Αύξηση, αντί μείωσης, της φτώχειας στη χώρα μας!
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, το πρόβλημα των εργαζόμενων Ελλήνων φτωχών παραμένει τραγικό, αφού είναι οι περισσότεροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τραγική είναι και η ανεπάρκεια του κοινωνικού κράτους. Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι πρώτη σε ποσοστό εργαζόμενων φτωχών, δεύτερη, μετά τη Λετονία, σε συνολικό ποσοστό φτώχειας (21%) και τελευταία στην αντιμετώπιση της φτώχειας από το κράτος πρόνοιας.
Εκπληκτική είναι η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά για τη φτώχεια στην Ελλάδα αφορούν το 2006 και παραμένουν σχεδόν σταθερά σε όλη την περίοδο 1995 – 2006, κατά την οποία σημειώνονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, σημαντική αύξηση των κοινωνικών δαπανών (συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων), που είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, και πακτωλός κοινοτικών πόρων στα δημόσια ταμεία. Κι όμως, παρά τις ευνοϊκές αυτές συνθήκες, οι δείκτες φτώχειας, κινδύνου φτώχειας και ανισοκατανομής του χρηματικού διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών παρέμειναν σχεδόν σταθεροί στην περίοδο 1995 – 2006.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι πήγαν χαμένα για τους δύο εκατομμύρια Έλληνες φτωχούς οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και τα 180 δισ. ευρώ που εισέρρευσαν στα δημόσια ταμεία με τη μορφή κοινοτικών πόρων, φόρων και δανείων, αφού όχι μόνο δεν περιόρισαν, όπως θα περίμενε κανείς, τη φτώχεια και τον κίνδυνο φτώχειας στη χώρα μας, αλλά και δεν άμβλυναν, όσο έπρεπε, την ανισοκατανομή του εισοδήματος. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τα νέα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε στο 21% από 20% που ήταν τα δύο – τρία προηγούμενα χρόνια! Το άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι στη χώρα μας ο κίνδυνος φτώχειας θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος, αν δεν περιοριζόταν σημαντικά χάρις στις αθρόες κοινωνικές δαπάνες, οι οποίες, αυξάνονται συνεχώς, αλλά και από τον θεσμό της ελληνικής οικογένειας, τον υψηλό βαθμό ιδιοκατοίκησης, τα ιδιοπαραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και, φυσικά, την οικογενειακή συνδρομή σε άτομα που υποφέρουν από τον κίνδυνο φτώχειας. Εκτιμάται ότι τα σχετικά ποσοστά φτώχειας περιορίζονται κατά τρεις περίπου εκατοστιαίες μονάδες στη χώρα μας, όταν στο εισόδημα συμπεριληφθούν και όλες οι παραπάνω συνδρομές και βοήθειες. Δηλαδή το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα δεν θα ήταν 21%, αλλά 24%, που σημαίνει ότι πάνω από 2.500.000 Έλληνες θα βρίσκονταν κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας. Αυτό σημαίνει ότι το διαθέσιμο εισόδημά τους είναι χαμηλότερο από το 60% του διαμέσου του διαθέσιμου εισοδήματος για το σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat.
Τα ίδια στοιχεία, όπως προαναφέρθηκε, αναδεικνύουν και το πρόβλημα της σχετικά περιορισμένης αποτελεσματικότητας των κοινωνικών δαπανών στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Όπως προκύπτει από στοιχεία, το σύνολο των κοινωνικών δαπανών (συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων) το 2004 (έρευνα του 2005) μειώνει τον κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα κατά 19 εκατοστιαίες μονάδες (από 39% στο 20%), έναντι αντίστοιχης μείωσης κατά 27 εκατοστιαίες μονάδες (από 43% σε 16%) για το σύνολο των χωρών της ΕΕ. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα, παρά τη μικρή βελτίωση που έχει παρουσιάσει την τελευταία δεκαετία, εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.