ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ Η ΚΙΝΑ…
Oι συγκρούσεις στο Θιβέτ ξεκίνησαν στις 10 Μαρτίου με αφορμή την επέτειο από την αποτυχημένη εξέγερση που πραγματοποιήθηκε ενάντια στην Κίνα το 1959, εννέα ακριβώς χρόνια μετά τη βίαιη προσάρτηση του Θιβέτ από τον μαοϊκό στρατό που τερμάτισε απρόσμενα την πολυετή ανεξαρτησία του. Οι δεκάδες συλλήψεις βουδιστών μοναχών που πραγματοποίησε η αστυνομία λειτούργησαν σαν θρυαλλίδα και μέσα σε λίγες μέρες, την περασμένη Παρασκευή, η ανταλλαγή πυρών οδήγησε στον θάνατο 100 περίπου ατόμων, σύμφωνα με τους Θιβιετιανούς, ενώ το Πεκίνο ανακοίνωσε τον θάνατο λιγότερων από 20 ατόμων. Η κινεζική ηγεσία απέδωσε τα επεισόδια στον Δαλάι Λάμα, ο οποίος ζει στη γειτονική Ινδία από το 1959, οπότε αναγκάστηκε να φύγει από το Θιβέτ, ηγούμενος μιας εξόριστης κυβέρνησης, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, χωρίς επίσημα να θέτει θέμα ανεξαρτητοποίησης του Θιβέτ από την Κίνα, αλλά μεγαλύτερης αυτονομίας.
Σύγκρουση για το Θιβέτ
Μέχρι πρόσφατα ωστόσο, το καλοκαίρι του 2007, το Πεκίνο βρισκόταν σε συνεχείς συζητήσεις μαζί του, διατηρώντας υπό έλεγχο κατ’ αυτόν τον τρόπο τις εθνικιστικές διεκδικήσεις του Θιβέτ. Οι συνομιλίες κατάρρευσαν πέρυσι το καλοκαίρι, όταν το Πεκίνο επιχείρησε να κάνει την εξής αλχημεία: Θέλοντας να επιβάλει ως διάδοχο του Δαλάι Λάμα άνθρωπο της αρεσκείας του, ανακοίνωσε, όπως ανέφερε ρεπορτάζ των «Νιου Γιορκ Τάιμς» την Τρίτη, ότι «το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε την εξουσία να εγκρίνει τις μετεμψυχώσεις – τη θεϊκή διαδικασία μέσω της οποίας ένας ζωντανός Βούδας επιλέγεται σε ένα αγόρι που βρίσκεται σε παιδική ηλικία». Και ταυτόχρονα φυλάκισε το αγόρι που είχε επιλέξει από τώρα ο ίδιος ο Δαλάι Λάμα ως μετενσάρκωσή του, παραβιάζοντας όπως μπορούμε να καταλάβουμε ακόμη κι εμείς που δεν είμαστε μυημένοι στα απόκρυφα του βουδισμού τις πιο προφανείς παραδόσεις του που θέλουν τη μετενσάρκωση να επιλέγεται μετά τον θάνατο του θρησκευτικού ηγέτη και όχι όσο αυτός είναι εν ζωή! Ορίζοντας όμως ο Δαλάι Λάμα, πριν καν πεθάνει, τη μετενσάρκωσή του, αυτό που θέλησε να εξασφαλίσει ήταν την ανταγωνιστική απέναντι στην Κίνα κατεύθυνση του αυτονομιστικού θιβετιανού κινήματος. Μαζί φυσικά εξασφάλισε και την οργή του Πεκίνου, πυροδοτώντας έτσι ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων που έφθασε μέχρι τις πρόσφατες συγκρούσεις.
Όμως, τα αιματηρά επεισόδια που έκαναν γνωστή σε όλο τον κόσμο την πρωτεύουσα του Θιβέτ, Λάσα, δεν θα είχαν συμβεί αν οι δυτικές χώρες δεν εκμεταλλεύονταν την ιδιότυπη ομηρία στην οποία βρίσκεται το Πεκίνο το τελευταίο διάστημα εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων και τις αυξημένες πιθανότητες που υπάρχουν, κατ’ επέκταση, να υποχωρήσει στα αιτήματά τους για να μη γυρίσει μπούμερανγκ η επιχείρηση δημοσίων σχέσεων που έχουν στήσει, συνολικής αξίας 40 δισ. δολαρίων. Μέσο του εκβιασμού σε αυτήν την κούρσα αποτελούν το μεσαιωνικό καθεστώς ανελευθερίας που δεσπόζει στην Κίνα και οι μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Με φόντο λοιπόν τους Αγώνες, που θα διεξαχθούν από τις 8 έως τις 24 Αυγούστου και αποτελούν για την κινεζική ηγεσία μια μοναδική δυνατότητα βελτίωσης της δημόσιας εικόνας της στο εξωτερικό, εξελίσσεται τους τελευταίους μήνες ένα μπαράζ πιέσεων. Κορυφαίο περιστατικό τους μέχρι τώρα ήταν η παραίτηση του αμερικανού σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ από τη θέση του υπεύθυνου για την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας με αφορμή τη στήριξη που παρέχει το Πεκίνο στο Σουδάν, το οποίο κατηγορείται για τη γενοκτονία στο Νταρφούρ.
Και πιο πρόσφατο περιστατικό, στα απόνερα της κατάπνιξης της εξέγερσης στη Λάσα, ήταν η δήλωση του γάλλου υπουργού Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ (που ξεκίνησε από τα πύρινα αμφιθέατρα του Μάη του ’68 για να συνεχίσει στους Σοσιαλιστές και μέσω του ρόλου τού απολογητή των «ανθρωπιστικών βομβαρδισμών» στη Γιουγκοσλαβία να καταλήξει υπουργός του Σαρκοζί), ο οποίος πρότεινε στις χώρες της ΕΕ να εξετάσουν την τιμωρία του Πεκίνου, απέχοντας ενδεχομένως από την τελετή έναρξης των Αγώνων.
Αξίζει να αναφερθεί ότι καμία χώρα, με εξαίρεση την Ταϊβάν, δεν σκέφτεται μέχρι στιγμής να μποϊκοτάρει τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου, όπως έκαναν οι ΗΠΑ το 1980 με τους Ολυμπιακούς της Μόσχας για να ανταποδώσουν τέσσερα χρόνια αργότερα οι Σοβιετικοί με τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες.
Στο πλαίσιο αυτών ακριβώς των πιέσεων προς το Πεκίνο, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε η καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ, δέχτηκε τον Δαλάι Λάμα στο Βερολίνο, προκαλώντας την οργή του Πεκίνου. Κίνηση που ήταν λιγότερο προκλητική από τον βομβαρδισμό των Αμερικανών στην κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι το 1999, αμφισβητούσε ωστόσο το ίδιο εμφατικά την εξουσία του Πεκίνου.
Η αλήθεια είναι ότι οι αυξημένες δυνατότητες των Δυτικών να παρέμβουν στην Κίνα με όπλο το δημοκρατικό έλλειμμα (έστω κι αν κάνουν ότι δεν βλέπουν το Γκουαντάναμο και τις απαγωγές υπόπτων από τις αμερικανικές αρχές μέσω της CIA) υφίστανται στον βαθμό που η διαδικασία μετάβασης της Κίνας στον πιο αχαλίνωτο καπιταλισμό έχει μετατρέψει τη χώρα σ’ ένα καζάνι που βράζει.
Τα τελευταία χρόνια περιφερειακές – εθνοτικές, αλλά και κοινωνικές συγκρούσεις ραγίζουν τη βιτρίνα της «αρμονικής ανάπτυξης» που προβάλλει η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο εσωτερικό και διεθνώς. Ενδεικτικά, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στις 20 Φεβρουαρίου μετέφεραν πληροφορία από τις υπηρεσίες ασφαλείας για 100.000 περιστατικά κοινωνικών συγκρούσεων ολόκληρο τον χρόνο!
Η σημαντικότερη απειλή που αντιμετωπίζει η Κίνα προέρχεται αναμφισβήτητα από τις περιφέρειες που ζητούν την ανεξαρτητοποίησή τους.
Γενικά, λόγω του γεγονότος ότι η Κίνα δεν αποτελεί μια νεοσύστατη χώρα, ξεχωρίζει για την εθνική της ομοιογένεια, καθώς άνω του 93% του πληθυσμού της ανήκει στο έθνος των Χαν. Πρόκειται για ποσοστό εξαιρετικά υψηλό, αν λάβουμε υπόψη μας ότι αντιστοιχεί σ’ έναν απόλυτο αριθμό που υπερβαίνει το 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους!
Εθνοκάθαρση κατά Ουιγούρων
Περιορισμένες μεν, ωστόσο οι εθνικές της αντιθέσεις είναι υπαρκτές. Πέραν της ντε φάκτο και υπό την αμερικανική προστασία αποσχισθείσας Ταϊβάν, δύο είναι οι περιφέρειες της Κίνας που ζητούν την ανεξαρτητοποίησή τους.
Το Θιβέτ και εξίσου έντονα η επαρχία Ξινγιάνγκ, στα εδάφη του πρώην ανατολικού Τουρκμενιστάν, όπου κατοικούν οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι Ουιγούροι.
Η αυτόνομη αυτή περιφέρεια έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς στα εδάφη της βρίσκονται τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου. Τα κίνητρα επομένως για τον έλεγχό της είναι σημαντικά.
Το μίσος των 10 περίπου εκατομμυρίων Ουιγούρων απέναντι στο Πεκίνο εξηγείται αν δούμε την επιχείρηση εθνοκάθαρσης που έχει δρομολογήσει συστηματικά το Πεκίνο τα τελευταία εξήντα χρόνια με δύο τρόπους: Στέλνοντας στην περιφέρειά τους να κατοικήσουν πλειονοτικοί Χαν από τη μια και από την άλλη μεταφέροντας η κυβέρνηση Ουιγούρους, παρά τη θέλησή τους, να δουλέψουν στα ακμάζοντα παράλια της χώρας. «Στο πλαίσιο του πενταετούς πλάνου το Πεκίνο σκοπεύει να μεταφέρει περισσότερους από 240.000 εργάτες έξω από την Ξινγιάνγκ», ανέφερε ρεπορτάζ της γαλλικής «Λε Μοντ» στις αρχές του χρόνου.
Ως αποτέλεσμα αυτών των βίαιων μετακινήσεων από 7% που ήταν οι Κινέζοι Χαν στην επαρχία Ξινγιάνγκ το 1949, σήμερα -όπως διατείνεται το Πεκίνο- ξεπερνούν το 50% του πληθυσμού της.
Στο Θιβέτ το μίσος ενάντια στο Πεκίνο δεν θρέφεται μόνο από την καταστολή που κατά διαστήματα παίρνει εξαιρετικά βίαιο χαρακτήρα, όπως συνέβη το 1989, τη χρονιά που έγινε και η σφαγή στην πλατεία Τιεν αν Μεν, αλλά και από την επιχείρηση αλλοίωσης των πολιτιστικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών του, όπως φάνηκε και από τις κατηγορίες του Δαλάι Λάμα για «πολιτιστική γενοκτονία». Κατηγορούν συγκεκριμένα την κινεζική ηγεσία για την επιβολή προγραμμάτων πατριωτικής εκπαίδευσης στα βουδιστικά μοναστήρια που αναιρεί τη δική τους ερμηνεία της ιστορίας και φθάνει να απαιτεί από τους σπουδαστές ακόμη και την αποκήρυξη του Δαλάι Λάμα! Μαζί ωστόσο με την πολιτιστική υπάρχει και η οικονομική καταπίεση.
Στο Θιβέτ η ανεργία είναι πολύ υψηλότερη του μέσου εθνικού όρου, ενώ οι σημαντικότερες επιχειρήσεις είναι στα χέρια Κινέζων Χαν. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν επομένως το γεγονός ότι κατά τις διαδηλώσεις κάηκαν δεκάδες καταστήματα Κινέζων.
Αν ωστόσο οι εντάσεις στις επαρχίες Ξινγιάνγκ και Θιβέτ κοπάσουν στο τέλος Αυγούστου, καθώς είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο διεθνής παράγοντας επενδύει σε αυτές, οι εντάσεις που δεν πρόκειται να κοπάσουν αφορούν το κοινωνικό ζήτημα.
Καθεστώς σκλαβιάς
Τα τελευταία χρόνια αγρότες στην κινεζική ενδοχώρα, εργάτες στα παράλια και φοιτητές βγαίνουν κάθε τρεις και λίγο στους δρόμους.
Οι διεκδικήσεις τους αποκαλύπτουν ένα καθεστώς απέραντου ζόφου που θα τρόμαζε ακόμη και τον Κάρολο Ντίκενς. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του 2007, μετά από επίμονες εκκλήσεις απελπισμένων γονιών προς τις αστυνομικές αρχές, αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο απαγωγής και εμπορίας νέων ανθρώπων που τους επέβαλε να δουλεύουν σαν σκλάβοι στην ακόρεστη βιομηχανία, υπό συνθήκες ειδεχθέστερες ακόμη και αυτών που επικρατούσαν στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα.
«Η εξαναγκαστική εργασία φαίνεται να έχει καταστεί γενικευμένο πρόβλημα στην Κίνα την τελευταία δεκαετία, υποστηρίζουν οι ακτιβιστές, καθώς περισσότερα από 120 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την ασφάλεια των σπιτιών και των οικογενειακών τους εστιών για να βρουν δουλειά, συχνά στο απομακρυσμένο και ανοίκειο έδαφος των μεγάλων πόλεων της χώρας», ανέφερε δισέλιδο ρεπορτάζ της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» στις 19 Ιουνίου 2007, με αφορμή την αποκάλυψη για εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν σκλάβους εργάτες.
Πλάι σε αυτές τις ακραίες, μυθιστορηματικές καταστάσεις δεσπόζει ο κανόνας των 11 ωρών εργασίας την ημέρα, επί 6 ημέρες την εβδομάδα έναντι 72 δολαρίων τον μήνα, όπως συνέβαινε στα εργοστάσια που προμήθευαν τη Γουόλτ Ντίσνευ και τα Μακ Ντόναλντς πριν ξεσπάσει διεθνής σάλος, αναγκάζοντας τις αμερικάνικες πολυεθνικές να αλλάξουν προμηθευτή.
Οι τρομερές αυτές κοινωνικές αντιθέσεις (που από τη μια θέλουν το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 10% μέσον όρο τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ το μερίδιο του εργατικού κόστους στο ΑΕΠ να έχει μειωθεί από 53,4% το 1990 στο 41,4% το 2005) συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για τη συνοχή και τη σταθερότητα της Κίνας.