ΤΣΕΠΩΣΑΝ ΤΟ 1,5 ΔΙΣ. ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

Το ποσό το οποίο σχεδιάζεται και τελικά δαπανάται για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού είναι αρκετό για να κατατάξει τη χώρα μας στις πρώτες θέσεις, διεθνώς, του πίνακα με τις δαπάνες για πολεμικό υλικό, σε σχέση με τον πληθυσμό μας. Δεν είναι βέβαια λίγες οι φορές που ακούγονται «φωνές» για το πόσο χρήσιμη είναι η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων, τη στιγμή μάλιστα που η χρηματοδότηση άλλων κοινωνικών πρωτοβουλιών υστερεί σημαντικά και οδηγεί στη δημιουργία κοινωνικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, τι φταίει ο φτωχός συνταξιούχος αν κάποιοι θέλουν να γεμίσουν τις τσέπες τους;

Ο σχεδιασμός των προμηθειών των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι σε άμεση συνάρτηση με την εξασφάλιση της εθνικής άμυνας και ασφάλειας. Δηλαδή οι ειδικοί στις Ένοπλες Δυνάμεις θα έπρεπε να εκτιμούν το επίπεδο της κύριας απειλής για την Ελλάδα και αφού προσδιορίσουν έγκαιρα τις μελλοντικές διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει, να προτείνουν στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία τις ανάγκες σε μέσα, για την αντιμετώπισή της. Εκ των πραγμάτων, η χώρα μας δεν μπορεί να μπει σε μια ποσοτική λογική αντιμετώπισης της απειλής, ούτε και να ζει διαρκώς υπό την απειλή της «κούρσας» των εξοπλισμών. Έτσι το βάρος πέφτει στην ποιότητα και συνήθως σε συστήματα τα οποία εκτιμάται ότι θα προσδώσουν, σε βάθος χρόνου, ποιοτικά πλεονεκτήματα. Φυσικά, καταβάλλοντας το αντίστοιχο τίμημα, τις περισσότερες φορές με αδιαφάνεια.

Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο ερώτημα στην όλη διαδικασία: Υπάρχει άραγε η εξασφάλιση ότι τα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα τα οποία θα αγορασθούν υποστηρίζουν αποτελεσματικά τον τρόπο με τον οποίο θα εξουδετερωθεί ή θα αποτραπεί η απειλή, ή τα μελλοντικά εξοπλιστικά προγράμματα καθορίζονται περιστασιακά και με προχειρότητα;

Τρανταχτό παράδειγμα ελλιπούς σχεδιασμού και προχειρότητας αποτελεί η προμήθεια των υποβρυχίων (που «γέρνουν»). Αναμφισβήτητα, το Πολεμικό Ναυτικό, αφού έκανε τις εκτιμήσεις του, κατέληξε ότι σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο μέλλον θα χρειασθεί καινούργια υποβρύχια. Η εκτίμηση αυτή είναι σεβαστή και απ’ ό,τι φαίνεται από την ιστορία του θέματος έγινε αποδεκτή από τα πολιτικά όργανα που ήταν αρμόδια για την έγκριση της ικανοποίησης της απαίτησης του Πολεμικού Ναυτικού. Η τελική επιλογή όμως ήταν σωστή; Μήπως οι τότε αποφασίζοντες μπήκαν στο πεδίο της υπερβολής; Και ακόμα περισσότερο, τους απασχόλησε η παράμετρος του ρίσκου της προμήθειας; Όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση με τα συγκεκριμένα υποβρύχια, φαίνεται πως όχι. Για να γίνουμε πιο σαφείς, θα επισημάνουμε το γεγονός ότι επιλέξαμε την προμήθεια ενός νέου «πρωτότυπου» υποβρυχίου, αποφεύγοντας ένα δοκιμασμένο ομοίων δυνατοτήτων, του ιδίου κατασκευαστικού οίκου, το οποίο βρισκόταν ήδη σε παραγωγή. Έτσι, τα προβλήματα που ανέκυψαν σε συνδυασμό με μια απαράδεκτη σύμβαση οδηγούν τη χώρα σε δεινή διαπραγματευτική θέση.

Παρότι οι όποιες εποικοδομητικές προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος προήλθαν από την ελληνική πλευρά, οι Γερμανοί παρουσιάζουν την Ελλάδα ως αδιάλλακτη, χωρίς να ενδιαφέρονται για την ουσία της υπόθεσης. Έτσι είχαν μάθει μέχρι τώρα. Έτσι είχαν συνηθίσει.

Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός λαός έχει καταβάλει για τα υποβρύχια το 80% της αξίας τους, το οποίο λίγο πολύ μεταφράζεται σε 1,5 δισ. ευρώ, και υποβρύχια δεν έχουμε πάρει. Τελικά, υπάρχουν ή δεν υπάρχουν προβλήματα; Αν υπάρχουν, πού υπάρχουν, γιατί δεν γίνονται προσπάθειες αποκατάστασης; Εύλογο λοιπόν πιστεύουμε ότι είναι το ερώτημα για το αν υπάρχουν σκοπιμότητες πίσω από αυτό το «αδιέξοδο». Μήπως κάποιοι κάνουν, για λόγους που αυτοί γνωρίζουν καλύτερα, τα αδύνατα δυνατά στο παρασκήνιο για να εκτρέπουν την προσφυγή σε λύση; Πώς αλλιώς είναι δυνατόν να ερμηνευθεί το ότι μια εταιρεία με τεράστια εμπειρία στην κατασκευή υποβρυχίων και ένας όμιλος με παγκόσμια επιχειρηματική δραστηριότητα «δυσκολεύονται» να προσεγγίσουν μια κοινά αποδεκτή λύση;

Σημαντικότατη παράμετρος στο πρόγραμμα προμήθειας των υποβρυχίων είναι ότι η κατασκευή των τριών από τα συνολικά τέσσερα πραγματοποιείται στα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Καμιά λύση δεν μπορεί να προκύψει όταν οι Γερμανοί πιέζουν με μοχλό τους εργαζόμενους στα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά.

Το θέμα έχει φτάσει πλέον σε υψηλό πολιτικό επίπεδο διαχείρισης και αναμένουμε τις εξελίξεις. Το ενθαρρυντικό είναι ότι ίσως για πρώτη φορά η ελληνική πλευρά «όρθωσε» το ανάστημά της και αντιμετώπισε το ζήτημα ως σκεπτόμενος αγοραστής και όχι ως άβουλος και μετριοπαθής αποδέκτης. Έδωσε έτσι και ένα μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν συμβιβάζεται με λύσεις και τακτικές σε βάρος της ποιότητας του εξοπλισμού, για την οποία μάλιστα πληρώνει υπέρογκα ποσά από τον προϋπολογισμό της χώρας.

Εδώ θα αφήσουμε το παρελθόν και θα προσεγγίσουμε το παρόν και το μέλλον των αμυντικών προμηθειών. Αναμοχλεύοντας, αναδρομικά, τους «απόρρητους» πίνακες του τρέχοντος ΕΜΠΑΕ (2006 – 2010) που δημοσιεύθηκαν πριν από έναν περίπου χρόνο με κάθε λεπτομέρεια (;) στον ειδικό έντυπο τύπο (!), εντοπίσαμε κάποια ιδιαίτερα μεγάλου κόστους προγράμματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Φρεγάτες, ενώ εντύπωση μας προκάλεσε η απουσία των αεροσκαφών νέας (ή 4ης) γενιάς της Πολεμικής Αεροπορίας.

Ανεξάρτητα από το εάν το ΕΜΠΑΕ περιλαμβάνει ή όχι πρόβλεψη για αγορά μαχητικών αεροσκαφών, όπως όλα δείχνουν θα πραγματοποιηθεί. Γενικά αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος απόκτησης των αεροπλάνων για την Πολεμική Αεροπορία είναι πολύ μεγαλύτερο αυτού της απόκτησης των πλοίων για το Πολεμικό Ναυτικό. Έτσι εξηγείται γιατί την παρούσα περίοδο παρατηρείται μια αυξανόμενη κινητικότητα στη λεγόμενη «πιάτσα» για τα αεροπλάνα και όχι και για τα καράβια. Αν δε αναλογισθεί κανείς και το κόστος συντήρησης των αεροπλάνων, αλλά και τα πανάκριβα όπλα με τα οποία εξοπλίζονται, αντιλαμβάνεται γιατί οι εταιρείες και οι αντιπρόσωποί τους έχουν επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου «αερομαχία».

Έτσι το τελευταίο διάστημα παρατηρείται πληθώρα δημοσιευμάτων κατά (;) συγκεκριμένων προμηθευτών αεροσκαφών. Στο παρασκήνιο βρίσκεται σε εξέλιξη ένας κρυφός αγώνας των ενδιαφερομένων πωλητών μαχητικών αεροσκαφών. Ένας αγώνας όπου επιστρατεύονται όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, προκειμένου να καλλιεργηθεί το κατάλληλο κλίμα ευμενούς προσέγγισης και λαϊκής αποδοχής των προϊόντων τους.

Όλα όσα συμβαίνουν δεν είναι τίποτε άλλο από ένας διαφημιστικός «πόλεμος» των ενδιαφερομένων εταιρειών και μια προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης από τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Πρέπει όμως όλοι οι παραπάνω να αναλογίζονται διαρκώς ότι οι πράξεις τους συσχετίζονται άμεσα με τα χρήματα του ελληνικού λαού και κυρίως ότι οι πρακτικές και το «θολό» τοπίο που κάλυπτε τους εξοπλισμούς δείχνει να ξεδιαλύνει. Το «ΠΑΡΟΝ», στα πλαίσια του δημοσιογραφικού του λειτουργήματος, παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή το θέμα αυτό, αλλά και όλα τα θέματα των εξοπλισμών. Κι αν σήμερα εστιάσαμε την προσοχή μας στα μαχητικά αεροπλάνα, για τα οποία θα επανέλθουμε με περισσότερες λεπτομέρειες, είμαστε σε αναμονή για τα «υπόγεια ρεύματα» στην προμήθεια των φρεγατών.


Σχολιάστε εδώ