Ξεθωριάζουν οι στόχοι της Στρατηγικής της Λισσαβώνας

Συγκεκριμένα, υψηλή βαθμολογία εμφανίζει η Ελλάδα στους υποδείκτες «Οικονομική ανάπτυξη» και «Παραγωγική ανάπτυξη» (1,38 και 2,87 αντίστοιχα, έναντι 0,98 και 1,35 στην Ευρώπη), εξαιτίας των επιδόσεών της κυρίως σε ρυθμούς ανάπτυξης.

H υψηλή αυτή βαθμολογία στα δύο αυτά κριτήρια κατατάσσει τη χώρα μας έβδομη στον πίνακα των 14 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών ως προς την επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβώνας. Αντίθετα, σε τρεις άλλους σημαντικούς στόχους-κριτήρια, όπως «Σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών», «Απασχόληση» και «Εκπαίδευση και ανθρώπινο κεφάλαιο», η βαθμολογία είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Η απογοητευτική αυτή αξιολόγηση σε τρία σημαντικά κριτήρια-στόχους, δύο μόλις χρόνια πριν από την εκπνοή της δεκαετούς πορείας της Στρατηγικής της Λισσαβώνας, καταδεικνύει τη μόνιμη πια αδυναμία της χώρας μας να αντιμετωπίσει τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία και μάλιστα σε τομείς που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη αειφόρου ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής, βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και, φυσικά, της πραγματικής σύγκλισης.

Για να καταδειχθεί η σημασία της επίτευξης των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβώνας υπενθυμίζουμε ότι στις 23 και 24 Μαρτίου του 2000, στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, οι ηγέτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέφρασαν ρητά την πρόθεσή τους να καταστήσουν την ΕΕ μέχρι το 2010 την «πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία γνώσης παγκοσμίως, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Για να διευκολυνθεί η επίτευξη αυτού του στόχου υιοθετήθηκε η λεγόμενη Στρατηγική της Λισσαβώνας, η οποία περιλαμβάνει κατευθύνσεις οικονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας, σε αντίθεση με πολλές άλλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσίαζε, τουλάχιστον κατά την πρώτη πενταετία της Στρατηγικής της Λισσαβώνας, σημαντική υστέρηση σε όλους τους τομείς και, όπως προκύπτει από διεθνείς μελέτες και εκθέσεις, κατείχε μειονεκτική θέση στην κατάταξη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τις επιδόσεις τους στην επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβώνας.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα μπορέσει η χώρα μας να κάνει σε δύο περίπου χρόνια όσα δεν μπόρεσε να κάνει σε οκτώ. Η απάντηση είναι καταφατική, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα επιταχυνθεί ο βηματισμός προς το 2010 και θα επικεντρωθούν οι προσπάθειες για την εξασφάλιση ανταγωνιστικής οικονομίας της γνώσης, των ευκαιριών, της απασχόλησης, της ισόρροπης ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και του σεβασμού στο φυσικό περιβάλλον.

Ζητούνται, φυσικά, δύσκολα πράγματα. Πρέπει όμως κάποτε να αντιμετωπίζονται τα δύσκολα. Διαφορετικά, αν συνεχιστεί απλώς μια επιδερμική διαχείριση της οικονομίας μας, όπως γίνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια, η χώρα μας θα παραμείνει ουραγός, σε βάρος κυρίως της αξιοπιστίας της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των εργαζομένων.


Σχολιάστε εδώ