού Ζητήματος. Δεν υπήρχε τότε, όπως και σήμερα, πολίτης Σλαβομακεδόνας βουλγαρικού εθνικού προσανατολισμού, της Δημοκρατίας των Σκοπίων, με επικεφαλής την παντοειδή ηγεσία του κράτους αυτού, που να μην πιστεύει ότι τα πραγματικά σύνορα της «Μακεδονίας» των προς νότο είναι στον Πλαταμώνα, στα Τέμπη. Κάποτε, από το 1970 και εξής, ερχόντουσαν οι Σλαβομακεδόνες από τα Σκόπια για τουρισμό στην Ελλάδα και έφταναν μέχρι τον Πλαταμώνα για παραθέριση, κατευθυνόμενοι ως εκεί και όχι παρέκει, και μάλιστα το έλεγαν ευθέως. Οι αντιπαραθέσεις μου με τους ίδιους, ως παραθεριστές τώρα, από το Βελιγράδι του 1963-1967, μεταφέρθηκαν τα καλοκαίρια στις παραλίες της Πιερίας.
2. Το σήμερα
Όπως αναλύαμε και ερευνούσαμε τότε τα πράγματα επί τόπου και με εκθέσεις εμπεριστατωμένες ενημερώναμε τους αρμοδίους των Αθηνών, από αγάπη και σεβασμό και χρέος προς την πατρίδα ανιδιοτελώς, έτσι ακριβώς μας προέκυψαν τα πράγματα σήμερα.
Δεν γεννάται αμφιβολία, λοιπόν, ότι σκοπός ήταν η έξοδος της «Μακεδονίας» των Σκοπίων προς το Αιγαίο, στην Ελληνική Μακεδονία. Αυτοί την αποκαλούν πάντοτε «Μακεδονία του Αιγαίου», που τάχα τους ανήκει και πρέπει, άκουσον άκουσον, να την ελευθερώσουν από εμάς του Έλληνες. Οι αλυτρωτικοί χάρτες οι σημερινοί δεν είναι κάτι νέο. Ανατρέχουν στους ιδίους της Τιτοϊκής περιόδου. Αυτός είναι ο λόγος που σύσσωμος ο Ελληνισμός, της Ελλάδος και της Διασποράς, αντιδρά μέσω της επισήμου κυβερνήσεως, των κομμάτων, των συλλόγων, των σωματείων, των διανοουμένων με επικεφαλής την Ακαδημία Αθηνών, και προπαντός της Εκκλησίας. Συλλέγουμε υπογραφές για δημοψήφισμα στο Ασφαλιστικό, αποφεύγουμε, όμως, να μιλάμε για το Μακεδονικό. Πρώτο θέμα είναι το Ασφαλιστικό.
3. Πώς μέσω της Εκκλησίας διαχρονικά;
Μερικά παραδείγματα. Το 1906, στην ακμή του Μακεδονικού Αγώνος, ο Μέγας εκείνος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γʼ ο Μεγαλοπρεπής, προς ενημέρωση της Οθωμανικής Πολιτείας και των Μεγάλων τότε Δυνάμεων για την κατάσταση στη Μακεδονία, εξέδωκε την Βίβλο: «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως», εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, σελ. 118, συν ΑΜΘ, «προς διαφώτισιν περί της στάσεως και των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τω Μακεδονικώ Ζητήματι». Το έργο αυτό με επιμέλεια του υποφαινομένου και χορηγία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου επανεκδόθηκε το 1993 και πάλι άλλες 3 φορές έκτοτε μέχρι σήμερα. Ο κορυφαίος αυτός της Ορθοδοξίας και του Γένους μας άνδρας, συνεχιστής του έργου εκείνου του μεγάλου Πατριάρχη, αείμνηστος ήδη, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, αντήλλαξε ενδιαφέρουσα αλληλογραφία με τους Προέδρους των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους (επιστολές 9, από Ιανουάριο μέχρι Δεκέμβριο 1992) και Μπιλ Κλίντον (επιστολές 4, από Ιανουάριο 1993 μέχρι Απρίλιο 1994), ειδικώς για το Σκοπιανό Ζήτημα, και ήταν πολύ διαφωτιστική και δεσμευτική για τις ΗΠΑ στη διαμόρφωση αντικειμενικής θέσεως στον Λευκό Οίκο, για να προβληματισθεί αναλόγως η μεγάλη σύμμαχος της Ελλάδος.
Το Ίδρυμά μας, ως «Ίδρυμα Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού», απέστειλε την επιστολογραφία αυτή στον πρωθυπουργό στο Μαξίμου προς συνεκτίμηση των στοιχείων στον αγώνα που δίνει και χαιρόμαστε να τον ακούμε ότι δεν αισθάνεται -ούτε δέχεται- πιέσεις για το θέμα από κανένα. Δεν χρειάζεται να είναι η Εκκλησία ούτε αρχή κομματική, ή κυβερνητική ή βουλευτική, για να παρεμβαίνει ή να μην παρεμβαίνει στο θέμα. Οι εκκλησιαστικοί άνδρες ως πνευματικοί ηγέτες, έχοντες γνώση της διακριτότητας των ρόλων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, στην αρχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιούνται και υποχρεούνται να παρεμβαίνουν, προς ενίσχυση του λαού και διαφώτιση των αρμοδίων. Αυτό απαιτεί πάντοτε ο λαός, η συνείδηση του λαού. Γιατί χωρίς τον λαό, το ποίμνιο, ούτε Πολιτεία ούτε Εκκλησία υφίστανται. Σας υπενθυμίζω ότι ένα γκάλοπ, επ’ ευκαιρία του τριημέρου λαοπροσκυνήματος (παρήλασε λαός άνω του 1 εκατ.) στο σκήνωμα του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, και στο ερώτημα «αν η Εκκλησία πρέπει να έχει θέση στα πολιτικά ζητήματα», έδειξε ότι το 85% περίπου απήντησαν ΝΑΙ! Πόσω μάλλον βέβαια αυτό ισχύει για τα εθνικά θέματα, όπως είναι το Μακεδονικό, και δεν ξέρω, ο μη γένοιτο, ποιο θα μας προκύψει αύριο. Άλλο οι θέσεις αρχών ενός πνευματικού ηγέτου και άλλο η εμπλοκή ή η νομή στην πολιτική εξουσία, που είναι υπόθεση των πολιτικών και των κομμάτων τους.
4. Το νέο σκηνικό διοικήσεως στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Εθνικό Ζήτημα της Μακεδονίας
Το Εθνικό Ζήτημα της Μακεδονίας στην ιστορία και στο παρόν αγκάλιασε θερμά η Ορθόδοξος Εκκλησία με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Έπαιρνε θέσεις αρχών, χάριν της αληθείας, της δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του λαού, στη γραμμή Κοσμά του Αιτωλού. Ως εκ τούτου, ενδιαφέρει την κοινή γνώμη να γνωρίζει ποιο είναι το νέο σκηνικό στην Εκκλησία της Ελλάδος, με τον νεοεκλεγέντα από Θηβών και Λεβαδείας Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο, σε σχέση με το Εθνικό Ζήτημα της Μακεδονίας. Οι δύο προκάτοχοί του είχαν ιδιαίτερες ευαισθησίες στα Εθνικά Ζητήματα του λαού, ειδικότερα δε ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήταν και Πρόεδρος της Επιτροπής του Βορειοηπηρωτικού Αγώνος. Ο δε Χριστόδουλος είχε οργώσει όλη τη Μακεδονία και είχε ηγηθεί συνεδρίου στη Φλώρινα για τον Μακεδονικό Αγώνα, πέραν των άλλων, που κάποια προαναφέραμε, και τα περισσότερα αφορούν τον ιστορικό του μέλλοντος. Ο δε Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, επισκεφθείς τη Φλώρινα, έκαμε μνημόσυνο υπέρ των θυμάτων Μακεδονομάχων του Μακεδονικού Αγώνος. Για αυτήν τη Μακεδονία «εμόγησεν» και ο Κοσμάς ο Αιτωλός που την επισκέφθηκε. Με την κατάληξη αυτή Κοσμά του Αιτωλού στον ενθρονιστήριό του πολύ ωραία ο Αρχιεπίσκοπος δίδει το δικό του στίγμα της ταπεινόφρονος θυσίας σ’ ό,τι ωραίο ανθρωπίνως, που το ύψιστο εξ όλων είναι η αρχή της εθνικής ταυτότητας των λαών, που είναι γόνιμη διάσταση της Ορθοδοξίας μας, κατά τον αείμνηστο μεγάλο Καθηγητή Ιω. Καρμίρη, επομένως και του Ελληνορθοδόξου Γένους μας. Αυτό το Γένος βάλλεται τις μέρες αυτές και καταβάλλεται διεθνής προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του, με νόθες μεθοδεύσεις από τον διεθνή παράγοντα στο νευραλγικό γεωγραφικό διαμέρισμά του, στη Μακεδονία, όπου εμείς, όλοι οι Μακεδόνες, φυλάττουμε Θερμοπύλες και εννοούμε να είμαστε για πάντα εδώ και όχι κάποτε εμείς ή τα παιδιά και τα εγγόνια μας να φύγουμε στη νότιο, κάτω των Τεμπών, Ελλάδα πρόσφυγες. Τίποτε δεν είναι αυτονόητο και απίθανο.
Περιμένουμε, λοιπόν, πιο δυναμική παρουσία του νέου Αρχηγού της Εκκλησίας της Ελλάδος στα βήματα του Κοσμά του Αιτωλού και όχι να αφήνουμε την υπόθεση μόνο στον άξιο πολλών συγχαρητηρίων Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο, ως εάν το θέμα να είναι μόνο της επαρχίας του και όχι όλης της Ελλάδος και του Οικουμενικού Ελληνισμού. Πάντως, πολλοί αναγνώστες των κατά καιρούς άρθρων μας στον Τύπο, που μου τηλεφώνησαν, μου εξέφρασαν το παράπονό τους γιατί η Σύνοδος στις 28 Φεβρουαρίου μετατράπηκε στο Εθνικό Θέμα της Μακεδονίας σε υπάλληλο της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ό,τι έπραξαν οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, το ίδιο έπραξε και η Ιερά Σύνοδος: «το θέμα το χειρίζεται η κυβέρνηση, στην οποία και έχουμε εμπιστοσύνη». Ο πρωθυπουργός έχει την εντολή του λαού, αλλά σε στιγμές κρίσεως, όπως είναι η παρούσα, έχει ανάγκη να αφουγκράζεται τις εθνικές αγωνίες των εκπροσώπων του λαού προς ενίσχυσή του. Τούτο δεν σημαίνει ανάμειξη στην πολιτική ή συμμετοχή στην κοσμική εξουσία.