Το σύγχρονο ελαττωματικό και αποτυχημένο κράτος
Ζούμε το φαινόμενο της ιδιωτικοποίησης του κόσμου, ο εστί μεθερμηνευόμενον, της ιδιωτικοποίησης του κράτους. Αυτό, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ζαν Ζιγκλέρ, «θέτει υπό κηδεμονία τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις», ενώ «στερεί από τη σημασία τους τις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις και σχεδόν όλες τις λαϊκές ψήφους». Αποτέλεσμα ο ένας μετά τον άλλο όλοι οι δημόσιοι θεσμοί απογυμνώνονται απ’ τη ρυθμιστική τους ικανότητα.
Ο Ζιγκλέρ, ο Χάμπερμας, ο Τσόμσκι, ο Χομπσμπάουμ είναι οι κυριότεροι, αλλά φυσικά όχι οι μοναδικοί που ονομάζουν αυτόν τον καιρό πράγματα και καταστάσεις με το αληθινό τους όνομα. Η αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση τρομοκρατεί σε καθημερινή βάση τις εκλεγμένες εξουσίες.
Οι αγορές με τον θεοποιημένο ανταγωνισμό αναζητούν αποδοτικότερους τόπους επενδύσεων (συρρικνωμένο εργατικό κόστος, φθηνότερες επιτόπιες πρώτες ύλες, ευελιξία εργασίας, ευκολότερο, ταχύτερο, υψηλότερο κέρδος) και διαρκώς αυξανόμενη παραγωγικότητα – εξορθολογισμένη οργάνωση εργασίας τη λένε. Η λόγω τεχνολογίας εξαφάνιση ολοένα και περισσότερων θέσεων εργασίας, η απειλή αποδημίας των επιχειρήσεων σε παραδείσους φτηνής εργασίας και γενικότερων πρωτόγονων συνθηκών, υποδηλώνουν κλείσιμο ή έστω αποδυνάμωση επιχειρήσεων, με προφανή συνέπεια τον εφιάλτη της ανεργίας. Αυτή η εξέλιξη καθιστά ακόμη πιο ευάλωτες τις κυβερνήσεις στις απαιτήσεις του κεφαλαίου για νέες απορρυθμίσεις. Όπως επισημαίνει ο Χάμπερμας: «το εθνικό κράτος χάνει σταδιακά την ικανότητά του να εισπράττει φόρους (στην πράξη μειώνει ή καταργεί φόρους των επιχειρηματικών κερδών ως δήθεν επενδυτικά κίνητρα), να ενισχύει την ανάπτυξη και να εξασφαλίζει τις θεμελιώδεις βάσεις της νομιμότητάς τους. Όλα αυτά πλήττουν καίρια τη συνοχή του κοινωνικού σώματος, αλλά και τον ιστό των εθνικών οικονομιών».
Ζούμε ένα προχωρημένο στάδιο κρίσης στα όρια αποδιάρθρωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Κοινοβούλιο και κυβέρνηση που διαθέτει τη «δεδηλωμένη» συναίνεση της πλειοψηφίας του στα πλαίσια ενός δημοκρατικού συντάγματος που επαίρεται ότι κατοχυρώνει τα θεμελιώδη πολιτικά και αστικά δικαιώματα των πολιτών. Όμως «καθολική» ψηφοφορία που στην πράξη καθίσταται επικινδύνως «μερική». Έτσι για την παρούσα Ευρωβουλή προσήλθε και εψήφισε ποσοστό περίπου 50% των εγγεγραμμένων. Για το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε μόνο το 1/3 των εγγεγραμμένων. Χειρότερα είναι τα πράγματα στην Αγγλία, όπου για τις ευρωεκλογές και τις τοπικές εκλογές το ανώτατο ποσοστό συμμετοχής μόλις έφθασε το 20%.
Στην Ευρώπη τα κόμματα εξουσίας επιχαίρουν για το «λιγότερο ή και μικρότερο κράτος». Αυτό βέβαια σημαίνει αδύναμο και μη αποτελεσματικό κράτος, εκτός από τις λειτουργίες που ενδιαφέρουν καίρια τους ολιγάρχες, όπως είναι η εσωτερική ασφάλεια και η καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Κατά τα λοιπά το κράτος υποκαθίσταται από αποκρατικοποιημένες ή εξ αρχής ιδιωτικές υπηρεσίες. Το θεσμικό κυρίαρχο εδαφικό κράτος που γνώρισε η ιστορία και συνιστά το πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας είναι σήμερα, κατά την ανάλυση του Ηobsbawn (Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και τρομοκρατία, 117 επ.), «πιο αδύναμο παρά ποτέ».
Ο βρετανός ιστορικός ασκεί πικρόχολη κριτική για το κατάντημα του αγγλικού Κοινοβουλίου, τα κενά καθίσματα, την αγνόηση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων από τα ΜΜΕ, εκτός αν πρόκειται για κωμικοτραγικά επεισόδια, και καταλήγει στην «πνευματική ευτέλεια της δημόσιας ρητορικής των δημοκρατών πολιτικών». Οιαδήποτε ομοιότητα με τα καθ’ ημάς είναι καθαρά συμπτωματική!
Δυστυχώς, όσο απράγμονες και νωχελικοί είναι οι πολίτες την ώρα που ψηφίζουν, αφού δεν είναι τιμωροί, τόσο παθητικοί και ράθυμοι αποδεικνύονται και στο ανάμεσα σε δύο εκλογές διάστημα. Εκεί αρκούνται στην αμφίβολη κριτική των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, εις πείσμα του εγγενούς κανιβαλισμού των τελευταίων.
Στην εποχή τού φαίνεσθαι και όχι τού είναι, η εικόνα διαθέτει τεράστια δύναμη και αντιμάχεται το διαρκώς απομειούμενο imperium των κυβερνήσεων.
Η λαϊκή κυριαρχία ετεροκαθορίζεται από την κερδοσκοπική λογική του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Έτσι όμως οδηγούμεθα στον «θάνατο του κράτους» (Zigler) ή στο «ελαττωματικό και αποτυχημένο κράτος» (Hοbsbawn).
Μαζικά κόμματα, εργατικά συνδικάτα, ποικίλες συσσωματώσεις κοινωνίας των πολιτών υπολειτουργούν σήμερα και πάντως δεν ασκούν σοβαρή επιρροή στις εξελίξεις. Άλλοτε επηρέαζαν την εξουσία με αντάλλαγμα την εμπιστοσύνη που της πρόσφεραν.
Το εκπαιδευτικό σύστημα έπαυσε να πλάθει «καλούς καγαθούς» πολίτες, να εμπνέει αξίες ζωής. Η Παιδεία υποκαθίσταται από ένα παντοδύναμο επικοινωνιακό σύστημα με εργαλείο την τηλεοπτική εικόνα. Αυτή εντυπώνεται στη συνείδηση του παθητικοποιημένου θεατή που αναδεικνύεται κατ’ εικόνα και ομοίωσή της. Δηλαδή παραμορφωμένος. Υπάρχει μια ανεμπόδιστη και απεριόριστη ροή ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, τελικά παίδευσης, η οποία όμως δεν δημιουργεί κριτικά μυαλά, αλλά χειραγωγεί την κοινωνία ανάλογα με τα συμφέροντα των κατεχόντων το μέσο. Ο Τσόμσκι ονομάζει τη σύγχρονη δημοκρατία «δημοκρατία του θεατή». Είναι η «τάξη των κατεχόντων». Δικό τους το εκχειλίζον χρηματιστηριακό κεφάλαιο και τα εργαλεία επικοινωνίας. Άλλοτε ανήκαν στο κράτος. Συνυπάρχει η «ειδικευμένη τάξη» που συγκροτούν οι πολιτικοί και οι παρατρεχάμενοί τους. Αυτοί έχουν απόλυτη ανάγκη τους κατέχοντες ιδιοκτήτες των μέσων για να τους προβάλλουν και να τους επιβάλλουν, αφού «υπάρχεις» μόνο αν υπάρχεις τηλεοπτικά. Στην Ελλάδα ισχύουν νόθες καταστάσεις. Το κράτος αιμοδοτεί αδρά τα ΜΜΕ, για να επαληθεύσει ότι ο τομέας ενημέρωσης είναι από τους περισσότερο κρατικοδίαιτους. Αυτό δεν εκπλήσσει, αφού παρ’ ημίν οι τα μέγιστα κατέχοντες είναι οι εθνικοί προμηθευτές και εργολάβοι. Θα ανέμενε κανείς να ελέγχει το κράτος την ενημέρωση, όμως ελέγχεται αυτό απ’ εκείνη. Στα ελλαδικά κωμικοτραγικά, έντυπο ασήμαντης κυκλοφορίας πήρε φέτος τη μερίδα του λέοντος 1.786.116 ευρώ (« Καθημερινή» 9.12.07).
Και υπάρχει τρίτη τάξη, το ζαλισμένο κοπάδι. Ο λαός «πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος», ο οποίος δαμάζεται άλλοτε δυσκολότερα και συχνά εύκολα με τα εργαλεία ιδιοκτησίας των κατεχόντων, που τα διαχειρίζονται οι «ειδικευμένοι».
Αυτά! Αλλά όπως αποφαίνεται ο Hobsbawn «όσο λειψά ενημερωμένη, αδαής ή και ανόητη ακόμα και αν είναι η «θέληση του λαού», όσο ακατάλληλες κι αν είναι οι μέθοδοι για την έκφρασή της, παραμένει απαραίτητη» (ενθ. αν. σ. 133).
Η ουσιαστική αναγωγή του προβλήματος καταλήγει βεβαίως στον λαό. Κυρίαρχο χωρίς εισαγωγικά ή έστω με εισαγωγικά. «Υμείς τούτους ηυξήσατε». Εσείς τους κάνατε μεγάλους και τρανούς, απήντησε ο Σόλων στους μεμψίμοιρους και ανευθυνοϋπεύθυνους Αθηναίους.
Οι λαοί δεν έχουν περιθώριο να κατρακυλήσουν και πιο κάτω «στου κακού τη σκάλα».
Για τους Έλληνες ωστόσο ο Χρήστος Κατσιγιάννης πρόσθετε: «Έλληνες είμαστε διάολε / θα βρούμε τρόπο να φτάσουμε / και δυο σκαλιά πιο κάτω»!