Ξεφώνημα από Ουάσινγκτον για τα… δεμένα χέρια Ζορμπά
Αυτόν τον μήνα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η ειδική ετήσια έκθεση της αμερικανικών αρχών για το διεθνές ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που προέρχεται από εμπόριο ναρκωτικών και άλλες μορφές του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος («International Narcotics Control Strategy Report – 2008»).
Στην έκθεση, η οποία υιοθετεί πλήρως τα συμπεράσματα αντίστοιχης αναφοράς της ειδικής Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ (Financial Action Task Force – FATF), διαπιστώνεται έλλειψη πολιτικής βούλησης από την πλευρά της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας, όπως άλλωστε και οι ίδιες οι ΗΠΑ, κατατάσσονται από τους αμερικανούς ειδικούς στη λίστα των 59 χωρών με τους μεγαλύτερους «τζίρους» στη διακίνηση βρώμικου χρήματος.
Για τη μεταχείριση που έχει επιφυλάξει η κυβέρνηση στην Αρχή Ζορμπά, οι Αμερικανοί αφήνουν σαφέστατες αιχμές, τονίζοντας ότι «η έλλειψη επαρκούς προσωπικού και κρατικής χρηματοδότησης, καθώς και η έλλειψη πολιτικής υποστήριξης στην αποστολή της, περιορίζουν την αποτελεσματικότητα της Αρχής».
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η Επιτροπή για το ξέπλυμα ιδρύθηκε το 1995 και με τον νόμο 3425/2005 μετατράπηκε σε Ανεξάρτητη Αρχή, με πρόσβαση σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, χωρίς μάλιστα τους περιορισμούς που επέβαλε στη λειτουργία της το φορολογικό απόρρητο. «Η Αρχή έχει, στα χαρτιά, ευρείες αρμοδιότητες», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της αμερικανικής έκθεσης επικαλούνται την έκθεση της FATF για να τονίσουν ότι υπάρχουν ανησυχίες για τη λειτουργία και τις δομές της, λόγω της ανεπαρκούς στελέχωσης και παροχής τεχνικών μέσων που απαιτούνται για να επιτελέσει σωστά το έργο της.
Όπως επισημαίνουν, η Αρχή δεν έχει στο δυναμικό της οικονομικούς αναλυτές ή προσωπικό εξειδικευμένο στην καταπολέμηση του ξεπλύματος και είναι σοβαρά υποστελεχωμένη. Κάθε χρόνο η Αρχή εξετάζει περί τις 1.000 αναφορές ύποπτων συναλλαγών, αλλά δεν έχει υποδομή υψηλής τεχνολογίας για να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά. Μόλις πρόσφατα απέκτησε μια βάση δεδομένων για να καταγράφονται οι αναφορές, οι οποίες όμως δεν υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή, αλλά χειρόγραφες.
Από το 2007, η Αρχή έχει μορφοποιήσει την πάγια διαδικασία υποβολής αναφορών για ύποπτες συναλλαγές. Αν και έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει βαριές ποινές σε όσους αποφεύγουν να αναφέρουν ύποπτες συναλλαγές, δεν το έχει πράξει, όπως σημειώνει η έκθεση. Υπογραμμίζει, όμως, ότι αυτό οφείλεται στις ελλείψεις στελεχών, που έχουν εμποδίσει την αποτελεσματική επικοινωνία της Αρχής με το εγχώριο οικονομικό σύστημα, αλλά και με τις ομόλογες αρχές του εξωτερικού.
Η εφαρμογή αποτελεσματικών διαδικασιών αναφοράς ύποπτων συναλλαγών παραμένει ζητούμενο, σύμφωνα με την έκθεση. Όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, η νομοθεσία για την αναφορά ύποπτων συναλλαγών και την αντιμετώπιση του ξεπλύματος είναι αυστηρή, αλλά στην πράξη παραμένει ανεφάρμοστη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που σημειώνεται στην έκθεση είναι η απελπιστικά «χαλαρή» αντιμετώπιση από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των τραπεζών και χρηματιστηριακών εταιρειών που διαπιστώθηκε ότι δεν εφάρμοζαν σωστά τις διαδικασίες για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος. Ο κ. Ν. Γκαργκάνας επέβαλε ποινές-χάδια (άτοκες καταθέσεις) σε 14 τράπεζες, ενώ ο κ. Αλ. Πιλάβιος «τιμώρησε» με πρόστιμα 5.000-10.000 ευρώ δύο χρηματιστηριακές εταιρείες. «Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτές οι κυρώσεις δεν είναι επαρκώς αποτρεπτικές», σημειώνουν διπλωματικά οι συντάκτες της αμερικανικής έκθεσης.