ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΤΡΕΙΣ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Το σκηνικό αλλάζει, και αλλάζει πολιτικά στον βαθμό που ο νέος Πρόεδρος –στην Κύπρο είναι καθοριστικός παράγοντας της πολιτικής ζωής του τόπου– δεν έχει καμία σχέση με τη νοοτροπία, την πολιτική φιλοσοφία και την ιστορία του Τάσσου Παπαδόπουλου, ενώ από την άλλη είναι πρόδηλο πως είναι περισσότερο αποδεκτός, θα λέγαμε οικείος στον σημερινό διεθνή παράγοντα, που πρωτίστως παραπέμπει στην αγγλοαμερικανική ηγεμονία.
Το γιατί είναι περισσότερο αποδεκτός από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς ο ηγέτης ενός κομμουνιστικού κόμματος, απ’ ό,τι ένας κεντρώος φιλελευθέρων πεποιθήσεων ηγέτης όπως ο Τάσσος Παπαδόπουλος, αποτελεί ένα ερώτημα για τους ξένους, το οποίο όσοι γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της κυπριακής πολιτικής, αλλά και τη λειτουργία του διεθνούς παράγοντα, μπορούν εύκολα να κατανοήσουν.
Κατά τον ίδιο τρόπο, αντιμετώπισαν θετικά την εκλογή του Γιώργου Βασιλείου, που εκπροσωπούσε κυρίως την Κυπριακή Αριστερά και είχε αριστερές ρίζες πολιτικής προέλευσης, σε αντίθεση με τη διαρκή απόρριψη του αείμνηστου Σπύρου Κυπριανού.
Ίσως οι επιλογές του διεθνούς παράγοντα ν’ αφορούν σε μια προσλαμβάνουσα παράσταση που τους καλλιεργείται, αληθινή ή ψεύτικη, και αφορά στην ικανότητα ή στη θέληση αντίστασης του κύπριου ηγέτη κάθε φορά που τίθεται το ζήτημα της προεδρικής εκλογής.
Όμως εμείς θέλουμε ν’ αναφερθούμε στο σημερινό μας σημείωμα σε μύθους και ψευδαισθήσεις που διαχέονται στην κυπριακή πολιτική ζωή και την κοινωνία και τέμνουν οριζόντια τους δυο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς της Κύπρου, τον Δημοκρατικό Συναγερμό και το ΑΚΕΛ.
Μύθος πρώτος: Καλλιεργείται κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο η εντύπωση πως μπορούμε να τα «βρούμε», δηλαδή να προχωρήσουμε σε συμφωνία για την επίλυση του Κυπριακού με την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων και ιδιαίτερα με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Διερωτώμαστε αν όσοι διακηρύττουν αυτό το πιστεύουν πραγματικά ή κοροϊδεύουν τους Κυπρίους, διότι είναι γνωστό και στους πρωτοετείς φοιτητές των Διεθνών Σχέσεων πως το «παιχνίδι» στην Κύπρο, τους όρους και τους κανόνες του, σ’ ό,τι αφορά κυρίως τους Τουρκοκυπρίους, το θέτει αποκλειστικά και απολύτως η Τουρκία. Ο κύριος Ταλάτ και η ομάδα κατοχικής διακυβέρνησης είναι εντολοδόχοι του τουρκικού συστήματος στρατηγικής, που περιλαμβάνει τόσο τον πρωθυπουργό Ερντογάν όσο και την Στρατογραφειοκρατία. Το Κυπριακό αντιμετωπίζεται από την Τουρκία με όρους ισχύος και ικανότητας επιβολής, με στόχο τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, από την τουρκική δύναμη και τη μετατροπή της σε «φινλανδοποιημένη ζώνη», δηλαδή προτεκτοράτο. Το Σχέδιο Ανάν αποσκοπούσε ακριβώς σε αυτήν τη φόρμουλα, γι’ αυτό και ο Τάσσος Παπαδόπουλος έγινε ο εχθρός όχι μόνο της Τουρκίας, αλλά και του παγκόσμιου ηγεμόνα.
Μύθος δεύτερος: Η διαρκής επικοινωνία, ζύμωση και εντατικοποίηση των σχέσεων με τους Τουρκοκύπριους, και κυρίως η ανάπτυξη μιας «κοινής κουλτούρας κυπριακής συνείδησης» θα οδηγήσει ή θα συμβάλει μέσα από την εσωτερική πίεση των κατεχομένων στη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού.
Πρόκειται για μια ακόμη ψευδαίσθηση, όχι γιατί δεν θα ήταν επιθυμητή μια καλή σχέση με τους Τουρκοκυπρίους, αλλά γιατί αφενός μεν οι Τουρκοκύπριοι αποτελούν πλέον μειονότητα στην κοινότητά τους, όπου κυριαρχούν οι «εξωτικοί» έποικοι, και αφετέρου γιατί και να ήθελαν δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανατροπές σε ένα στρατιωτικά απολύτως ελεγχόμενο από την Τουρκία χώρο. Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, της λεγόμενης επαναπροσέγγισης, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως το πάγιο συμπέρασμα επιστημονικών μελετών αιώνων είναι ότι καλύτερα και πιο αρμονικά συμβιώνουν κοινότητες με ξεκάθαρη εθνική ταυτότητα, εν προκειμένω ελληνική και τουρκική, που μπορεί να εμπλουτίζεται ο ένας από τον πολιτισμό και το σύστημα αξιών του άλλου και όχι μέσα από την νόθευση ταυτοτήτων, προκειμένου δυο διαφορετικές εθνικές ομάδες να συνυπάρξουν και να συναντηθούν.
Μύθος τρίτος: Καλλιεργείται εδώ και δεκαετίες στην Κύπρο ο μύθος πως ο ΟΗΕ και ο διεθνής παράγων θα μας φέρουν τη λύση, εάν προσαρμοστούμε στις βουλήσεις του, αν είμαστε συναινετικοί και υπάκουοι στις οδηγίες και στα κελεύσματά του. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως οι διεθνείς σχέσεις μπορεί πολλές φορές να διαμορφώνονται από πρόσωπα, αλλά δεν επηρεάζονται από τις προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Εκείνο που μετράει, και αυτό είναι ένας κανόνας που θεμελιώνει τη διεθνή πολιτική από την εποχή του Θουκυδίδη μέχρι σήμερα, είναι η ισχύς και τα συμφέροντα, εν προκειμένω δε στην Κύπρο οι συσχετισμοί δύναμης και η γεωγραφία.
Μια πραγματικότητα: Πρόκειται για την εισβολή και την κατοχή της Κύπρου, που αποτελεί τον πρώτο μεταπολεμικά κατακτητικό πόλεμο επί ευρωπαϊκού εδάφους, όπου η Τουρκία παραβίασε όλους τους θεμελιώδεις κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και τα βασικότερα άρθρα του καταστατικού χάρτη του Παγκόσμιου Οργανισμού και όχι μόνο παραμένει ατιμώρητη, αλλά υπάρχει και ο ορατός κίνδυνος της «δικαίωσής» της με ορατές τις συνέπειες για τη διεθνή δικαιοταξία και την παγκόσμια ειρήνη. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, το επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά αλλά πρέπει να το υπογραμμίζουμε συνεχώς, να υπερασπιζόμαστε την Κυπριακή Δημοκρατία και να την κρατήσουμε στη ζωή, μέχρι την αξιοποίηση διεθνών συγκυριών και συσχετισμών στην περιοχή που θα μας επέτρεπαν επίλυση του Κυπριακού και δημιουργία ενός καλύτερου και αποτελεσματικότερου κράτους για όλους τους Κυπρίους. Ενός κράτους που να σέβεται και να προάγει τους πολιτισμούς, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.