Αρχηγοί της «εικόνας»

«… Τα κόμματα ανταγωνίζονται χωρίς αρχές. Είναι καθαρές οργανώσεις που επιδιώκουν θέσεις εξουσίας, που συντάσσουν τα μεταβαλλόμενα προγράμματά τους ανάλογα με τις πιθανότητες που έχουν ν’ αγρεύσουν ψήφους. Αλλάζουν τα “χρώματά” τους σε τέτοιον βαθμό που αναλογικά δεν συναντάμε πουθενά αλλού. Τα κόμματα διαμορφώνονται με τελικό στόχο την εκλογική μάχη, που είναι πολύ σπουδαία για τη διάθεση των δημόσιων υπηρεσιών, για τα προεδρεία, για την κυβέρνηση…»

Αυτή την κατάσταση περιγράφει με ενάργεια ο Max Weber το 1918 («Η πολιτική ως επάγγελμα», διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου), αναλύοντας τη δομή του πολιτικού συστήματος της εποχής του. Τονίζει, μάλιστα, ότι η ανάδειξη σε ηγέτη ενός πολιτικού δεν βασίζεται στην εκτίμηση την οποία αυτός χαίρει σ’ έναν κύκλο προσωπικοτήτων ή στη θετική παρουσία του στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αλλά στην ικανότητά του να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη και μάλιστα την πίστη των μαζών στο πρόσωπό του, δηλαδή στην ικανότητά του να εξασφαλίζει ισχύ με δημαγωγικά μέσα.

Αυτή η «εργαλειακή» εικόνα της πολιτικής που διατυπώθηκε πριν από 90 χρόνια φτάνει στις μέρες μας με μικρές μεν μορφικά αλλά σημαντικές ποιοτικά διαφοροποιήσεις. Γιατί ο σημερινός ηγέτης δεν είναι η «χαρισματική» φυσιογνωμία του παρελθόντος. Δεν αντλεί απευθείας την ισχύ του από τη λαϊκή βούληση.

Είναι στην πράξη ένας (ικανός;) χειριστής της ισχύος των συμφερόντων και δέσμιος της «εικόνας» που θα κατασκευάσουν γι’ αυτόν τα ΜΜΕ.

Γι’ αυτό και μόλις αυτή η εικόνα «θαμπώσει», μόλις η «εικονική ισχύς και η εικονική νομιμοποίηση» αποδυναμωθεί, τότε και ο αρχηγός, ο ηγέτης, θα πρέπει να «αντικατασταθεί» μ’ ένα καινούργιο πολιτικό πρόσωπο, ικανό να διασφαλίσει μια νέα περίοδο «εικονικής νομιμοποίησης». Στη μεταμοντέρνα πολιτική τα κόμματα δεν αλλάζουν μόνο «χρώματα» και «προγράμματα» όπως διαπίστωνε η αυστηρή κριτική ματιά του Max Weber. Το πρώτο «μέτρο» που λαμβάνουν, είτε σε περίπτωση μιας εκλογικής ήττας είτε στην επιδίωξη άγρας εκλογικής πελατείας, είναι η αλλαγή του αρχηγού.

Με ποιο κύριο κριτήριο συντελείται αυτή η αλλαγή; Πρωταρχικά με όρους επικοινωνιακούς, με όρους «εικόνας».

Το πέρασμα στη «νέα εποχή» το σηματοδότησε η αποπομπή του κ. Έβερτ από την ηγεσία της ΝΔ μετά την εκλογική ήττα το 1996. Η εκλογή όμως του Κ. Καραμανλή στηρίχθηκε τότε περισσότερο στην επιδίωξη της «πολιτικής νομιμοποίησης» μέσω του ονόματος και της παράδοσης, παρά εξαιτίας των επικοινωνιακών του ικανοτήτων.

Κορύφωση της διαδικασίας «αντικατάστασης» ηγετών αποτέλεσε η «εκούσια» παραίτηση του Κ. Σημίτη λίγους μήνες πριν από τις εκλογές του 2004, όταν το «επικοινωνιακό απόθεμα» που είχε παρασχεθεί πλουσιοπάροχα σε αυτόν από τα ΜΜΕ και τα συμφέροντα είχε εξαντληθεί παντελώς.

Το ίδιο «παιχνίδι» παίχτηκε πριν από λίγους μήνες με τον Γ. Παπανδρέου (χωρίς επιτυχία όμως), ενώ τα σενάρια διαδοχής στη ΝΔ δεν παύουν να ενεργοποιούνται, παρότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός απολαμβάνει ένα υψηλότατο συγκριτικά ποσοστό νομιμοποίησης.

Αν όμως τα κόμματα της διακυβέρνησης, που χαρακτηρίζονται ως «συστημικά» κόμματα -εγκλεισμένα στον φαύλο κύκλο της διαχείρισης- γίνονται αντικείμενο κριτικής, όταν καταφεύγουν σε τέτοιου είδους επιλογές, τότε ποια αιτιολογία μπορεί να προβληθεί όταν οι διαπρύσιοι κήρυκες της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» και της «ανατροπής» καταφεύγουν σε παρόμοιες μεθοδεύσεις;

Πράγματι, η «αντικατάσταση» του Αλ. Αλαβάνου από τον Αλ. Τσίπρα διενεργήθηκε με όλους τους όρους του πολιτικού μάρκετινγκ. Ο «ιδεότυπος» του νέου αρχηγού φιλοτεχνήθηκε εντέχνως τόσο από τα ΜΜΕ όσο και από το κόμμα του, αλλά και από τον ίδιο. Ηλικία, τύποι συμπεριφοράς, ένδυση, ακόμα και στάση μπροστά στον φακό, το δίτροχο (πολυτελές, άλλωστε) ως τρόπος ζωής και επικοινωνίας, διαμορφώνουν ένα «πολιτικό» προφίλ που χρησιμεύει ως «δόλωμα» προς αλίευση νέων ψηφοφόρων, αλλά και τμήματος του εκλογικού «σώματος» του ΠΑΣΟΚ που προβληματίζεται σοβαρά, ευρισκόμενο εδώ και χρόνια σε αποδιοργάνωση.

Είναι ενδιαφέρον (πολιτικά και επικοινωνιακά) ότι τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και ο κ. Καρατζαφέρης αποτελούν τα «αγαπημένα παιδιά» των καναλιών, ενώ και οι ίδιοι καλλιεργούν εντέχνως το κλίμα της «διαφοροποίησης», της «παραδοξότητας», της ελευθεροστομίας, προκειμένου να προκαλέσουν την περιέργεια και το ενδιαφέρον (;) του ακροατηρίου τους.

Απ’ όλο αυτό το σκηνικό απουσιάζει βέβαια η πολιτική. Οι πολιτικές προτάσεις, οι συγκεκριμένοι στόχοι, οι λύσεις για τα μεγάλα και μικρά προβλήματα. Μπορεί βέβαια να απουσιάζουν οι πολιτικές προτάσεις, περισσεύουν όμως οι πολιτικές ομοιότητες, οι υπόγειες διαδικασίες που δοκιμάζονται και προωθούνται, προκειμένου οι κύκλοι των συμφερόντων της διαπλοκής αλλά και οι ξένοι παράγοντες να διατηρήσουν και να διευρύνουν την εμβέλεια της επιρροής τους στα κόμματα και στο πολιτικό σύστημα.

Η αποδυνάμωση των κομμάτων της διακυβέρνησης -αποτέλεσμα της διαχείρισης του νεοφιλελεύθερου «σχήματος» της αγοράς- ανοίγει τον δρόμο σε «εναλλακτικά» σενάρια. Σ’ αυτό το παιχνίδι των «εναλλακτικών λύσεων» οραματίζονται να συμμετάσχουν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ΛΑΟΣ. Ο πρώτος μ’ ένα σχήμα Κεντροαριστεράς, στο οποίο δεύτερο ρόλο θα διαδραματίζει κατά τις επιδιώξεις του ένα αποσυντεθειμένο ΠΑΣΟΚ, και ο δεύτερος σ’ ένα σχήμα «κυβέρνησης προσωπικοτήτων» ή «οικουμενικής σύνθεσης»…

Όμως τόσο οι «εικόνες» όσο και οι «πολιτικοί εικονολάτρες» έχουν τα όριά τους. Γιατί ο ελληνικός λαός δεν είναι ούτε αφελής ούτε αμνήμων, ώστε να οδηγηθεί ως πρόβατο σε τέτοιου είδους περιπέτειες.


Σχολιάστε εδώ