Μια φορά και έναν καιρό
Το ποτήρι μάλιστα ξεχείλισε όταν ημέρα τινά εις εξοχικόν κέντρον διαθέτον «δωμάτια δι’ οικογενείας» του είπεν απροκάλυπτα, «Πάμε να… κοιμηθούμε;», κι εκείνος απάντησε αυστηρά, «Δεν νυστάζω». Και την έστειλε στη μάνα της. Ακούς η ξετσίπωτη; Ήθελε να κοιμηθεί χωρίς στεφάνι με τον πρώτο τυχόντα!
Στην τράπεζα όπου εργαζόταν αποκαλούσε τους συναδέλφους του τεμπέληδες, επειδή το βράδυ, όταν σχολούσαν, δεν έκλειναν τα μελανοδοχεία, δεν καθαρίζανε τις πένες κι αφήναν να ξεραθούνε τα μελάνια, και παρατάγαν χύμα τους κονδυλοφόρους επάνω στο «σουμαίν», αντί να τους τοποθετούν ως ώφειλαν κατά μέγεθος στον πενοστάτη. Μόλις το μεγάλο ρολόι του τοίχου άρχιζε να χτυπάει επιβλητικά την ογδόη εσπερινή, μάζευαν τα έγγραφά τους όπως όπως οι ερίφηδες και τα παράχωναν στο συρτάρι «εική και ως έτυχεν» ένα μάτσο, κι άντε να βρούνε άκρη το πρωί. Αλλά και ο κ. προϊστάμενος το ίδιο κουμάσι ήτανε με δαύτους, αφού δεν τους έκανε παρατήρηση ούτε για τα μάτια. Αντιθέτως, ο κ. Θεόφιλος είχε την αμυδρά υποψία πως τον ειρωνευότανε επειδή συνήθως την ώρα που φεύγανε το βράδυ, έπαιρνε ένα ηλίθιο μειδίαμα και τον ρωτούσε από συναδελφικό ενδιαφέρον τάχα:
«Ξύσατε τα μολυβάκια σας, κύριε Θεόφιλε;»
Σηκωνόταν τότε επάνω σχεδόν σε στάση προσοχής και απαντούσε με τον προσήκοντα σεβασμό:
«Μάλιστα κύριε προϊστάμενε, τα έξυσα!»
Τον ξεφτίλισε μάλιστα μια φορά μπροστά στη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα της τράπεζας με τα φερφορζέ μπιχλιμπίδια, όταν του απηύθηνε την ίδια ερώτηση παρουσία του κ. Τμηματάρχου Α΄, και ο κύριος Τμηματάρχης Α΄ τον κοίταξε ερευνητικά πατόκορφα. Κύριος οίδε τι θα σκέφτηκε ο άνθρωπος. Ήταν δηλαδή κακό που έξυνε τα μολύβια του; Με δικά του λεφτά πήγε στο χαρτοπωλείο Ρακόπουλου στην οδόν Αγ. Μάρκου και αγόρασε τη δίδυμη ξύστρα για τα λεπτά μολύβια της «κόπιας» και για τα άλλα, τα χονδρά, τα δίχρωμα. Του χάρισαν μάλιστα κι ένα ημερολογιάκι τσέπης, που το συμβουλεύεται πολύ συχνά για τις φάσεις της Σελήνης. Σε διαρκή αντιδικία βρισκόταν και με το γκαρσόνι του κυλικείου, επειδή κάθε φορά που περνά με τους καφέδες, ρίχνει νερά επάνω στο γραφείο του. Είναι ένας μείραξ κακομαθημένος και απρόσεκτος. Έχει και μ’ αυτόν την υπόνοια πως το κάνει επίτηδες, διότι όταν έρχεται με τους καφέδες, οι υπάλληλοι στη μεγάλη αίθουσα σταματούν το γράψιμο και κοιτάνε προς το μέρος του. Κάποιοι κοντοί μάλιστα σηκώνονται όρθιοι για να δουν καλύτερα… Ο κ. Θεόφιλος, παρά τις υγιείς του ιδέες, είχε και μιαν αδελφή ξεδιάντροπη, που τη συνέλαβε ένα βράδυ σε άσεμνη στάση και την έδιωξε πυξ-λαξ από το σπίτι. Είχε πάει στου Φιλοπάππου μετά τη δουλειά, για να μελετήσει κάπως πλησιέστερα το τελευταίο τέταρτο της Σελήνης. Και εκεί συνάντησε την αδελφή του μ’ έναν μαντράχαλο, που καθώς περπάταγαν την κρατούσε από τη μέση.
«Αλτ. Τις ει;» ανέκραξε και πήρε τη φωνή του ο αντίλαλος και την έκανε αστραπή και βροντή Διός…
Πετάχτηκαν μερικά ζευγάρια τρομαγμένα κι αναμαλλιασμένα από τους γύρω θάμνους, και αγέρωχος ο κ. Θεόφιλος της απαγόρευσε να γυρίσει ξανά στο σπίτι. Δυστυχώς η μητέρα του πήρε το μέρος της Μπουμπούκας. Έπεσε και στο παρακαλετό, αλλά ο Θεόφιλος ήταν ανένδοτος:
«Κατάλαβέ το επιτέλους πως αυτό το γύναιον δεν έχει θέση στο σπίτι μας».
Επειδή όμως η μητέρα του δεν έστεργε να… απελάσει τη θυγατέρα εκ της πατρικής οικίας, ο δε Θεόφιλος αδυνατούσε να συγκατοικεί με μια «εξώλης και προώλης», πήρε τα μπογαλάκια του και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείον «Παλλάδιον» επί της οδού Πανεπιστημίου και Εμμ. Μπενάκη. Εκεί ένιωσε σαν να τον φύτεψαν στον «ομφαλό της Γης». Όλα τα είχε η καινούργια γειτονιά του. Απέναντί του είχε το καφενείο «Πανελλήνιο», ένα από τα μεγαλύτερα της Αθήνας. Τριγύρω είχε πέντε ολόκληρους σινεμάδες, βάλε και το Σινεάκ, έξι. Ήταν το Ρεξ με τις βαθιές βελούδινες πολυθρόνες και παρέκει, σαν φτωχός συγγενής, το Τιτάνια με την περίεργη σαν ακορντεόν πρόσοψη, καθώς και το διαχρονικό και υπεραιωνόβιο Ιντεάλ. Αντίκρυ το Πάνθεον, με τη φωτεινή μακέτα των λουτρών Αιδηψού κάτω από την οθόνη, αλλά και το δισυπόστατο Μοντιάλ, που πότε γινόταν θέατρο και πότε κινηματογράφος, όπως και το Ιντεάλ άλλωστε.
Στα τυχερά παιχνίδια κατέτασσε τα γειτονικά… μπιλιάρδα του Μαυροκέφαλου όπου κάτι τζίνια της στέκας την άραζαν εκεί καρτερώντας τον… «μουστερή». Κι αν πάλιν επιθυμούσε να φάει κάτι στη σούβλα, παραδίπλα ήταν η ψησταριά «Ο Ταΰγετος», και για να γλυκάνει το δόντι του υπήρχαν κοτζάμ πολυτελή ζαχαροπλαστεία, τα «Ηνωμένα Βουστάσια» και τα «Βαλκάνια» του Καρρά και λίγο παραπάνω ο «Καρούσος». Αν ήθελε δε να ξεμακρύνει, δυο τετράγωνα παραπέρα ήτανε ο «Μπερνίτσας» και η «Αστόρια». Άντε και η «Ήβη»…
Σόδομα και Γόμορρα δηλαδή, με την… καλή έννοια φυσικά!
Την πρώτη ημέρα, όπως ήταν φουρτουνιασμένος από την ξαφνική μετακόμιση, τον ενθουσίασε το περιβάλλον. Την επομένη όμως, που νηφάλιος έκανε ανασκόπηση των γεγονότων, εξανέστη. Ήταν δυνατόν, σκέφτηκε, αυτός, ένας απλός τραπεζιτικός υπάλληλος, να διαμένει μέσα σε τόση χλιδή;
Ως «χλιδή» θεώρησε ότι στο ισόγειο του ξενοδοχείου του λειτουργούσαν παντοπωλείον με φαγώσιμα εισηγμένα εκ της αλλοδαπής και μεγαλοπρεπές… μπαρ. Κατόπιν τούτου μετακόμισε σε λαϊκότερον, μια πάροδο παραπέρα, με ξενοδόχα την ξανθή κυρία Ευθαλία, την οποίαν παραδόξως αποκαλούσαν Μαντάμ Ντόλη. Μιλούσε με βραχνή και σπηλαιώδη φωνή, δεν έσβηνε ποτέ το τσιγάρο από τα χείλη της, το δε λεξιλόγιό της δεν ήτο από τα συνήθη που χρησιμοποιεί μια κυρία στις συναναστροφές…
Ζώντας εργένικα ο Θεόφιλος έτρωγε σε μαγέρικα και τις Κυριακές σε εστιατόρια περιωπής όπως έλεγε. Καλά εστιατόρια στην περιοχή ήταν το «Ελληνικόν» του Αϊδίνη στην οδό Δώρου, η «Ευρώπη» στην οδό Σατωβριάνδου, η «Πρωτεύουσα» στην Εμμ. Μπενάκη και άλλα πολλά. Πήγαινε και στο «Συντριβάνι», στην αρχή της οδού Θεμιστοκλέους. Με τα γκαρσόνια όμως δεν τα πήγαινε καθόλου καλά:
«Έρχεται η σχολαστίκα», μουρμούραγαν μόλις τον έβλεπαν να δρασκελίζει ερευνητικά την είσοδο…
Ένα βράδυ που επισκέφθηκε τη μητέρα του, εκείνη τον υποδέχθηκε ψυχρά. Τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι απέναντί της και σχεδόν τελεσιγραφικά του είπε πως πρέπει να μπει ένα τέλος σ’ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση.
«Η μικρή μού εξήγησε καταλεπτώς τα γεγονότα, και τίποτα επιλήψιμο δεν υπάρχει. Όλα ήταν σατανικές συμπτώσεις. Είχε πάει το κορίτσι στην οδό Πολυκλείτου ν’ αγοράσει «ντεμισέ» με έκπτωση και στον δρόμο τη σταμάτησε ένας κύριος και τη ρώτησε πώς πάνε στα Άνω Πετράλωνα. Η Μπουμπούκα από την καλή της την καρδιά προθυμοποιήθηκε να τον συνοδεύσει για να του δείξει τον δρόμο. Ήταν από άλλη γειτονιά και δεν ήξερε τα κατατόπια».
«Και γιατί δεν έπαιρνε το τραμ;» διέκοψε ο Θεόφιλος, που δεν μάσαγε από κάτι τέτοια.
«Επειδή αργούσε. Κι αυτό μου το εξήγησε η Μπουμπούκα. Τον λυπήθηκε να περιμένει το τραμ μέσα στο αγιάζι. Έτσι, από την καλή της την καρδιά βοήθησε τον ξένο άνθρωπο να πάει στον προορισμό του».
Χαμογέλασε εκείνος με τις δικαιολογίες της μικρής, που μάλλον ψέματα ήσαν, και είπε απότομα:
«Και στου Φιλοπάππου τι γύρευε; Τη ρώτησες τι γύρευε στου Φιλοππάπου;»
«Τη ρώτησα», αποκρίθηκε ήρεμα η μητέρα. «Πήγαν από κει για να κόψουν δρόμο…»
Φούντωσε ο Θεόφιλος. Σηκώθηκε όρθιος καθώς θυμήθηκε τη σκηνή και ούρλιαξε:
«Και από τη μέση γιατί την κράταγε; Για να κόψει δρόμο και η βρωμοχερούκλα του;» είπε τονίζοντας τις λέξεις, για να γίνει κατανοητό το σαφές υπονοούμενο του…
«Από τη μέση την κράταγε», απάντησε αυστηρά η μητέρα, «επειδή το παιδί χτύπησε το ποδαράκι του σ’ ένα κοτρώνι και κούτσαινε. Την κράταγε εντελώς αθώα για να μη πέσει…»
Ο Θεόφιλος σώπασε. Άφησε το σώμα του να καταρρεύσει στον καναπέ ξεφυσώντας. Έμεινε αρκετή ώρα αμίλητος. Κοιτούσε το ταβάνι και σκεφτόταν αναστενάζοντας. Το πήρε στο έτσι, το πήρε στο αλλιώς, το φιλοσόφησε:
«Δεν βαριέσαι», δογμάτισε, «εξ απαλών ονύχων έχουνε τον διάολο μέσα τους…»
Ύστερα είπε αποφασιστικά:
«Αύριο θα ρωτήσω να μάθω αν κόβεις δρόμο για τα Άνω Πετράλωνα πηγαίνοντας από Φιλοπάππου…»