Μια φορά και έναν καιρό

Βέβαια, τις ονομαστικές εορτές φίλων και συγγενών τις πληροφορούμασταν στην ώρα τους, γενέθλια τότε δεν εορτάζονταν, και υπήρχαν συν τοις άλλοις οι καταχωρίσεις στα «Κοινωνικά» του ημερήσιου Τύπου, απ’ όπου μάθαινες πως ο κ. Άλφας δεν εορτάζει και δεν δέχεται επισκέψεις.

Την ευθύνη προετοιμασίας όταν κάποιος γιόρταζε στην οικογένεια την επωμίζετο το θήλυ πλήρωμα του σπιτιού και κυρίως οι γιαγιάδες που, με τη βοήθεια της θυγατέρας ή της ενδομύχως βλασφημούσης νύφης που της αρνούνται τα… «πρωτεία», ενεργούσαν τα δέοντα για ν’ ανοίξει στη γιορτή το σαλόνι με τα γλυκά, τα λικέρια, τα φοντάνια και όλα τα «σεπρεπέ», όπως τα ‘λεγε η προγιαγιά που ήταν από τη Σμύρνη, και επέβλεπε με βέτο σε όλα το θηρίο…

Έτσι το «Τελώνου και Φαρισαίου. Αρχή Τριωδίου» θα περνούσε τελείως απαρατήρητο αν λίγες ημέρες νωρίτερα τα περιοδικά ποικίλης ύλης που κυκλοφορούσαν μεσοβδόμαδα δεν άρπαζαν την ευκαιρία να γεμίσουν τις στήλες τους με θέματα καρναβαλίστικα, μαζί με συμβουλές και υποδείξεις μόδας και ομορφιάς για τις ημέρες της… τρελής Αποκριάς που είναι προ των πυλών. Εμάς φυσικά δεν μας απασχολούσε η αισθηματική νουβέλα με το «μαύρο ντόμινο και την άπραγη κοπελίτσα που μέσα στην παραζάλη του χορού και τις δυο μπουκάλες βερμούτ που κατέβασε ξεροσφύρι, έχασε ό,τι πολυτιμώτερον είχε…», που διάβαζαν με νοτισμένα μάτια τα κορίτσια αλλά βουτούσαμε μόλις ερχότανε φρέσκα φρέσκα τα περιοδικά από το περίπτερο, ο «Θησαυρός», το «Ρομάντζο» ή το «Μπουκέτο», και ξεφυλλίζαμε τις γελοιογραφίες. Τις Απόκριες, όπως και σε κάθε άλλη εθιμική γιορτή, οι σκιτσογράφοι… ξεσάλωναν. Ιδίως εκείνο το «Τελώνου και Φαρισαίου» ήταν αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως. Ζωγράφιζαν έναν βλοσυρό και φιλύποπτο «τελώνη» που έψαχνε έναν υποκριτή ταξιδιώτη, ο οποίος σφύριζε τάχα αδιάφορα για τα λαθραία που κουβαλούσε. Γίγαντες σκιτσογράφοι, όπως ο Φωκίων Δημητριάδης, ο Π. Παυλίδης, ο Σταμ. Πολενάκης, ο Αρχέλαος, ο Καστανάκης ο Γκέιβελης και άλλοι απέδιδαν με τη σύνθεσή τους τον απόλυτο «φαρισαϊσμό» του ελεγχομένου.

Το αποκριάτικο «κλίμα» το δημιουργούσαν στις φτωχογειτονιές και στους συνοικισμούς περιοδεύοντες «θίασοι» ή μάλλον ομάδες από μερικούς φουκαράδες που προσπαθούσαν να δώσουν χαρούμενη ατμόσφαιρα υποδυόμενοι το… αλογάκι ή την γκαμήλα, που «έπαιζαν» τον Πασχάλη ή χοροπηδούσαν με το γαϊτανάκι. Περιφέρονταν από γειτονιάς εις γειτονιά, κι από… χωρίου εις χωρίον, μ’ ένα κλαρίνο, ένα νταούλι κι άλλα θορυβώδη όργανα, για να γίνει αισθητή η παρουσία τους, η «πηγαία και φολκλορική» που θα ‘λεγε ένας κουλτουριάρης.

Τα… δρώμενα αποσκοπούσαν φυσικά στην… ανταλλαγή άρτου και θεάματος, όπου τον μεν άρτον τον προσέφεραν οι θεαταί, οι δε ταλαίπωροι καλλιτέχνες το θέαμα. Όμως τις περισσότερες φορές το θέαμα ήταν θλιβερό… Γυμνοπόδαροι πιερότοι χτυπούσανε με δύναμη το ντέφι, που, εκτός από τη μουσική του προσφορά, χρησίμευε και σαν κράχτης. Στεκόταν κάτω από το παράθυρο ν’ ακούσει η «κερία» τις χαρές, τους χορούς, τις μουσικές, και να βγει με το φακιόλι, να ρίξει μες στο ντέφι με τα κουδούνια δυο-τρεις δεκαρίτσες που εισπράττει ο πιερότος με εδαφιαία υπόκλιση σαν βεριτάμπλ μαρκήσιος στη δεσποσύνη. Οι εξορμήσεις τους αυτές άρχιζαν από την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς και τραβούσαν ως την Καθαρά Δευτέρα. Στήναν στον χωματένιο δρόμο το ψηλό κοντάρι με τις πολύχρωμες κορδέλες, το «γαϊτανάκι», που τις κρατούσανε χορεύοντας πιερότοι και κολομπίνες. Μόνον που οι κολομπίνες είχαν… μουστάκι προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, καθότι την σήμερον ημέραν σε βλέπει ο άλλος με φουστίτσα και… γαμπίτσα, έστω δασύτριχη, και πού ξέρεις πού θα πάει το μυαλό του!

Τσίριζε το κλαρίνο, μπουμπούνιζε το νταούλι, χτύπαγε ρυθμικά αραιά και πού το ντέφι πριν αναλάβει ρόλο εισπράκτορα, και δώσ’ του χορός και κουρνιαχτός… Πλάκωνε και η απαραίτητη μαρίδα στο ξυπολυταριό τις πιο πολλές φορές, κυλώντας ένα τσέρκι από βαρέλι σαν ρόδα, και έκανε χάζι και καζούρα στους καλλιτέχνες.

Καρναβάλια με τη μορφή τους τη σημερινή, με άρματα και μαζορέτες, ελάχιστα γίνονταν και, αν καλά θυμάμαι, ένα ή δύο, με άρματα, παρήλασαν στην οδό Πανεπιστημίου… προπολεμικά. Γίνονταν όμως πολλοί χοροί μεταμφιεσμένων ή μη, σε αίθουσες ξενοδοχείων, σε θέατρα και σε χοροδιδασκαλεία. Υπήρχε ακόμη η συνήθεια οι «μασκαράδες» φίλοι, όλοι μεταξύ τους, να σχηματίζουν ομάδες και να πηγαίνουν επίσκεψη σε σπίτια γνωστών τους, και ήσαν πάντα καλοδεχούμενοι. Προσπαθούσαν οι νοικοκυραίοι να μαντέψουν την ταυτότητά τους, κι όταν τους αναγνώριζαν τους απεκάλυπταν με τη κραυγή: «Σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε…» Συχνότατα ήταν στη συνέχεια τα απρόοπτα γλέντια, που τα διηγούντο την επομένη σαν «σορπράιζ-πάρτι»!

Τους μασκαράδες τους αποκαλούσαν οι εκ Σμύρνης έλκοντες την καταγωγή «κουδουνάτους», διότι φαίνεται πως τότε κρεμούσανε πάνω στα αυτοσχέδια ντυσίματά τους μικροσκοπικά κουδούνια. Οι μεταμφιέσεις δίναν και παίρναν κατά το δη λεγόμενον, με το 90 τοις εκατό από αυτές φτιαγμένες εκ των ενόντων. Μεγάλη… ζήτηση είχαν ο γιατρός, ο βεζίρης και ο αράπης. Ειδικά γι’ αυτόν κάθε χρόνο έβγαινε ανακοίνωση της Αστυνομικής Διευθύνσεως ότι «απαγορεύεται η περιφορά ατόμων γυμνών, βεβαμένων διά μέλανος χρώματος και υποδυομένων τους… αγρίους».

Οι σερπαντίνες μάρκας «η φτερωτή αράχνη» είχαν στο περιτύλιγμά τους την εικόνα μιας γυναίκας σαν νεράιδα ή σαν… αράχνη και κυκλοφορούσαν ευρύτατα μαζί με τον χαρτοπόλεμο, τη σφυρίχτρα, το φιδάκι και τις μάσκες ή «μουτσούνες» μαζί με τα διάφορα κοτιγιόν.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως κάποιος φτωχοδιάβολος σκέφτηκε να μαζεύει από κάτω το κομφετί που πετούσαν με τις χούφτες οι γλεντζέδες. Το σκέφτηκε όμως ο Διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων και εξέδωσε διαταγή πως «απαγορεύεται η πώληση συσκευασμένου ή μη πολύχρωμου χαρτοπόλεμου». Διότι, σκέφτηκε, καταγής πέφτει ανακατεμένος. Ούτε φυλακισμένος δεν θα κάτσει να χωρίζει χρώμα χρώμα τα χαρτάκια για να τα ξαναπουλήσει… Έτσι, ο χαρτοπόλεμος έγινε μονόχρωμος, σε σακουλάκια εμφανώς ασφαλισμένα, μην τυχόν βρούμε κανέναν μπελά, γιατί οι πόλισμαν έκαναν ελέγχους και αιφνιδιασμούς στα ψιλικατζίδικα. Έτσι ο θεσμός του καρνάβαλου απέκτησε με τη φροντίδα του κράτους τη δέουσα σοβαρότητα.

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά σε βιβλία και περιοδικά και έχουν περιγραφεί μέχρι την πιο μικρή τους λεπτομέρεια τα αποκριάτικα γλέντια στις διακοσμημένες με γιρλάντες ταβέρνες της Πλάκας, όπου «θρονιαζόταν» ο καρνάβαλος τις τρεις βδομάδες που μας διαφέντευε. Εκτός όμως από τα καπηλειά και τις κοσμικές ταβέρνες ή ακόμα και τα καμπαρέ, υπήρχαν και οι επίσημοι χοροί. Πρώτος και καλύτερος και πολυδιαφημισμένος ήταν ο χορός της «Ενώσεως Συντακτών», που δινόταν το τελευταίο Σάββατο των Απόκρεω, σε αίθουσα πολυτελούς ξενοδοχείου. Να μπορέσεις να παρευρεθείς, όπως μου λέγαν, ισοδυναμούσε με εύνοια της τύχης. Το ένδυμα υποχρεωτικά επίσημο, εκτός αν πήγαινες σωστά μεταμφιεσμένος ή τουλάχιστον με ντόμινο. Παρήλαυνε όλη η κοσμική Αθήνα και η «Μονταίν» στη στήλη της με το πρωτόγονο «λάιφ στάιλ» περιέγραφε τη μεθεπομένη τις αιθέριες εμφανίσεις, ενώ το υψηλής ποιότητος κουτσομπολιό και το «θάψιμο» έπαιρνε τη μορφή χιονοστιβάδας. Στη διάρκεια του χορού κυκλοφορούσε ο «Φανός των Συντακτών», με τον υπότιτλο… «Καθημερινή εφημερίς, εκδιδομένη άπαξ του έτους». Ήταν ένα σατιρικό φύλλο-διαμάντι που εκάλυπτε όλα τα συμβαίνοντα στην πολιτική και κοινωνική ζωή… Μου διηγείτο ο αείμνηστος Φώκος Κουντουριώτης, από τα πιο παλιά μέλη του ΔΣ της Ενώσεως, πως ολοχρονίς συλλέγαν αστειάκια και καλαμπούρια, όταν δε έφτανε η ώρα της εκδόσεως, κατόπιν επιλογής δημοσιεύονταν στον Φανό τα καλύτερα.

Μεταπολεμικά έγινε προσπάθεια να εκδίδεται ως εβδομαδιαίο ή μηνιαίο σατιρικό περιοδικό, αλλά δεν ευτύχησε. Έμεινε όμως ζωντανός σαν θρύλος…


Σχολιάστε εδώ