Οι τεχνικές ενστάσεις για το ψηφιακό σχέδιο Ρουσόπουλου – Χατζηδάκη

Ο υπουργός Επικρατείας παρέδωσε πριν από 10 ημέρες το σχέδιο της υπουργικής απόφασης, με βάση το οποίο σε ορισμένα σημεία της χώρας θα διακοπεί η αναλογική μετάδοση του σήματος των τηλεοπτικών σταθμών και θα ξεκινήσει η ψηφιακή. Κάθε νομίμως λειτουργών σταθμός εθνικής εμβέλειας που εξέπεμπε σε μία αναλογική συχνότητα θα πάρει μία ψηφιακή σε αντάλλαγμα -χωρίς να έχει προηγηθεί αδειοδότηση- με ταυτόχρονο κλείσιμο των παράνομων σταθμών, αλλά και τη διακοπή μετάδοσης ορισμένων περιφερειακών σταθμών σε προκαθορισμένα κέντρα. Αυτό το μοντέλο θα εφαρμοστεί σε 14 γεωγραφικές ζώνες της χώρας.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με την απόφαση, στην Αίγινα «διακόπτεται η εκπομπή σήματος επίγειας αναλογικής τηλεόρασης απ’ όλους του διαύλους UHF» και σε αντάλλαγμα δίνονται για ψηφιακή χρήση οι δίαυλοι 22 (εθνικής εμβέλειας κανάλια) 46 (ΕΡΤ και συνδρομητική TV), 47 (εθνικής εμβέλειας κανάλια), 48 (ΕΡΤ), 52 (ΕΡΤ), 54 (περιφερειακά – τοπικά κανάλια), 63 (περιφερειακά – τοπικά κανάλια) και 65 (περιφερειακά – τοπικά κανάλια). Το βασικό πρόβλημα δεν είναι όμως η ανταλλαγή των συχνοτήτων μεταξύ των καναλιών. Το πρόβλημα, που εντοπίζεται από μερίδα της ένωσης Τεχνικών Ιδιωτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας, είναι αν την επόμενη ημέρα του κλεισίματος του αναλογικού σήματος και της μετατροπής του σε ψηφιακό θα είναι σε θέση οι τηλεθεατές να παρακολουθήσουν τηλεόραση! Πρακτικά αυτό σημαίνει πως ΟΛΑ τα νοικοκυριά στα νότια προάστια, για να εξακολουθήσουν να βλέπουν τηλεόραση, θα πρέπει να προμηθευτούν αποκωδικοποιητές, δηλαδή να προβούν στη δαπάνη των 45-60 ευρώ. Κάτι τέτοιο είναι προφανές πως προϋποθέτει σημαντική καμπάνια, αφού δεν θα πρόκειται για ταυτόχρονη μετάδοση ενός προγράμματος αναλογικής και ψηφιακά, όπως συμβαίνει τώρα με το «πιλοτικό στάδιο» της ΕΡΤ, αλλά άμεση διακοπή του αναλογικού σήματος.

Ένα δεύτερο σοβαρό, σε επίπεδο ανταγωνισμού, ζήτημα είναι η σύμπραξη ιδιωτικών καναλιών και κρατικής τηλεόρασης, με τη σχεδιαζόμενη δημιουργία ενός παρόχου δικτύου. Μια τέτοια κίνηση είναι επίφοβη, διότι στην πράξη οι παίχτες που θα αποκλειστούν από την ψηφιακή εκπομπή (π.χ. περιφερειακοί – τοπικοί σταθμοί) μπορεί να προσφύγουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, με σοβαρές πιθανότητες να κερδίσουν την υπόθεση. Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται επίσης από μερίδα της ΕΙΤΗΣΕΕ είναι το κόστος της μετάβασης. Αν και οι ιδιωτικοί σταθμοί εθνικής εμβέλειας αποκτούν ένα σοβαρό προβάδισμα στην ψηφιακή εκπομπή έναντι των άλλων, θέλουν να μπουν στην αγορά (π.χ. περίπτωση Ρέστη που ελέγχει ένα περιφερειακό κανάλι), διεκδικώντας από το Δημόσιο να πληρώσει το κόστος της μετατροπής του σήματός τους από αναλογικό σε ψηφιακό.

Επίσης, αυτό που δεν ομολογείται είναι πως με την επιτάχυνση των διαδικασιών της μετάβασης από την αναλογική στην ψηφιακή τηλεόραση μπαίνει αναπόφευκτα σε δεύτερη μοίρα η για μια ακόμη φορά σχεδιαζόμενη αναλογική αδειοδότηση όπως προβλέπεται από τον νόμο Ρουσόπουλου (35.92/2007). Θυμίζουμε πως μετά τη νέα παράταση οι αναλογικές άδειες λήγουν στις 31.10.2008.

Μορώνης: Κατοχυρώστε τον πλουραλισμό

Καθοριστικής σημασίας είναι οι παρατηρήσεις που είχε καταθέσει πριν από τρία χρόνια, τον Φεβρουάριο του 2005, ως μέλος του ΕΣΡ ο σημερινός πρόεδρος του ΙΟΜ Ροδόλφος Μορώνης. Η εισήγηση με τίτλο «Η πορεία προς τις επίγειες ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές», στην οποία είχε συγγράψει ένα κεφάλαιο με τεχνικά χαρακτηριστικά και ο Κ. Αποστολάς, νέο μέλος της Αρχής, πρότεινε τη δημιουργία μιας

Ειδικής Επιτροπής για την παρακολούθηση της μετάβασης στην ψηφιακή εποχή. Στην επιτροπή αυτή, κατά τον Ρ. Μορώνη, πρέπει να μετέχουν εκπρόσωποι των υπουργείων Επικρατείας και Μεταφορών, ΕΕΤΤ, ΟΤΕ, ΕΡΤ, MEDIA Desk, του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, της Ένωσης Καταναλωτών, της ΕΙΙΡΑ και της ΕΙΤΗΣΕΕ και των παραγωγών οπτικοακουστικών έργων, λειτουργώντας με τη στήριξη του ΕΣΡ.

Στην εισήγησή του για τον ρόλο του ΕΣΡ, ο Ρ. Μορώνης σημείωνε δύο ακόμη βασική σημεία, τον πλουραλισμό και την ελευθερία του ανταγωνισμού.

• «Ο πολλαπλασιασμός των ραδιοτηλεοπτικών φορέων που προκύπτει από την άρση της σπανιότητας των συχνοτήτων σε καμία περίπτωση δεν καθιστά παρωχημένη την επιδίωξη “πολιτικών” στόχων όπως η πολυφωνία, η προστασία των ανηλίκων, η προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας, η παραγωγή και διανομή προγραμμάτων υψηλής ποιότητας. Επομένως, θα εξακολουθήσει να υφίσταται ανάγκη ρύθμισης ως προς το οπτικοακουστικό περιεχόμενο. Μένει να βρεθούν αποτελεσματικοί τρόποι παρακολούθησης του μεγάλου αριθμού των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, αν οι σχετικές ρυθμιστικές αρχές δεν θέλουν να περιορισθούν σε ρόλο απλού συνηγόρου του καταναλωτή. Μια άλλη προσέγγιση θα μπορούσε να αποτελέσει η λήψη μέτρων για την εκ των προτέρων διασφάλιση των “πολιτικών” στόχων.»

• «Η ανάγκη λήψης μέτρων επισημαίνεται και σε πολλά κείμενα της ΕΕ, με μόνιμη επωδό ότι τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν πρέπει να είναι διαφανή, αιτιολογημένα, αναλογικά και να ληφθούν εγκαίρως ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι στρέβλωσης της αγοράς. Θα πρέπει να είναι τεχνολογικώς ουδέτερα ώστε η διαδικασία μετάβασης να μην έχει ως αποτέλεσμα αποκλεισμούς (στα δίκτυα, στα επιχειρηματικά μοντέλα, στις υπηρεσίες αλλά και στους καταναλωτές). Η κατάργηση των αναλογικών εκπομπών θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνον όταν οι ψηφιακές εκπομπές θα έχουν διεισδύσει στον μεγαλύτερο βαθμό ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κοινωνικό κόστος από τον αποκλεισμό μεγάλων τμημάτων του κοινού.»


Σχολιάστε εδώ