ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΚΙ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Μέ θλίβει τό μυστήριον
σάλεμα τού αέρος
όπου μάς φέρνει μυρωδιές
ωσάν νά κλάνει γέρος.
.
Εάλω η Πόλις Χριστιανοί
περιπατεί τό σκότος
στήνονται οδοφράγματα
κι αναριγεί ο τόπος.

Κάποιες σκιές γονατιστές
ως πλήθη κατσαρίδων
σέρνονται στ’ αναχώματα,
… τάς είδες καί τάς είδον.

Τί τάχα νά γυρεύουσι
εν τοίς σκουπιδοτόποις;
άλλοτε άνθρωποι σοφοί
καί τώρα γιοί τής Πόπης;

Η Πόλις πάει έπεσεν
γέμει πολλών θυμάτων
ακόμη καί οι ιερείς
πατούν επί πτωμάτων.

Τά βλαπτικά αέρια
η πείνα, τό σκοτάδι
φονεύουσι κάθε θνητόν
τόν στέλνουσι στόν Άδη.

Μακάβριο ταξίδιον
τό τής Αχερουσίας,
ουδείς Σωτήρας φαίνεται
αλλ’ ούτε καί Μεσσίας.

Περιπατώ τήν Πόλιν μας
μέ μάσκαν προστασίας
παρόντων μόνον ποντικών
κι απούσης Εξουσίας.

Σφυρίζουσι δαιμονικώς
στάσιμα ασθενοφόρα,
ακίνητα στήν κίνηση
ίδια μέ νεκροφόρα.

Τά δε Γραφεία Τελετών
τρίβουσι τάς παλάμας
καί τά “κοράκια” καρτερούν
ως ο Δαλάι Λάμας.

Ισχνοί λαμπτήρες άπτουσι
τήν πενιχράν τήν φλόγα
καί παύει νά σεμνύνεται
τών θήλεων η ρόγα.

Πόρναι κι ομοφυλόφιλοι
χρήζουν δικαιωμάτων
κι οι γάτες επιβαίνουσι
επί τών γκέι γάτων.

Ορνιθοσκάλισμα σωστόν
τό τού Πινδάρου Άστυ,
τόν βίον εξεμέτρησεν
κι από πολλούς ‘βιάστει.

Οι Κυβερνώντες αδαείς
ράπτουσι τάς στολάς των
μέ μαργαρίτας, μέ χρυσόν
καί δίπλα ο τσολιάς των.

Ως κι η Ασφάλεια ομιλεί
διά τ’ ασφαλιστικόν της,
αυτή πού ότε τήν ζητείς
παίρνει τό πρωινό της.

Περίφροντις ο Ιερεύς
-πρώτος πάντα τή τάξει-
τό βράδυ τρώει ασύνετα
(μάς χέζει πρίν χαράξει).

Οι Γκεμπελίσκοι διοικούν
σφογγίζοντες τόν κώλον
τού Αρχηγού πού αποκαλούν
Μέγα κι ονειροπόλον.

Εάλω η Πόλις Έλληνες
τά τείχη όλα πέσαν
κι οξυδερκείς οι σύμμαχοι
στό πολλαπλώς μάς χέσαν.

Μοιρολατρίας οπαδοί
ασπάλακες καί γλείφτες
στήνουμε τά οπίσθια
σέ άχρηστους καί μπήχτες.

Καλόν είν’ τό γαμήσιον
άν χαίρονται κι οι δύο,
άν έχουσι τό ίδιον
καί αιχμηρόν αιδοίο.
.
Τώρα επιστρέφω νουνεχής
διά νά Λεσβιάσω
στά Μοσχονήσια απέναντι
έως καί τήν Αγιάσσο.

Τής Ψάπφας όποιαν οπαδό
-βγαίνοντας εκ τού Άδου-
θά τήν βιάσω σκουπιδώς
εντός όζοντος κάδου…

Μετά θά υπάγω σ’ ένα BAR
νά εύρω κάποιον γκέι
νά τόν χαϊδέψω “ελληνικά”
καί νά μού λέει: Όου Καίει.

Χώρα τής ψώρας, τής βρομιάς
τού ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΟΥ,
μοιάζεις μέ σπίτι λήσταρχου
σαφώς διορισμένου.
………………………………………….
………………………………………….
Η ως άνω μεταφορική περιπέτειά μου
κατάβασής μου στόν Άδη δέν επιθυμώ
νά παρεξηγηθεί καί νά θεωρηθεί
ότι ταυτίζεται μέ κανέναν καί καμίαν.
Ήταν μιά φανταστική κάθοδος, εξάλλου τέτοιες περιγραφές δέν εφ-αρμόζουν στήν Χώρα μας.


Σχολιάστε εδώ