Η Ντόρα στη ΝΕΤ
Αντί σαφών, λιτών και ουσιαστικών απαντήσεων -που να μαρτυρούν συγκροτημένη θεώρηση και κάποια σοβαρή στρατηγική- μας προέκυψε αυτάρεσκος βερμπαλισμός, εθισμός στις ατλαντικές παρωπίδες, αδυναμία αυτόνομου εθνικού στοχασμού και τραγική αμεριμνησία ενώπιον των συσσωρευόμενων απειλών για την εδαφική ακεραιότητα, την ενότητα και την επιβίωση του έθνους. Τρεις ευθύβολες ερωτήσεις -ενός δημοσιογράφου- οι οποίες εξήλθαν από ένα κλίμα ευσέβειας, προσέκρουσαν σε προσπάθειες πνιγμού και τελικά αντιμετωπίσθηκαν με υπεκφυγές και συσκοτιστική απεραντολογία.
Για όλα τα προβλήματα της χώρας με τον περίγυρό της μια λύση-πανάκεια: η ένταξη όλων στην Ευρώπη. Έτσι η κατάργηση των συνόρων, των διαβατηρίων, των «διαχωριστικών γραμμών» θα θεραπεύσει πάσα νόσο. Επρόκειτο για πολιτικό ρεσιτάλ όπου αφθονούσαν οι κατάφωρες αντιφάσεις, οι αυθαίρετοι αφορισμοί, οι ασυνέχειες και τα λογικά αδιέξοδα – όλα διανθισμένα με σπάταλη χρήση του «εγώ».
Όσοι την επροτίμησαν από την «Αβάσταχτη γοητεία» του Τζορτζ Κλούνεϊ στο ALTER ή τους «Αδιάφθορους» του Κέβιν Κόστνερ κατά Ρόμπερτ ντε Νίρο στο STAR, αναμένοντας μιαν υπεύθυνη ενημέρωση στα εθνικά θέματα, βεβαιώθηκαν ότι μπορεί να πυκνώνουν τα μηνύματα θύελλας, αλλά η πορεία μένει σταθερά στον αυτόματο πιλότο και οι απαντήσεις πιστές στην «προκάτ» λογική της νεοταξικής ορθοδοξίας και του μετανεωτερικού εθνομηδενισμού.
Αποκαλυπτικές αντιφάσεις
1. Σε ερώτηση για τη λογική των ανεξαρτητοποιήσεων που θέτει σε κίνηση το προηγούμενο του Κοσόβου, κατηγορηματική τοποθέτηση αρχής:
«Εμείς είμαστε ριζικά αντίθετοι προς μια τέτοια λογική. Δεν μπορεί καθένας να κάνει ό,τι νομίζει. Είμαστε αντίθετοι προς κάθε λογική που δεν έχει διεθνή νομιμοποίηση».
Αλλά στην αμέσως επόμενη φράση η ανατροπή της στην πράξη:
«Βεβαίως αναγνωρίζουμε ότι έχει δημιουργηθεί μια πραγματικότητα. Έχει κηρύξει την ανεξαρτησία του, έχει αναγνωρισθεί από 17 χώρες και ακολουθούν άμεσα άλλες. Για την Ελλάδα ο στόχος είναι σήμερα, πλέον, που δεν μπορούμε να γυρίσουμε το ποτάμι πίσω, να υπάρξει σταθερότητα, να μην υπάρξουν αυτές οι εντάσεις που υπήρξαν στη Μιτροβίτσα προχθές, γιατί αυτό είναι βεβαίως το χειρότερο σενάριο που μπορεί να συμβεί… Να δοθούν οι απόλυτες εγγυήσεις στη σερβική μειονότητα και στην ορθόδοξη πολιτιστική κληρονομιά και από κει και πέρα να βρεθεί ένα modus vivendi και μια επαφή, που είναι και το πιο δύσκολο». (Να αγνοεί άραγε η υπουργός ότι οι πυρπολήσεις δεκάδων ιστορικών εκκλησιών και τα πογκρόμ, που συμπλήρωσαν τη σερβική εθνοκάθαρση στο Κόσοβο, κάτω από την παρουσία της νατοϊκής ειρηνευτικής δύναμης, γελοιοποιούν τις «εγγυήσεις» και εξηγούν την εξέγερση στη Μιτροβίτσα;)
2. Σε παρεπόμενη ερώτηση εάν η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων υποσκελίζεται από την αρχή της αυτοδιάθεσης (των μειονοτήτων) και ποια εγγύηση εξασφαλίζει ότι το Κόσοβο δεν θα αποτελέσει προηγούμενο και για άλλες μειονότητες, η ακόλουθη απάντηση:
Υπουργός: «Υπάρχει ρητορικά, σε ένα ρητορικό επίπεδο, υπάρχει μια δέσμευση όλων. Αλλά εγώ θέλω να είμαι ξεκάθαρη. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αύριο το πρωί κάποιος δεν θα επικαλεσθεί το προηγούμενο του Κοσόβου…» (Και τότε πώς πάμε για αναγνώριση, παρά τα απειλητικά ενδεχόμενα; Ιδού πώς): «… Είναι όμως βέβαιο ότι το Κόσοβο έχει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτό είναι βέβαιο. Είναι η μόνη χώρα που τα τελευταία χρόνια είναι υπό τη διοίκηση του ΟΗΕ, δηλαδή δεν ήταν υπό τη διοίκηση της Σερβίας. Υπήρχε ήδη ως ένα ιδιαίτερο μόρφωμα το οποίο κατέληξε κάπου. Αυτό δεν υπάρχει στις άλλες περιπτώσεις για τις οποίες μιλάνε…» (Είναι περίεργο ότι από τις περιπτώσεις «για τις οποίες μιλάνε» -και πολύ μάλιστα οι τούρκοι σχολιαστές- η υπουργός ελησμόνησε το ιδιαίτερο μόρφωμα του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους… Και εκεί το «ποτάμι» της «πραγματικότητας»; Και πώς όχι;)
Η ώρα των μειονοτήτων
Αλλά η κ. Μπακογιάννη το συζητάει αυτό το νέο δίλημμα:
«Στον κόσμο που ζούμε, μια σύγκρουση αρχών, απαραβίαστο συνόρων – αυτοδιάθεση, πρέπει να το κουβεντιάσουμε πλέον: Τι ισχύει, η αρχή της αυτοδιάθεσης, η αρχή της διατήρησης, τι υπερισχύει;»
Η δική της απάντηση για χώρες της Ευρώπης, όχι για όλον τον κόσμο, λέει, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. (Η λύση της ευρωπαϊκής ένταξης ανακύπτει άλλωστε σαν πολυεργαλείο για όλα τα ερωτήματα που αντιμετωπίζει, για όλα τα προβλήματα της περιοχής μας, στα Βαλκάνια, με την Τουρκία παντού.) Και εξηγεί – και με πλατιές χειρονομίες:
«Δηλαδή εμείς πάμε για την κατάργηση των συνόρων, πάμε για ενοποίηση της Ευρώπης… Δέστε τώρα τι γίνεται στην περιοχή τη δική μας, στις Σέρρες, περάσματα με τη Βουλγαρία, θέλουνε οι άνθρωποι, καταργήθηκαν τα διαβατήρια, είναι κομμάτι πια της Ευρώπης, η επαφή φέρνει πια τον κόσμο πιο κοντά, άρα αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας. Αλλά ότι σήμερα έχουμε θέμα προς συζήτηση είναι βέβαιο. Όπως το θέμα των μειονοτήτων. Οι μειονότητες για ένα μεγάλο χρόνο ήταν θέμα ταμπού. Και για την Ευρώπη. Δεν το συζητούσε κανένας. Μειονότητες; Ακόμα έχω και συναδέλφους σας που όταν ακούνε τη λέξη μειονότητες… Και αντιδρούν με τα στερεότυπα της δεκαετίας του ’70. Όπου λέγαμε, μειονότητα; Δεν το θίγουμε. Η μειονότητά μας στη Θράκη είναι μια μειονότητα που είναι και πολιτισμικός πλούτος για την Ελλάδα και είναι έλληνες πολίτες οι οποίοι προσφέρουνε, οι οποίοι είναι στη κυριολεξία αδέλφια μας, διαφορετικής θρησκείας. Από εκεί και πέρα η αντίληψη για το πώς βλέπει κανείς τις μειονότητες, ιδίως στην Ευρώπη, έχει τελείως αλλάξει…»
(Να συμφωνούσαν με αυτά τα ωραία και τα ποιητικά και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι «τούρκοι» αδελφοί μας της Θράκης, βουλευτές, υποψήφιοι, μουφτήδες, «δημοσιογράφοι», αρειμάνιοι επιστάτες σχολείων και ελληνίδες δασκάλες με σπασμένα χέρια… θα κοιμόμαστε όλοι ευτυχείς στον κόσμο της υπουργού μας.)
Η «εθνική στρατηγική» πολιτικός μονόδρομος…
Δύο εκτός κλίματος ερωτήσεις του κ. Στάγκου, σχετικές με την εθνική στρατηγική για τη λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, προκάλεσαν έκδηλη νευρικότητα.
Ερώτησε τι θα γίνει, εάν κατά τη γαλλική προεδρία της ΕΕ τον Ιούλιο τεθεί το θέμα ειδικής σχέσης αντί ένταξης της Τουρκίας, τότε δεν θα ανατραπεί;…
Αλλά η υπουργός διακόπτει προτού ολοκληρωθεί η ερώτηση:
«Δεν θα ανατραπεί!» Και συνεχίζει: «Διότι εμείς είμαστε αποφασισμένοι να την ακολουθήσουμε. Και νομίζω ότι και τα άλλα κόμματα στη Βουλή, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και ο Συνασπισμός έχουν ως στρατηγική την τουρκική ένταξη…»
Όμως ο ερωτών επιμένει, αυτήν τη φορά, να ολοκληρώσει την ερώτηση. Και διευκρινίζει:
Ερώτηση: «Όταν χρησιμοποιούμε την ένταξη (της Τουρκίας) ως όχημα για την επίλυση των διαφορών, εάν ανατραπεί, εάν εκτραπεί αυτό το όχημα μήπως πρέπει να αλλάξουμε…» Τον διακόπτει και πάλι:
Υπουργός: «Όχι, κύριε Στάγκο, δεν είναι έτσι. Γιατί η Ελλάδα ακολουθεί μια διπλή στρατηγική, διπλή εννοώ μια παράλληλη.
Η μία είναι εάν η Τουρκία πετύχει τα κριτήρια, κάνει τις αλλαγές, δώσεις τις ελευθερίες -ατομικές, θρησκευτικές- απαντήσει στα διλήμματα που έχουν τεθεί, να σταματήσει να μιλάει για casus belli, δηλαδή έχει σταματήσει να μιλάει,αλλά επισήμως δεν έχει σταματήσει, έχω και άλλα παραδείγματα τώρα όσον αφορά την ευρωπαϊκή της προσέγγιση, αλλά (να, το θυμήθηκε) κυρίως και πάνω απ’ όλα έχει να λύσει το θέμα του Κυπριακού, γιατί είναι οξύμωρο να μιλάς για σοβαρή υποψηφιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχοντας στρατό κατοχής στην Κύπρο, έτσι; Όλα αυτά τα οποία είναι σε μια διαπραγμάτευση και σε μια προώθηση για να λυθούν, με την προϋπόθεση βέβαια ότι το θέλει και η ίδια η Τουρκία, αυτό θα της επιτρέψει την πλήρη ένταξή της…»
Η άλλη, η παράλληλη εθνική στρατηγική, του εάν δεν, ποια είναι: Δεν θα το μάθετε, γιατί χάθηκε στη διαδρομή. Η ρητορική περιήγηση, στην ομίχλη χωρίς πυξίδα, συνεχίσθηκε με την πληροφορία ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα κρίνουν και αποφασίσουν μετά από 15 τουλάχιστον χρόνια. Επίσης με πικρόχολες σκέψεις για «ορισμένους συναδέλφους μου» που δεν προσφέρουν υπηρεσία όταν στέλνουν μπερδεμένα μηνύματα στον τουρκικό λαό, αφού η στενότερη σχέση Τουρκίας – Ευρώπης είναι προς το συμφέρον όλων κ.λπ.
Πού θα πάνε τα σύνορα;
Αλλά ο δημοσιογράφος, πολύ ευγενικά, την ξαναφέρνει στα δύσκολα, με την ερώτηση: « Εάν στο εξάμηνο της προεδρίας της η Γαλλία επιδιώξει να επαναφέρει το θέμα των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμείς…» Τον διακόπτει: «Δεν θα το επαναφέρει!»
Δημοσιογράφος (συνεχίζει γενναία): «… Εμείς θα μπορούσαμε να επιδιώξουμε μια καλύτερη προστασία αυτών των συνόρων; Γιατί είναι πολύ διαφορετικό να είναι τα σύνορα της Ευρώπης στα σύνορα της Συρίας και του Ιράν και διαφορετικό να είναι στα ελληνοτουρκικά σύνορα τα σύνορα της Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να επανακαθορισθεί το περιεχόμενο…» ( Η ερώτηση δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί, γιατί σπεύδει η απάντηση. Απάντηση μακρόσυρτη, που όμως δεν απαντά σ’ αυτό το ερώτημα, αλλά σε άλλο, που δεν διατυπώθηκε γιατί θα ήταν χαζό. Η εξής:)
Υπουργός: Νομίζω ότι είναι μια συζήτηση που ουσιαστικά έχει λήξει. Ότι τα σύνορα της Ευρώπης, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, είναι τα ελληνικά σύνορα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Και αυτό το βλέπετε με τον τρόπο που διαπραγματευόμαστε κάθε φορά συνεργασία για την αντιμετώπιση λόγου χάριν μεταναστών. Δεν υπάρχει κανείς που μιλάει για σύνορα της Ευρώπης που να μη μιλάει για την Ελλάδα. Και αυτό δίνει μια άλλη αυτοπεποίθηση στη χώρα…»
(Τώρα το τι θα γίνει αυτή η «αυτοπεποίθηση, όταν -με τη δικαίωση της εθνικής στρατηγικής- τα ευρωπαϊκά σύνορα θα μετακομίσουν από την Ελλάδα στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία και το Ιράν, αυτό είναι ένα ερώτημα βέβηλο και δεν διατυπώθηκε. Έτσι η απάντηση ακολουθεί στη πορεία της απογείωσης:)
«Κι εδώ θέλω να πω κάτι ακόμα. Εδώ αναρωτιέται κανείς, εμείς έχουμε μια τάση στη χώρα μας να ζούμε με αντιλήψεις οι οποίες υπήρχαν για πάρα πολλά χρόνια, την εποχή που, ξέρω εγώ, μαστιζόμαστε από αποφάσεις ξένων δυνάμεων. Η Ελλάδα έχει κάνει μια τρομερή πρόοδο και τρομερή διαδρομή. Η Ελλάδα είναι μια χαρά. Μέλος της ΕΕ, μέλος του ΝΑΤΟ, μια χώρα που έχει ανθρωπιστική παρουσία σε πολλά μέρη του κόσμου, μια χώρα που μιλάει ως ίσος προς ίσον. Κι όταν μια φορά είπαμε ότι δεν πιέζει κανείς και είναι αλήθεια αυτό που σας λέω και δεν μπορείς να πιέσεις σε τελευταία ανάλυση μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση από οπουδήποτε και αν προέρχεται…».
(Αυτά να υπογραμμίζονται με δραματική χρήση της γλώσσας του σώματος: χειρονομίες, γοργή εναλλαγή χαμόγελου και συνοφρύωσης, σκύψιμο του κορμιού προς την κάμερα). Και σε κατάληξη -αντί απαντήσεως- το διδακτικό κήρυγμα:
«Πρέπει λοιπόν κι εμείς να μπούμε στη λογική ότι βεβαίως η εξωτερική πολιτική είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση, αλλά άλλο διαπραγμάτευση και άλλο να παρουσιάζεται ότι κάποιος θα μας δώσει εντολή και εμείς θα κάνουμε τούμπες…»
Εγώ, ex cathedra
– «Εγώ, αυτό που θέλουμε εμείς ως χώρα, (στο Σκοπιανό) θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει μονοπώλιο της γεωγραφικής έννοιας της Μακεδονίας από τη δημοκρατία αυτή, ώστε να απαντηθούν και όλα τα αλυτρωτικά και τα λοιπά…»
– «Όταν λοιπόν έβαλα το ονομαζόμενο βέτο, όταν δηλαδή άσκησα το δικαίωμα της αρνησικυρίας, τους είπα ότι είμαι έτοιμη να διαπραγματευθώ όπως θέλουνε, ότι στόχος μας είναι να βρούμε λύση…»
– «Εγώ έχω μια πάγια αρχή και την υποστηρίζω εδώ και πολλά χρόνια. Ότι εξωτερική πολιτική δεν μπορείς να κάνεις αν έχεις τα μάτια σου στραμμένα προς την εσωτερική κατάσταση. Με βάση αυτήν την αρχή πρέπει να κινείσαι. Δεν μπορείς να υπηρετήσεις σωστά τα συμφέροντα της χώρας σου, εάν θέλεις έστω και κατά κεραίαν να παρασυρθείς, εάν επιτρέψεις στον εαυτό σου να παρασυρθείς σε λαϊκισμούς στο εσωτερικό. Διότι κάθε λέξη που λέω εδώ πέρα μεταφέρεται, ακούγεται. Και δεν εκπροσωπώ την Ντόρα, εκπροσωπώ την Ελλάδα. Άρα έχω αυξημένο αίσθημα ευθύνης και αυτοσυγκράτησης».
(Δεν της τέθηκε φυσικά το ερώτημα πώς και ξέχασε αυτό τον χρυσό κανόνα όταν, προ δεκαπενθημέρου στην Άγκυρα, μπήκε σε ξένο καβγά και -ομιλήτρια σε κομματική συγκέντρωση του Ερντογάν- υπερασπίσθηκε το δικαίωμα στη μαντίλα και ερμήνευσε το Κοράνι αναφορικά με τα δικαιώματα της γυναίκας. Και αυτό σε στιγμή που η ισλαμοποίηση του δημόσιου βίου διχάζει την Τουρκία, έξω γίνονταν διαδηλώσεις, το θέμα απασχολεί τη δικαστική εξουσία και προκαλεί πανικόβλητα σχόλια και στον Αλί Μπιράντ, τον δημοσιογράφο-εικόνισμα της νεοταξικής «αριστεράς» στην Ελλάδα. Ωστόσο μόνη της θέλησε να δώσει κάποιαν εξήγηση γι’ αυτό το ιστορικό διπλωματικό στραβοπάτημα, θολώνοντας την εικόνα, με τα μάτια σταθερά στραμμένα στο εσωτερικό…):
– «… Επειδή είχα πάει και εγώ στην Τουρκία και είχα πει ότι η μαντίλα δεν είναι δείγμα ούτε δημοκρατίας η απαγόρευσή της, αλλά ούτε να το φοράς απαγορεύεται, δηλαδή μπορεί να απαγορευθεί από τον νόμο. Διότι θα ήταν οξύμωρο για μια Ελληνίδα υπουργό των Εξωτερικών, όταν το 50% του μουσουλμανικού κόσμου φοράει μαντίλα, να προσέλθει και να πει ότι αυτό είναι κακό…»
(Αυτά, ωσάν να τη ρώτησε κάποιος στον δρόμο. Αλλά συνεχίζει, πιστή στην απώθηση των λαϊκισμών):
«Από την ώρα που είναι ελεύθερη η επιλογή της γυναίκας αν θέλει να φοράει μαντίλα, με γεια της με χαρά της. Από την ώρα που εγώ φοράω τον σταυρό μου, δεν μπορεί να έρθει κανείς και να μου πει γιατί τον φοράω. Γιατί έτσι μ’ αρέσει. Είναι δικό της δικαίωμα. Και μάλιστα μου είπανε ότι μπορεί να πάω φυλακή γι’ αυτά που είπα….» (!)
(Βέβαια το θέμα που εκκρεμεί στο συνταγματικό δικαστήριο δεν είναι το δικαίωμα της κάθε Τουρκάλας, αλλά μόνο της φοιτήτριας μέσα στο Πανεπιστήμιο, όπως ψήφισε η πλειοψηφία Ερντογάν – αντίθετα προς τις θέσεις χωρών της ΕΕ. Πρέπει να τα γνωρίζει η ομιλήτρια στην Άγκυρα υπουργός, αλλά όχι απαραίτητα και οι τηλεθεατές της Τρίτης στη ΝΕΤ, τους οποίους επεζήτησε να θολώσει.)
Ιστορικό ντοκουμέντο για αρχειοθέτηση.