Επιχειρείται πλήρης αποδόμηση του Χριστόδουλου
Μπορεί οι πρώτες κινήσεις του νέου Αρχιεπισκόπου να είναι προσεκτικές και σε ό,τι φαίνεται και εξεργάζεται από τα ΜΜΕ να μην επιθυμεί να του προσάψει κάποιος την ετικέτα του ρεβανσιστή, εν τούτοις κάθε μέρα που περνάει γίνεται αντιληπτό ότι ο κ. Ιερώνυμος ο Β’ και οι ιεράρχες που τον στηρίζουν και αποτελούν κατά κάποιον τρόπο την άτυπη ομάδα συμβούλων του, έχουν βαλθεί να αποδομήσουν ό,τι θυμίζει Χριστόδουλο.
Και μπορεί ο κ. Ιερώνυμος, καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, να το «έπαιξε» έξυπνα και να φέρθηκε σεβαστικά στη μνήμη του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου (διότι έτσι θα τον είχαν συμβουλεύσει), ωστόσο τις μέρες αυτές, όσοι ασχολούμαστε με τα εκκλησιαστικά γινόμαστε μάρτυρες ενός σχεδίου πλήρους αποδόμησης. Με ύφος ταπεινό ο κ. Ιερώνυμος προσπαθεί να δείξει προς τα έξω ότι η βασική του μέριμνα είναι η σωτηρία της ψυχής και τίποτ’ άλλο. Από την άλλη όμως, οι κινήσεις του, οι εισηγήσεις που κάνουν οι άλλοι αρχιερείς, αφού προηγουμένως τις έχουν συνεννοηθεί μαζί του, έχουν στόχο τη δημιουργία προβλημάτων προς τους ανθρώπους του Χριστόδουλου, οι οποίοι εξακολουθούν να παίζουν κάποιον ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα.
Στο έργο του αυτό, ο κ. Ιερώνυμος συνεπικουρείται από ιεράρχες μιας συγκεκριμένης αντιλήψεως, οι οποίοι καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία αποτελούσαν τη φανερή και την κρυφή αντιπολίτευση του Χριστόδουλου. Και οι πέτρες γνωρίζουν στον τόπο μας ότι η εκλογή του κ. Ιερώνυμου βασίστηκε εν πολλοίς στη βοήθεια των ιεραρχών αυτών. Μια πρόχειρη έρευνα να κάνει κάποιος που ενδιαφέρεται να μάθει πραγματικά το «ποιόν» των ανθρώπων αυτών, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει στις Μητροπόλεις τους πλήρης αναντιστοιχία μεταξύ ποιμένος και ποιμνίου. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, αν δεν είναι αντιπαθείς, είναι αδιάφοροι. Και το σημαντικότερο, είναι πρωταγωνιστές προβλημάτων που έχουν διχάσει τον λαό των τοπικών κοινωνικών που ποιμένουν. Κλεισμένοι στο καβούκι τους, και καθοδηγούμενοι από μιαν ιδιότυπη δήθεν εκκλησιολογία, έχουν περιορίσει το επισκοπικό αξίωμα στα κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικά καθήκοντα, στις λειτουργίες δηλαδή, στους εσπερινούς και στις δοξολογίες, χωρίς να παίρνουμε όρκο ότι και σ’ αυτά είναι συνεπείς. Κατά τα άλλα τους ενοχλούσε ο Χριστόδουλος, που ήταν κάθε μέρα κοντά στον λαό, που συμμετείχε στις ιερές ακολουθίες ανελλιπώς -σπάζοντας μάλιστα ρεκόρ σε σχέση με τους άλλους προκατόχους του- και ο οποίος έκανε αισθητή την παρουσία της Εκκλησίας μ’ έναν λόγο εξόχως εντυπωσιακό και πολλές φορές παρεμβατικό, που στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας λόγος μέσα απ’ την καρδιά του.
Για να μειώσουν την αξία του Χριστόδουλου όσο ζούσε, οι συγκεκριμένοι αυτοί ιεράρχες -ανάμεσά τους δυστυχώς και ο νυν Αρχιεπίσκοπος- προσπάθησαν κατά καιρούς να του προσάψουν διάφορες κατηγορίες, όπως λ.χ. ότι επιχειρούσε την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, ότι λειτουργούσε δικτατορικά, ότι καταπατούσε κάθε έννοια Συνοδικότητας, ότι αγνοούσε την ιεραρχία και ότι επεδίωκε να γίνει με το έτσι θέλω «πρώτος», ότι υπονόμευε το Φανάρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλα πολλά, που μόνον σκοτεινά και βρώμικα μυαλά μπορούσαν να παράξουν και να διακινήσουν.
Σε απάντηση όλων αυτών, και επειδή ο νυν Αρχιεπίσκοπος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως άτυπος αρχηγός της αντιπολίτευσης του Χριστόδουλου στα δέκα χρόνια Αρχιεπισκοπίας του, έχουμε να επισημάνουμε τα παρακάτω:
α) Ο όρος εκκοσμίκευση, που ακούστηκε πολύ από το ’98 μέχρι σήμερα, κάθε άλλο παρά σε έναν κληρικό με το προφίλ του Χριστόδουλου ταίριαζε. Είναι αλήθεια ότι στη συμπεριφορά του υπήρξε ανθρώπινος παραπάνω απ’ όσο θα ‘πρεπε. Όμως, οι ιεράρχες αυτοί, που απέδιδαν στον Χριστόδουλο τέτοια συμπεριφορά και τον κατηγορούσαν για εκκοσμίκευση, έχουν κοιταχτεί μήπως στον καθρέφτη τους; Έχουν καταλάβει τι κακό έχουν κάνει στην Εκκλησία εξαιτίας της κακεντρέχειας και της εμπάθειας που τους καθοδηγεί; Για να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, δεν τους είχε πιάσει ο πόνος για τις βλαβερές συνέπειες της εκκοσμίκευσης στο Σώμα της Εκκλησίας. Από φθόνο το έκαναν προς τον Χριστόδουλο, τον οποίο ακόμα και σήμερα, νεκρό όντα, τον φθονούν και κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεχαστεί.
β) Του απέδιδαν «δικτατορικό» τρόπο διοίκησης. Ποιοι; Αυτοί που από την εποχή του Σεραφείμ είχαν δημιουργήσει ένα ολιγαρχικό σώμα σύμφωνα με το οποίο μια μικρή ομάδα ιεραρχών, δίκην αριστίνδην Συνόδου, καθοδηγούσε τον Αρχιεπίσκοπο και αποφάσιζε, εν ονόματι δήθεν της ιεραρχίας, για τη διοίκηση της Εκκλησίας. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί είχαν χάσει τα προνόμια αυτά επί Χριστόδουλου, διέδιδαν με τα καλοταϊσμένα «παπαγαλάκια» τους ότι ο Χριστόδουλος διοικεί ως δικτάτωρ, ότι κάνει ό,τι θέλει και ότι καθοδηγείται δήθεν από το… περιβάλλον του. Μα και μόνο μία ματιά να ρίξει κανείς στα πρόσωπα που εξελέγησαν Μητροπολίτες επί των ημερών του Χριστόδουλου, με εξαίρεση έναν, δύο, άντε τρεις που εξελέγησαν με τη βοήθεια… «χριστοδουλικής καμαρίλας», οι υπόλοιποι κάθε άλλο παρά προϊόν συναλλαγής και καθοδήγησης του περιβάλλοντος ήταν η εκλογή τους, ίσως γι’ αυτό άλλωστε ψήφισαν τον κ. Ιερώνυμο για Αρχιεπίσκοπο. Τι να πει κανείς και τι να ισχυριστεί, όταν διαπιστώνει ότι επί των ημερών του Χριστόδουλου ανήλθαν στο αρχιερατικό αξίωμα κληρικοί ως ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Οι δικτάτορες επιλέγουν συνήθως ως συνεργάτες τους τα φερέφωνα και όχι γενίτσαρους.
γ) Καταπατούσε, έλεγαν, ο Χριστόδουλος τον θεσμό της Συνοδικότητας. Μα για ποια Συνοδικότητα κάνουν λόγο; Προφανώς γι’ αυτήν που εφαρμόζεται τώρα, όπου μια ηγετική ομάδα ιεραρχών που τον βοήθησε να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος συνδιοικεί μαζί του. Ο καβγάς λοιπόν είναι για το πάπλωμα.
δ) Ο Χριστόδουλος, λένε, αγνοούσε την ιεραρχία και έκανε ό,τι ήθελε. Αυτό ισχυρίζονται ακόμα και σήμερα οι εχθροί του. Σε αντιδιαστολή λοιπόν αυτής της μομφής ρωτάμε: Τώρα που θα αποφασίζουν οι ολίγοι με τον Αρχιεπίσκοπο και θα ανακοινώνουν τις αποφάσεις στους υπόλοιπους, αυτό είναι πιο δημοκρατική διαδικασία και δεν προσβάλλει την ιεραρχία;
ε) Ο Χριστόδουλος λένε ότι επεδίωκε να γίνει πρώτος. Και αυτό είναι αναληθές. Διότι όσοι παρακολουθούν τα εκκλησιαστικά μας πράγματα γνωρίζουν ότι η πρεσβυτέρα ιεραρχία της εποχής εκείνης ανακίνησε το θέμα το 1998 με επώνυμες παρεμβάσεις σημαντικών ιεραρχών, όπως οι Μακαριστοί γέροντες Μητροπολίτες Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Κορίνθου Παντελεήμων, καθώς και ο πρώην Πατρών Νικόδημος, ο οποίος ζει ακόμα για να το επιβεβαιώσει. Ο Χριστόδουλος είχε πράγματι ζητήσει από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο να αποκαταστήσει αυτήν την αταξία και να ισχύσει η αλλαγή στη μνημόνευση του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου από τον επόμενο Αρχιεπίσκοπο και όχι από τον ίδιο. Αν ο Οικουμενικός Πατριάρχης κρατούσε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Χριστόδουλο κατά το πρώτο επίσημο ταξίδι του ως Πατριάρχη στην Ελλάδα τον Μάιο του 1999 (δεδομένου ότι ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ δεν επέτρεπε στον κ. Βαρθολομαίο, οκτώ ολόκληρα χρόνια, να πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα), σήμερα θα απολάμβανε αυτού του προνομίου ο νέος Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος. Ο Χριστόδουλος ευτυχώς έφυγε νωρίς.
στ) Πρόκειται περί μύθου ότι ο Χριστόδουλος υπονόμευε το Φανάρι και τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αντίθετα, ο Χριστόδουλος ανέδειξε στην Ελλάδα το Φανάρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τότε που ήταν Μητροπολίτης Δημητριάδος, τη στιγμή που το Φανάρι από την πρώτη στιγμή που ανήλθε ο Χριστόδουλος στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, δεν τον είδε με καλό μάτι. Τα χαρίσματά του, η προσωπικότητά του και η γενικότερη εκκλησιαστική παρουσία του ήταν πάντα για τους Πατριαρχικούς καρφί στα μάτια τους. Ουδέποτε ενέκριναν τις επαφές του και την εξωστρέφεια που ήθελε να εφαρμόσει, για να βγάλει την Εκκλησία της Ελλάδος από το περιθώριο και να την καταστήσει δύναμη σεβαστή. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να συγκαλέσουν μια διευρυμένη Σύνοδο, η οποία χωρίς περίσκεψη, τον τιμώρησε γιατί τόλμησε να υποστηρίξει τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος. Της Εκκλησίας δηλαδή της οποίας ηγείτο. Και η «τιμωρία» αυτή μπορεί να μην ελήφθη υπόψη από καμιάν άλλη ορθόδοξη Εκκλησία και πολύ περισσότερο ο λαός μας να την έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων του, όμως η «τιμωρία» αυτή τραυμάτισε θανάσιμα τον ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο του Χριστόδουλου. Και ίσως γι’ αυτό να έφυγε τόσο νωρίς. Ένα είναι βέβαιο πάντως, ότι όλες αυτές οι κινήσεις που γίνονται και έχουν στόχο την αποδόμησή του στρέφονται εναντίον των εμπνευστών του αποτρόπαιου αυτού σχεδίου.