«Εθνικοί και Εκκλησιαστικοί Επίκαιροι»
Το κείμενο αυτό θα το σχολιάσουμε καλοπροαίρετα, κατ’ επιθυμία αναγνωστών των πάντοτε ενυπογράφων άρθρων και δημοσίων παρεμβάσεών μας από τον τύπο, την τηλεόραση, το ιντερνέτ (homepages. pathfinder.gr/inra), συμβολές σε περιοδικά, κατά χρέος ακαδημαϊκό. Ολοκάρδια επιθυμία και ευχή μας και όλων των καλής θελήσεως ανθρώπων και πιστών είναι ο νέος Προκαθήμενος της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος – και όχι μόνο ως Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου – να επιτύχει σε όσα σημεία δεν το κατόρθωσαν οι δυο άμεσοι προκάτοχοί του – Σεραφείμ και Χριστόδουλος.
Ειδικότερα, η πληθωρική και δυναμική και επικοινωνιακή και πολυτάλαντη προσωπικότητα Χριστοδούλου ουδόλως πρέπει να τον φοβίζει. Έχει ο νέος Αρχιεπίσκοπος ένα άλλο όπλο στα χέρια του, την πανθομολογούμενη αρετή και συμπεριφορά της ταπεινοφροσύνης με ανάλογη πείρα, μείγμα γλυκιάς και πικρής πνευματικότητας και διοικήσεως, αφού επί 30 χρόνια υπήρξε Μητροπολίτης, επιτυχών μάλιστα, όπως αναγνωρίζεται. Προσωπικά δεν ευτύχησα ούτε μια φορά να επισκεφθώ την επαρχία του, παρότι ο ίδιος ευγενώς με είχε προσκαλέσει εκεί για συνεργασία. Δεν έτυχε όμως. Μπορεί δε γι’ Αυτόν να ισχύσει η ρήση στην ενάσκηση των καθηκόντων του «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη».
Από τη μετά σπουδής και πολλής προσοχής καλοπροαίρετη μελέτη του ενθρονιστηρίου λόγου αναλύονται και εξάγονται και τίθενται στη βάσανο της αλήθειας και της καλόπιστης κριτικής τα εξής δέκα κεντρικά σημεία: α΄ Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στη βάση «των διακριτών μας ρόλων», β΄ «μέριμνα για τα νιάτα του τόπου μας», γ΄ «πορεία του νεοελληνικού πολιτισμικού γίγνεσθαι», δ΄ ο «δοκιμαζόμενος συνάνθρωπος» ή οι «ελάχιστοι αδελφοί», στα πλαίσια της αρχιεπισκοπικής διακονίας του ως «επικεφαλής της Εκκλησίας των Αθηνών» με τη συμπαράσταση και για τούτο «θερμή παράκληση και ικεσία προς τον ιερό κλήρο και τα στελέχη του εκκλησιαστικού έργου», γιατί αλλιώς «ο Αρχιεπίσκοπος δεν θα είναι παρά ένας μοναχικός άνθρωπος με προσωπικές ευαισθησίες», ε΄ η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πανορθόδοξο Σύστημα Διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας (Οικουμενικό Πατριαρχείο «ασφαλής εγγυητής της ενότητος», «εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού», για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο ως «βράχο ακλόνητο της Ορθοδοξίας», «σοφό», «ταπεινό αλλά στιβαρό και σώφρονα», «Πατριάρχη του Γένους» και «ανήσυχο πνεύμα», προσθέτουμε, που τον αποκάλεσε στον τελευταία ομιλία του, αποχαιρετώντας το ποίμνιό του στην επαρχία του), στ΄ το Συνοδικό Σύστημα Διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος (Σύνοδος Ιεραρχίας και Διαρκής, υπό την Προεδρία του «με τις ευθύνες και αρμοδιότητες του Προέδρου τους» ως «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος», «με συναίσθηση του πνεύματος ευθύνης στην ουσιαστική και έμπρακτη λειτουργία του Συνοδικού μας Συστήματος»), ζ΄ ο Καταστατικός Χάρτης, το Πηδάλιο δηλαδή της Εκκλησίας, «ο οποίος οριοθετεί νομικά τις εκκλησιαστικές λειτουργίες» με την «ανάγκη για διορθώσεις και προσθήκες και αξιοποίηση των μη ακόμη αναξιοποιήτων σημείων του», η΄ «η νευραλγική σημασία της Εκκλησιαστικής Παιδείας» σε συνεργασία «με τα Πανεπιστήμια και τα άλλα μορφωτικά Ιδρύματα της χώρας, και ιδία με τις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης», θ΄ άλλα «πρακτικά θέματα», «το Οικολογικό Πρόβλημα», «και περί της διαχειρίσεως της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» και ι΄ να είναι «το τέλος του κύκλου της επίγειας διακονίας του με τον ίδιο τρόπο που ο Άγιος Κοσμός ο Αιτωλός μιλούσε για το σκαμνί του», που δεν ήταν τίποτε άλλο, προσθέτουμε εμείς, παρά «σκαμνί» στην υπηρεσία του Έθνους, του Ελληνορθοδόξου Γένους μας, και που γι’ αυτό το «σκαμνί», φυσικά, έδωσε το αίμα του και έχει καταταγεί στη χορεία των νεομαρτύρων του Έθνους και της Πίστεώς μας.
Σκέψεις στο σημείο υπ’ αριθμ. ε΄ για τη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πανορθόδοξο Σύστημα Διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας: Ομιλεί στον ενθρονιστήριο ο Αρχιεπίσκοπος για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «ασφαλή εγγυητή της ενότητος», του Κόσμου της Ορθοδοξίας. Έτσι είναι. Η Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος μας διδάσκει ότι άπαντες οι Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος (πλην μιας θλιβερής περίπτωσης μεταξύ 1967-1973) στάθηκαν ένθερμοι υποστηρικτές του ρόλου αυτού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε σεβασμό της κανονικής αρχής 1) του Πρωτοθρόνου και των εξ αυτής απορρεόντων προνομίων και υποχρεώσεων στο πρόσωπο του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου, 2) της εφαρμογής στη Διασπορά του 28ου Κανόνος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, που προνοεί ότι το έδαφος της Διασποράς είναι έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που όμως το διεμβολίζει το Ρωσικό Πατριαρχείο και 3) της αρχής του Εκκλήτου επί τελεσιδίκων αποφάσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος για Αρχιερείς, που έχει περιληφθεί και στον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη. Από κει και πέρα η Εκκλησία της Ελλάδος ως ανεξάρτητη Εκκλησία δικαιούται και υποχρεούται να αναπτύσσει τις δικές της κατευθείαν σχέσεις με όλες τις κατά Τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, ως κατ’ εξοχήν ελεύθερη και δυναμική Εκκλησία με κύρος και γόητρο και θεσμική παρουσία στη δική της τοπική δικαιοδοσία. Έρχεται έτσι αρωγός στις «χρείες» πασών των εμπεριστάτων κατά Τόπους Εκκλησιών, με πρώτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Λειτουργεί, θα λέγαμε, και ως ένα είδος ιερής αγελάδας. Αλλ’ όχι όμως να εκλαμβάνεται τούτο ως έκφραση υποτέλειας ή υπαλληλίας, όπως κάποιοι φαναριωτικοί κύκλοι και άλλοι το νομίζουν.
Συνοδικό Σύστημα
Σκέψεις στο σημείο υπ’ αριθμ. στ΄ περί Συνοδικότητος: Συχνά λέγεται από τον ίδιο και από τους άλλους Αρχιερείς ότι θα λειτουργήσει το Συνοδικό Σύστημα. Και αμέσως εύλογο το ερώτημα: ο προκάτοχος Χριστόδουλος δεν λειτούργησε τον Συνοδικό Θεσμό; Επειδή ο μακαριστός δεν μπορεί να αρθρώσει φωνή εκ του τάφου, οφείλουμε οι περιλειπόμενοι να πούμε την αλήθεια. Θα καταθέσω δύο στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο. Πρώτον, ζήτησε ο Χριστόδουλος η Δ.Ι.Σ. να συνέρχεται όχι άπαξ του μηνός, όπως γίνεται, αλλά τουλάχιστο δις. Η αντίδραση των Συνοδικών ήταν αρνητική προς τούτο και φυσικά ο Αρχιεπίσκοπος δεν επέμενε. Και το ερώτημα: Ένας που δεν σέβεται το Συνοδικό Θεσμό είναι δυνατόν να ζητά τη σύγκλιση της Συνόδου συχνότερα; Δεύτερον. Είναι γεγονός ότι, με τη δυναμική του και την επιχειρηματολογία του επί των εισηγουμένων θεμάτων, για τα οποία ο ίδιος προετοιμαζόταν πάντοτε πλήρως, περνούσε τις θέσεις του, σχεδόν πάντοτε. Κάποιοι αντιτιθέμενοι και όχι «αντιπολιτευόμενοι», όπως συνήθως λέγεται με πολιτικούς όρους, Αρχιερείς είχαν και αυτοί, αν είχαν, τη δική τους θέση. Σε τέτοιες περιπτώσεις κρατεί η ψήφος των πλειόνων.
Η Ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει ότι, όταν ο Πρώτος, ο Πρόεδρος της Συνόδου, είναι ισχυρή προσωπικότητα, τότε η Σύνοδος τον ακολουθεί. Σε αντίθετες περιπτώσεις ο Πρώτος ακολουθεί τη Σύνοδο, που διαπρεπείς Αρχιερείς μέλη της, αφήνουν το δικό τους στίγμα.
Το ιδεώδες είναι να λειτουργούν και οι δύο θεσμοί με ισορροπία αλλά και αποφασιστικότητα. Επομένως, το παραμύθι της συνοδικότητος καλόν είναι να σταματήσει. Η εμμονή στην συνοδικολογία μας θυμίζει το λόγιο ότι «κατά κανόνα, η αρετή παύει εκεί που αρχίζουν οι λόγοι περί αρετής».
Ο Καταστατικός Χάρτης
Σκέψεις στο σημείο υπ’ αριθμ. ζ΄ για τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος: Εδώ, Μακαριώτατε, βρίσκονται τα δύσκολα και λεπτά σημεία, τόσο στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους στην Πατρίδα μας όσο και στις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου ειδικότερα. Προτίθεστε να ζητήσετε αλλαγή του «για διορθώσεις και προσθήκες». Ο λόγος ότι τα 30 χρόνια λειτουργίας του επιβάλλουν τούτο, δεν είναι πειστικός. Εάν λάβουμε, λογικά, υπόψη μας ότι το Σύνταγμα και οι νόμοι του Κράτους αλλάζουν στον τόπο μας σαν τα πουκάμισα, τα 30 χρόνια ισχύος του Καταστατικού Χάρτου δείχνουν ότι το κείμενο αυτό σχεδιάστηκε, νομοθετήθηκε και εφαρμόστηκε ως άριστα. Σας αναφέρω δυο βασικά προβλήματα που έκαμε τον Προκάτοχό Σας να στηρίζεται σε αυτόν, ως Πηδάλιο της Εκκλησίας (κείμενο νομικό αλλά και κανονικό και όχι μόνο νομικό) και να αρνείται αλλαγές, α) έναντι της Πολιτείας και β) έναντι του Φαναρίου. Στην πρώτη περίπτωση ήθελε να αποφύγει τον πειρασμό χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, που από τα πράγματα θα ετίθετο. Και δεύτερον, ήθελε να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που, με κάποιες δικές του αφορμές, εβάλλετο συστηματικά από το Φανάρι, που ζητούσε νομικές κατοχυρώσεις υπερβολικών απαιτήσεων εναντίον της αρμονίας εννόμου και κανονικής τάξεως στην Ελλάδα. Είχαμε φθάσει στο σημείο, λόγω της μεσαιωνικού τύπου ακοινωνησίας, να τηλεφωνούν Φαναριώτες Μητροπολίτες του τότε ηγετικού κύκλου του Πατριάρχου σε μέλη της Δ.Ι.Σ. από τις Νέες Χώρες να απόσχουν των εργασιών της Δ.Ι.Σ. για να διαλυθεί το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πρωτεύουσα του κράτους, στην Αθήνα, μετέχοντες εμπράκτως στην ακοινωνησία κατά του Αρχιεπισκόπου, ως Προέδρου της Συνόδου των. Θα έπρεπε να απέχουν «ίνα μη μιανθώσι». Αυτό ήταν άνευ προηγουμένου κατάντημα και για τις δυο πλευρές, ασχέτως του επιμερισμού ευθυνών. Το Πατριαρχείο έχει ανάγκη στηριγμάτων και υποστηριγμάτων στην Ελλάδα αλλά όχι αυτά να χρησιμοποιούνται προς διεμβόλιση του κύρους και του γοήτρου της Αδελφής, της Μητρός Εκκλησίας, Εκκλησίας της Ελλάδος, ως υποστηρικτικής Αρχής.
Το Πατριαρχείο
Το Πατριαρχείο, κατά την τελετή ενθρονίσεως διά του εκπροσώπου του, κατέστησε σαφή τα όρια σχέσεων, με την δήλωση σεβασμού απολύτου των πατριαρχικών κειμένων του 1850 και 1928. Θα έχετε, Μακαριώτατε, την παρρησία εν ταπεινώσει να ζητήσετε τροποποιήσεις και στα κείμενα του Πατριαρχείου ώστε α΄ να σας δώσει το Πρωτείο που δικαιούστε ως Αρχηγός Ανεξαρτήτου Εκκλησίας, ενδέκατος στη σειρά στο επίσημο σύστημα, εκ δεκατεσσάρων Τοπικών Εκκλησιών, της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Αφού είστε Προκαθήμενος, Πρόεδρος της Συνόδου, δεν νοείται να μην είστε και Πρώτος. Και δεύτερον, θα ζητήσετε να προσδιοριστούν επακριβώς τα όρια της Π.Σ.Π. του 1928 στη βάση της αρμονίας κανονικής και εννόμου τάξεως στο έδαφος της Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς να θιγεί το γόητρό της στο ίδιο της το σπίτι; Επί τη βάσει όλων ανεξαρτήτως των εκατέρωθεν κειμένων; Γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι ο Πατριάρχης έχει την επιστημονική γνώμη ότι στα πλαίσια «της μείζονος θρησκευτικής ελευθερίας» «ο νομοθέτης δεν δύναται πλέον να ορίζει αυτός τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας…». Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως, με την πρόσφατη απόφασή του (αριθμ. 410/2008, 28-6-2007 και 1-2-2008, παράγραφοι 8, 9, σελ. 4-9) προσδιορίζει νομικά τα όρια των όρων ε΄ και ζ΄ της Π.Σ.Π. του 1928. Δηλαδή, η εκλογή του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης (που αν γινόταν αποδεκτή από το Σ.τ.Ε. η προσφυγή του Μητροπολίτου Ζακύνθου κυριολεκτικά θα διαπομπεύετο και νομικά και κανονικά, προς μειδιασμό και επευλογία του Φαναρίου) έγινε νομικά και κανονικά καλά (γίνεται μάλιστα και παραπομπή στο Πατριαρχικό έγγραφο της 31 Μαρτίου 2004 που ενέκρινε να προχωρήσουν τα πράγματα και μετά υποχωρήσαμε και πάλι), τα περί ακοινωνησίας ακολουθήσαντα μόνο ως μεσαιωνικά μπορούν να γίνουν αποδεκτά και φυσικά και οι αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας που ακολούθησε, ότι τα πάντα της Πράξεως γίνονται αποδεκτά, είναι ανύπαρκτες. Γιατί; Διότι εκείνες οι αποφάσεις, υπό το κράτος της ακοινωνησίας και των εντυπώσεων, είναι εκθεμελιωτικές, ως βεβιασμένες, της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το ζήτημα δεν είναι η «διαχείριση της κρίσεως», αλλά η «διαχείριση της λύσεως», προς όφελος και των δυο πλευρών.
Καλή επιτυχία, Μακαριώτατε!
ΥΓ.: Μακαριώτατε, έλαβα το από 2.3.2008 σεπτό γράμμα Σας ως Προέδρου της Ιεράς Συνόδου σε απάντηση δικού μου από 11.2.2008, συγχαρητηρίου και υπηρεσιακού – άσχετα αν Σεις το εκλάβατε και ως κείμενο παραιτήσεώς μου, που θέλατε έτσι να το δείτε, δικαίωμά Σας – και Σας ευχαριστώ θερμά για τις κρίσεις Σας στο πρόσωπό μου και στο έργο που επιτέλεσα στην Ιερά Σύνοδο ως «Ειδικός Επιστημονικός Σύμβουλός της επί Διεκκλησιαστικών και Διαθρησκειακών θεμάτων», τα τελευταία δύο χρόνια της αρχιεπισκοπείας Χριστοδούλου, παρ’ Αυτώ ως Προέδρω της Ιεράς Συνόδου, εκφράζοντας προς την ελαχιστότητά μου Σεις προσωπικά και εκ μέρους της Συνόδου, φρονώ, «τας ολοθύμους συγχαρητηρίους Αυτής προσρήρεις, δι’ α, μετά σεβασμού και αφοσιώσεως προς την Εκκλησίαν, επιστημονικής καταρτίσεως, ενδελεχούς ερεύνης, αόκνου μελέτης και ανιδιοτελείας εμόγησα κατά την άσκησιν των ως άνω καθηκόντων». Ο υποφαινόμενος, Μακαριώτατε, «οίδε και περισσεύειν, οίδε και υστερείσθαι», διά βίου, εκλαμβάνει δε την συνεργασίαν του με τον «πολυτάλαντον εν Αρχιεπισκόποις» κυρό Χριστόδουλο ως ύψιστη διάκριση και τιμή: «Αιωνία η μνήμη του και ευγνωμοσύνη μας». Σε Σας επαναλαμβάνω το «Υγιαίνειν, Χαίρειν και Συγχαίρειν», της από 11.2.2008 επιστολής μου.
(Το Β΄ μέρος θα δημοσιευθεί την επόμενη εβδομάδα)