«Δείγμα» νεοέλληνα…

Η τελευταία, είτε με τη μορφή των «Τζακιών», την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο και μέχρι την Αστική Επανάσταση του 1909 είτε με τη μορφή της νεοπαγούς αστικής τάξης, την περίοδο του Μεσοπολέμου, λόγω της κινητικότητας στην ελληνική κοινωνία, προσέφευγε, κυρίως, στην πολυπληθή αγροτική μάζα και «κορφολογούσε» ό,τι διεκρίνετο σ’ αυτή, και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτύγχανε την ανανέωσή της με το δάνειο, αλλά αλλοτριωμένο σφρίγος της υπαίθρου.

Η Αστική Τάξη του Μεσοπολέμου, τεχνητό εν πολλοίς δημιούργημα του Ελευθερίου Βενιζέλου, αναδύθηκε από τον κοσμοπολιτισμό του Ελληνισμού της Διασποράς, με ισχυρή την αίσθηση και της κοινωνικής της θέσης και του ρόλου της στην καθόλου πορεία της νεοελληνικής κοινωνίας.

Όμως, επέπρωτο να εκμετρήσει το ζην, στο έρεβος του Μαυραγοριτισμού της Κατοχής και μέσω της κολυμβήθρας της «Εθνικοφροσύνης» ο τελευταίος επωφελούμενος της ταραχώδους μεταπολεμικής περιόδου και της Ξενοκρατίας, να καταστεί «καθεστηκυία τάξη».

Είναι η νόθος κοινωνική ανέλιξη που βαραίνει και στις ημέρες μας την ομαλή πρόοδο της χώρας. Αυτό το νόθο σχήμα άλωσε και τις πολιτικές διεργασίες και μεταδικτατορικώς ανέτρεψε εκ βάθρων την «Κοινωνική πυραμίδα αξιών», σε σημείο ώστε ο εκτός Αριστεράς πολιτικός χώρος να στηρίζεται στον επαγγελματισμό της πολιτικής και να καλλιεργείται η αίσθηση στην Κοινή Γνώμη ότι η «καθεστηκυία τάξη» των 343 οικογενειών έχουν τη «σφραγίδα της δωρεάς» να διαφεντεύουν -διαγουμίζουν- τον Τόπο.

Αυτό ακριβώς το κοινωνικοπολιτικό σχήμα εγοητεύθη να υπηρετήσει και ο νυν υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Θεόδωρος Ρουσόπουλος!

Μετεπήδησε από την κοινωνική θέση που του προσδιόριζε η θέση του στην παραγωγή και, βεβαίως η καταγωγή του -βλαστός γαρ της μικροαγροτικής τάξης με στοιχεία ενός απώτατου συντηρητισμού, που συνοδεύει τις «στενές» κοινωνίες της επαρχιακής Ελλάδας- στην «καθεστηκυία τάξη» (!) του «κράτους των Αθηνών» και έθεσε στην υπηρεσία του το Πάθος του σώγαμπρου», κατά τη λαϊκή έκφραση και εκτίμηση.

Ο Συντηρητισμός στη χώρα μας και δη ο Νεοσυντηρητισμός των ημερών, κατά μία περίεργη, όχι όμως, και ανεξήγητη, εκτίμηση, στηρίζει την «ιδεολογική» μάχη σε πρόσωπα, με θητεία στην Αριστερά, ώστε με την έξωθεν αυτή «καλή μαρτυρία» στο οπλοστάσιό τους να καθίστανται και αποτελεσματικότερα (;) στη δράση τους.

Μάλιστα, ο νεοσυντηρητισμός αισθάνεται ένας «δέος» έναντι αυτών των προσώπων με τη συγκεκριμένη πορεία και παραδίδεται άνευ όρων στις εισηγήσεις και τις θέσεις τους!

Η μεταπολεμική ιστορία του Συντηρητισμού στην Ελλάδα όχι μόνο επιβεβαιώνει αυτό το σχήμα, αλλά μαρτυρεί και την «ιδεολογική γυμνότητά» του και την αδυναμία του να παράξει και Πολιτική και «Ιδεολογία», αυτοδύναμα, χωρίς τους «σώγαμπρους».

Παράλληλα, τα κέντρα εξουσίας, γηγενή και ετερόχθονα, σε περιόδους ιδεολογικής κρίσης, αλλά και λειψανδρίας, στον Συντηρητικό Χώρο, «φροντίζουν» να τον εμβολιάζουν με ό,τι το ανθηρό από τον παραπλήσιο χώρο του Δημοκρατικού Κέντρου. Οι περιπτώσεις του στρατάρχη Παπάγου και του Κ. Καραμανλή του Πρεσβύτερου, τις δεκαετίας 1950 και ’60, και τις εκ Κέντρου μεταγραφές είναι χαρακτηριστικές, αλλά, χαρακτηριστικότερες και επίκαιρες οι «μεταγραφές» του είδους που επιχείρησε και πραγματοποίησε ο γενάρχης του νεώτερου συντηρητισμού μετά τη Μεταπολίτευση.

Οι «σώγαμπροι» -οι περιπτώσεις των Κ. Τσάτσου και Ευ. Αβέρωφ οι ενδεικτικότερες-, με την ανάγκη να επιβεβαιώνουν σε καθημερινή βάση την προσήλωσή τους στο νέο πολιτικό χώρο όπου μετεπήδησαν, και την αφοσίωσή τους σ’ αυτό, μετατρέπονται σε κήρυκες, ενίοτε του «Μεσσιανισμού» στο πρόσωπο του νέου ηγέτη τους, πάντοτε δε σε αδιάλλακτους αντιπάλους των πρώην συντρόφων τους!

Το καταστροφικότερο για την καθόλου πολιτική πορεία του τόπου από τη δράση των «σώγαμπρων» δεν εστιάζεται σ’ αυτήν καθαυτήν την προσωπική τους επιλογή (;), αλλά κυρίως στη μεθοδική και κάτω από παραπλανητικές μεθόδους κομματικοποίηση των μηχανισμών του Κράτους, την οποία θέτουν στόχο τους και απόλυτη προτεραιότητα.

Οι επιλογές τους, από τις θέσεις εξουσίας τις οποίες κατέχουν, είναι η ανάπτυξη δικτύου «ημετέρων» σε νευραλγικούς τομείς της Διοίκησης και ο εξοστρακισμός κάθε έννοιας αξιοκρατίας σε συνδυασμό με την εξουδετέρωση κάθε εστίας αντίστασης. Αρκεί και μόνο η αναφορά της περίπτωσης του δημοσιογράφου Ηλία Δημητρακόπουλου, ο οποίος το 1962, πριν από 36 χρόνια (!) είχε αποκαλύψει σχέδιο του ΝΑΤΟϊκού παράγοντα για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας» με επίκεντρο το Κοσσυφοπέδιο, και η κήρυξή του από τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Ευ. Αβέρωφ, persona non grata, επιβεβαιώνει την ποιότητα δράσης των «σώγαμπρων»…


Σχολιάστε εδώ