Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Είναι γεγονός πως εκείνη τη χρονιά το είχαμε ρίξει δυο παράδες. Οι Απόκριες κόντευαν να περάσουν, η καθαρά Δευτέρα ερχότανε με βήμα ταχύ, οι γονείς μας κάνανε τις πρώτες τους προμήθειες για τα Σαρακοστιανά που θα ετοιμάζαν, κι εμείς, όλοι εμείς ούτε κουβέντα δεν κάναμε για το καθιερωμένο αποκριάτικο πάρτι μας. Και δεν μιλάμε βέβαια για κανένα οργιώδες πάρτι με μασκαρέματα και άλλες αηδίες που δεν μας ταίριαζαν γιατί όλοι ήμασταν… βαθυστόχαστα άτομα, αλλά εν πάση περιπτώσει μια και το απαιτεί το έθιμο, μια μάσκα από το ψιλικατζίδικο του Παπαδάκη, άντε μια κόκκινη μύτη με γυαλιά, ένα φέσι, ή το τρικαντό του Νέλσονα δεν ήταν δα και για θάνατο. Και η αδιαφορία μας ήτανε τελείως αδικαιολόγητη. Πρεμούρα άμεσα για κάτι, κανένας μας δεν είχε. Από το «περιοδεύον» όλοι είχαμε περάσει και πρόσκληση της ΕΣΣΟ μας για κατάταξη στον στρατό δεν διεγράφετο στον ορίζοντα. Επομένως η αδιαφορία τους ήταν τελείως ανεξήγητη.
Μόνιμα στέκια μας ήτανε τα σπίτια του Κούλη, του Νίκου και του Χρήστου. Ο Χρήστος, πρόσφυγας από τη Ρωσία με τις εκκαθαρίσεις του 1938, μπορεί να είχε μικρό και ακατάλληλο σπίτι για ποδοβολητό, είχε όμως γραμμόφωνο κομισθέν εκ σοβιετίας ως… οικοσκευή και για τον λόγο αυτόν ήταν στους χορούς περιζήτητος. Διέθετε και δύο δίσκους, ο ένας με το «Μάρω Μάρω μια φορά είν’ τα νιάτα – Μάρω Μάρω τις ντροπές παράτα…» και ο άλλος η «Ραμόνα» με ελληνικούς στίχους του Πολ Μενεστρέλ… Με αυτούς τους δύο δίσκους αποτολμήσαμε να μάθουμε χορό. Και αν δεν μάθαμε δεν έφταιγε ο Πολ Μενεστρέλ, αλλά ο Χρήστος, που είτε από άγνοια ή από ιδιοτέλεια μας δίδαξε τα… γυναικεία βήματα. Αποτέλεσμα στο χορευτικό μας ντεμπούτο να τσαλαπατήσουμε, να ξενυχιάσουμε κυριολεκτικά τις ντάμες μας… Οι δεσποινίδες αυτές ερχόντανε μεν ευχαρίστως στα πάρτυ, αλλ’ όταν εμείς εκ γενετής ιππότες, τους ζητούσαμε μεθ’ υποκλίσεως να μας χαρίσουν ένα ταγκό, συνέπιπται πάντα να έχουν έναν φρικτό πονοκέφαλο… Σαν καλοί Σαμαρίτες εμείς τρέχαμε να βρούμε ασπιρίνες, καθώς ερχόμασταν όμως ασθμαίνοντες με το νερό στο χέρι, αυτές χορεύανε κιόλας «τσικ του τσικ» με κάποιον αντιπαθέστατο καβαλιέρο…
Το σπίτι πάλιν του Κούλη είχε ένα «συν» και ένα «πλην». Το «συν» ήταν η αδελφή του η Μαρίνα, το μήλον της Έριδος, η ντίβα της γειτονιάς. Παιδί θαύμα κατά τις εφημερίδες στα μικράτα της, προσβλέπαμε όλοι μας προς αυτήν όπως οι Μουσουλμάνοι προς τη Μέκκα… Ταυτόχρονα όμως και παράλληλα υπήρχε και το «πλην», που ήταν πάλιν η… Μαρίνα επειδή ήταν στο σπίτι της, στα χωρικά της ύδατα, κι αν κάποιος αναιδής τα παραβίαζε, υπήρχε… «casus belli», αιτία πολέμου από τη μητέρα της την κυρία Αναστασία, Θεός σχωρέστην, ή τη θεια της τη Μαρία που δεν χωράτευαν… Υπήρχε τέλος το σπίτι του Νίκου, αλλά αυτόν ούτε που τον λογάριαζαν… Εκεί κατέφθασε ένα πρωινό ο Χάρης φορτωμένος με μια αρμαθιά πολύχρωμα τσιγαρόχορτα, μαζί με ένα μπουκάλι κόλλα «γόμμα αραβίας» Μενούνου, κι όταν του άνοιξαν, έδειξε με θριαμβευτικό ύφος την πραμάτεια του. Και επειδή δεν μπορούσε να περιμένει πότε θα ευαρεστηθεί ο Νίκος να ρωτήσει «τι θα την κάνουν όλη αυτή τη χαρτούρα», έσπευσε να εξηγήσει πως θα «φτιάξωμε γιρλάντες να διακοσμήσωμε το σαλόνι για το πάρτι του Σαββάτου…»
Καθώς τα έλεγε κοίταζε το ταβάνι σαν να επρόκειτο να τις κρεμάσει εδώ και τώρα. Ο Νίκος δεν ρώτησε πού θα γίνει το πάρτι. Κατάλαβε… Περιορίστηκε να κοιτάζει κι αυτός το ταβάνι.
Ο Χάρης πάντα πρωτοστατούσε ανάμεσα στις διάφορες παρέες για τις κάθε λογής εκδηλώσεις. Πάνω στην ώρα, να και ο Φρίντος. Ήταν κι αυτός από τους κύριους στυλοβάτες στην οργάνωση των πάρτι. Όχι επειδή ήταν χορευταράς -μόνο βαλς ήξερε- ούτε οργανωτικός ήτανε – πάντα βαριότανε σα σκύλος. Ήτανε όμως βασικός στυλοβάτης διότι διέθετε μια ξαδέλφη, τη Ρένα, και επειδή υπήρχε σχετική «σιτοδεία» με το ασθενές φύλο, η συμμετοχή της ξαδέρφης σήμαινε μια σίγουρη παραπανίσια ντάμα… Αρχίσαμε τη σύνταξη του καταλόγου με τις συμμετοχές. Αριθμός ένα «Φρίντος και ξαδέλφη του…» Κάνοντας τώρα μια αντικειμενική αναδρομή, αυτή η Ρένα που πάντα πρώτη ήταν στον κατάλογο δεν ήρθε ποτέ. Ούτε καν σε φωτογραφία είδαμε τη φάτσα της. Όμως εμείς σαν βυζαντινοί γραφειοκράτες την καταχωρούσαμε πάντα πρώτη στα τεφτέρια μας. Από κει και πέρα ήταν οι γνωστές και μη εξαιρετέες κοπέλες της γειτονιάς μας, κορίτσια που κατά κάποιο τρόπο μεγαλώσαμε μαζί, και επειδή ήσαν συνομήλικές μας είχαμε… μεγάλη διαφορά ηλικίας. Γιατί άλλο εμείς στα δεκάξι κι άλλο αυτές… Με δαύτες στα πρώτα μας σκιρτήματα παίζαμε τον βαρετό «μουτζούρη», τον νυσταλέο «γρινιάρη», το ηλίθιο «ντόμινο», ή την ανιαρή «τόμπολα» με τα νούμερα που τράβαγες από το σακουλάκι. Ευτυχώς όμως υπήρχε και η «μπουκάλα», που δεν τη βαριόσουνα ποτέ… Για τους μη γνωρίζοντες τα αθώα παιδικά παιχνίδια της εποχής μας, που είναι κατοχυρωμένη σαν η «εποχή της αθωότητας», τότε που δεν είχαμε καλήν ώρα τον διάολο μέσα μας, η «μπουκάλα» ήταν ένα ψυχαγωγικό παιχνίδι που σαν άρχιζε έλεγες ποτέ να μην τελειώσει. Κι όμως η ώρα κυλούσε τόσο γρήγορα, αντίθετα με την ατέλειωτη ώρα των λατινικών στο γυμνάσιο… Κάναμε έναν κύκλο κι ο πρώτος έστριβε στο πάτωμα ή στο τραπέζι μια μπουκάλα. Σ’ εκείνον ή εκείνη που θα σταματούσε έπρεπε να τον ή τη φιλήσει. Το φιλί φυσικά έμοιαζε σαν να φιλάς το χέρι της θειας σου της γεροντοκόρης, αλλά δεν βαριέσαι, καλοδεχούμενο ήτανε. Την μπουκάλα θα τη γύριζε τώρα ο εισπράξας τον ασπασμό και το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να μας διώξουνε… Βέβαια στα πάρτι δεν παίζαμε παιχνίδια συναναστροφών αλλά κοιτούσαμε να επωφεληθούμε από μια εξεζητημένη φιγούρα για παρατεταμένη σωματική επαφή…
Κάποτε στη συντροφιά μας προσετέθη και η Καίτη, η Καιτάρα, κατά το χυδαϊκό μας κάρφωμα που διέπρεπε στο σουίγκ και το μπούκι-μπούκι. Όταν μάλιστα είχε τον Στέλιο παρτενέρ τα πλακάκια βόγκαγαν από το ποδοβολητό τους. Χωρίς προσυνεννόηση μόλις κουρδιζόνταν το γραμμόφωνο το «his master’s voice» κι έμπαινε ο δίσκος των 78 στροφών, βούταγε ο Στέλιος την Καιτάρα και την κοπανούσε σα χταπόδι, ενώ οι άλλοι πιάναν τα στασίδια και τους αφήναν να σολάρουν… Υπήρχε άλλος ένας Στέλιος πιο παλιός στη συντροφιά. Ερχόταν με την κιθάρα του κι όταν άρχιζε το πάρτι να κάνει «κοιλιά» ο Στέλιος έδινε μια καινούργια πνοή με τα γεμάτα αίσθημα τραγούδια του…
Να φωνάξωμε και τον Λευτεράκη, είπε ο Φρίντος κατά τη σύνταξη του καταλόγου. Αυτός δεν χόρευε. Απλώς καθόντανε στον καναπέ και… σχολίαζε τους πάντες και τα πάντα, ψιθυρίζοντας στον διπλανό του τις… επισημάνσεις του, ενώ ένα ειρωνικό χαμόγελο διεγράφετο στα χείλη του. Κάποτε ο Χάρης τον άκουσε κι όπως ήταν ψηλός και γεροδεμένος τον άρπαξε, τον έσυρε έξω και του έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις. Εκείνο το πάρτι όμως ήταν πάρτι «ρεφενέ» κι ο Λευτεράκης που τα είχε τσούξει είπε θρασύτατα με σχετική χειρονομία: – «Πλερώσαμε», αντιγράφοντας τον Μίμη Φωτόπουλο στο «Έλα στο θείο» που παιζόταν εκείνες τις μέρες. Θα γινόταν σύρραξη αν δεν επενέβαιναν οι άλλοι.
Συνεχίζοντας την οργάνωση ο Χάρης ρώτησε ποιος θ’ αναλάβει να φέρει το κρασί αλλά απάντηση δεν πήρε. Θυμόταν μιαν άλλη φορά που από κακό υπολογισμό ξεμείναν από κρασί όταν το κέφι ήταν στο ζενίθ. Ανέλαβε ο Τάσος που ο πατέρας του είχε παντοπωλείο, να πάνε με τον Νίκο για… ανθράκευση. Πήραν αγκαλιά τη νταμιτζάνα και να ‘σου τους στην υπόγα με τα βαρέλια. Ο Τάσος ήξερε πως υπάρχει ένα «καλό» αλλά δεν ήξερε σε ποιο βαρέλι είναι. Δοκίμασαν απ’ όλα, αλλά υπήρξε διχογνωμία.
Ξαναδοκίμασαν αλλά… πόρισμα δεν βγάλαν. Δεν τα εγκατέλειψαν όμως αμαχητί… Όταν επέστρεψαν άδοντες και τρικλίζοντες με τον πολυπόθητο οίνο τροπαιούχοι, οι άλλοι είχανε φύγει!
… Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και τώρα που έφτασε η ώρα, ο Χάρης φτιάνει τις τελευταίες γιρλάντες, ρίχνει σερπαντίνες, ζωγραφίζει πρόσωπα-γελοιογραφίες στους γλόμπους του φωτιστικού. Το σαλόνι έχει χαρούμενη όψη. Δοκιμάζονται το γραμμόφωνο κι οι δίσκοι. Όλα είναι εντάξει. Η ώρα είναι οκτώ. Οι πρώτοι όπου να ‘ναι θα καταφθάσουν…