Μια φορά και έναν καιρό

Και ήταν πράγματι ανείπωτη χαρά να διαβαίνεις την πόρτα μιας Ανώτατης Σχολής, να είσαι εικοσάρης, και η «μεγάλη αυτή πόρτα» να σε μπάζει σ’ έναν κόσμο εντελώς αλλιώτικο από τον μικρόκοσμό σου, όπου μέσα του ως τότε ανδρωνόσουν.

Έτσι τώρα, κάνοντας αναδρομές στο παρελθόν, και βλέποντας ξοπίσω σου «τι γρήγορα τα σβηστά κεριά πληθαίνουν…», δεν περιορίζεσαι σε… λογιστικούς απολογισμούς που πάντα κάπου βγαίνουν ελλειμματικοί, αλλά σταματάς σε κάποιες ιδιαίτερες στιγμές που τριβελίζουν στη μνήμη σου και ονειρεύεσαι να μπορούσε να βρεθεί μπροστά σου το… «Τζίνι» και ρωτώντας σε ποια επιθυμία σου θα ‘θελες να πραγματοποιήσει, είναι σίγουρο πως αδίστακτα θα του ζητούσες να «ξαναζήσεις» αυτό που χρόνια… «κουβανείς μες στην ψυχή σου». Λιγοστές είναι βέβαια για όλους μας οι περιούσιες εκείνες περιπτώσεις που σου αφήνουν βαθύ αποτύπωμα και μ’ ένα απλό τους άγγιγμα στο πέρασμά τους… Και οι περισσότερες έχουν αφετηρία τους τα φοιτητικά μας χρόνια.

Ήτανε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, και στη σχολή είχαμε φτιάξει αργά αργά και βήμα βήμα μια πολύ ζεστή, πολύ δεμένη και ευχάριστη παρέα. Όσο κι αν διευρύνθηκε με τα χρόνια, ο αρχικός πυρήνας της, ποτέ μα ποτέ, δεν διαλύθηκε τελείως. Μπορεί οι δρόμοι μας να χώρισαν, αλλά ποτέ δεν έπεσε ανάμεσά μας η λησμονιά. Και γερόντια πια, την πικρή ώρα του «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» για κάποιον από εμάς που έφευγε, ανταμώναμε όλοι ξανά για να του πούμε το στερνό αντίο.

Συναντιόμασταν τότε καθημερινά. Στέκι μας ήταν ένα… περίπτερο, όταν δεν λειτουργούσε η σχολή και το… κυλικείο της. Λιγοστές ήτανε οι διασκεδάσεις, κι ακόμα πιο λιγοστές οι οικονομικές δυνατότητες για διασκέδαση, που τις αναζητούσαμε σε καμιά βολτίτσα εν σώματι, και σε κανένα κουτουκάκι το βράδυ, όπου βγάζαμε τα σώψυχα και τ’ απωθημένα μας. Υπήρχαν ακόμη τα παρτάκια και οι εκδρομές. Τόσο όμως τα μεν όσο και οι δε ήσαν «είδη εν ανεπαρκεία». Όμως με «τούτα και με κείνα» ο χρόνος μας περνούσε. Μαλλιοτραβιόμασταν και με τα συνδικαλιστικά. Ανακοινώσεις καρφωμένες με πινέζες στο… δένδρο, καβγάδες, συνδυασμοί, αρχαιρεσίες με… λίγη βία και πολλή νοθεία, σ’ ένα κέντρο της Λεωφ. Συγγρού ονόματι «Μεξικάνα». Οι συνεδριάσεις του ΔΣ βοηθούσανε στο «σκότωμα της ώρας», και οι ατέρμονες ρητορείες γέμιζαν τον χρόνο μας. Αξέχαστος έμεινε ένας συνάδελφος που βαριότανε, επειδή ήτανε γραμματέας, και έλεγε κάθε τρεις και λίγο: «Μεθ’ ό λύεται η συνεδρίασις». Αλλά ποιος τον άκουγε.

Πάρτι τον χειμώνα κάναμε στα σπίτια. Για μουσική είχαμε το «κουρδιστό» γραμμόφωνο με τους δίσκους των 78 στροφών που παίζαν φοξ-τροτ και βαλς εζιτασιόν… Οι προετοιμασίες κρατούσαν μέρες. Αρχίζαμε νωρίς για να τελειώσουμε νωρίς, επειδή νωρίς σταματούσαν και οι συγκοινωνίες. Δεν ήταν λίγες οι φορές όταν το κέφι παρατραβούσε και ο χορός καλά… κρατούσε που οι αργοπορημένοι διανυκτέρευαν στη στάση, στο αναμονητήριο, περιμένοντας το… πρώτο λεωφορείο για να πάνε σπίτι τους. Το καλύτερό μας ήταν η οργάνωση μιας εκδρομής. Ένας συμφοιτητής μας, πάντα φίλος, βασικό και αναπόσπαστο μέλος της παρέας, είχε ένα εξοχικό σπίτι στη… Γλυφάδα κάπου κοντά στον Άη Νικόλα, που τότε ήταν απλώς ξωκλήσι. Ολόκληρη η περιοχή έμοιαζε με στέπα, όπου ανάμεσα σε αγριολούλουδα και τσουκνίδες, φύτρωνε αραιά και που και κανένα σπιτάκι. Εκτός από του φίλου μας, που ήταν σπίτι κανονικό, τα υπόλοιπα είχαν χτισθεί εκ των ενόντων.

Η πρόταση τού φίλου μας να πάμε εκεί πέρα εκδρομή έγινε ομοφώνως δεκτή και απέμενε μόνον να ορισθεί η ημέρα, και επειδή το γοργόν και χάριν έχει καθορίσθηκε εν τάχη η επομένη Κυριακή. Η όλη οργάνωση της εκδρομής, η εκτέλεση και η πραγματοποίησή της, ανήκουν σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που αδίσταχτα θα ικέτευα το… «τζίνι» να ξαναζήσω, αν συνέβαινε να ‘ρθή να με ρωτήσει για τη μεγαλύτερη επιθυμία μου.

Ήταν Κυριακή πρωί σχεδόν «άμα τη έω» κατά τη δική μου εκδοχή, δηλαδή επτά η ώρα… αξημέρωτα. Τόπο συνάντησης ορίσαμε την Ακαδημία, θεωρητικά επειδή είμεθα ακαδημαϊκοί πολίτες και πρακτικά επειδή εκεί ήταν η αφετηρία της Βούλας. Σημειωτέον ότι της Γλυφάδας της παραπήγαινε να ‘χει ιδιαίτερη γραμμή κι έτσι εξυπηρετείτο με τα καινούρια αμερικάνικα λεωφορεία «Mack» της Βούλας. Βασική προμήθεια για το μεσημεριανό μας φαγητό ήταν ένα ολόκληρο ωμό αρνί και ένα τσουβάλι πατάτες που θα μαγειρεύονταν επί τόπου. Σαλατικά σε ποσότητα, ποιότητα και ποικιλία διέθετε ο λαχανόκηπος του οικίσκου, το δε πηγάδι θα μας προσέφερε δροσερό και… λάλον ύδωρ.

Ήταν άνοιξη, Απρίλης μήνας. Ένα θάμπος που προκαλεί η πρώιμη ζέστη τύλιγε το τοπίο. Κίτρινες αγριομαργαρίτες ανάμικτα με λευκές ψιλολικνίζονταν από τ’ ανοιξιάτικο αεράκι. Ένα πυκνό και πολύχρωμο ταπέτο από κατακόκκινες παπαρούνες, και μαβιές καμπανούλες είχε αναλάβει τη διακόσμηση του υπόλοιπου κήπου μαζί με τις μυρωδάτες αγριοβιολέτες και τις… μολόχες. Κοντά στο πηγάδι στήθηκε το μαγειρείον εκστρατείας και επιδοθήκαμε (δηλαδή οι άλλοι επεδόθησαν) στο καθάρισμα της πατάτας που οι άτιμες ήτανε ατέλειωτες. Εν πάση περιπτώσει καθαρίστηκαν, γεγονός που με υποχρέωσε να τους συγχαρώ, διότι οι καλές επιδόσεις πρέπει να επιβραβεύονται πάντοτε. Δύο άλλοι εξ ημών πήγαν να βρούνε φούρνο και να πάρουν δανεική μια λαμαρίνα για το ψητό. Ήρθε και η μαύρη λαμαρίνα και τοποθετήθηκαν με όλους τους κανόνες της μαγειρικής τέχνης οι πατάτες και το αρνί, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο αμνός ο αίρων τις δικές μας αμαρτίες και ξεκινήσαμε. Προ της αναχωρήσεως, τους απένειμα πάλιν «εύφημο μνεία», διότι καθισμένος αναπαυτικά δίπλα στο πηγάδι, είχα παρακολουθήσει όλη την προετοιμασία και πόσο πολύ εμόχθησαν. Ας μη τσιγκουνευόμαστε επαίνων! Ο φούρνος βρισκόταν στης «μητέρας του οξαποδώ» που λένε, δηλαδή διασχίσαμε πεζή οριζοντίως, διαγωνίως και καθέτως τη Γλυφάδα ολόκληρη για να τον βρούμε, και τελικά τον… βρήκαμε. Το φαγητό κάποτε ψήθηκε και επιστρέψαμε με επίσημη πομπή, νικηταί και τροπαιούχοι. Το πιο παράδοξο είναι ότι βρήκαμε το σπίτι, χωρίς να έχομε ρίξει σουσάμι στο πήγαινε, που θα ήτανε άσκοπο, αφού σ’ εκείνη την παρθένα γη, ή τα πετεινά του ουρανού θα το ‘χανε φάει ή θα ‘χε στο μεταξύ φυτρώσει.

Έγινε τσιμπούσι θεσπέσιο. Βγάλαμε και ήπιαμε νερό από το πηγάδι μ’ ένα ιδιότυπο ξύλινο μαγκάνι. Παίξαμε βόλεϊ, ήπιαμε μπόλικη ρετσίνα κεχριμπαρένια από βαρέλι της περιοχής. Είπαμε ανέκδοτα, κάναμε πλάκες, και με το γραμμόφωνο που όλο ξεκουρδιζόταν, ρίξαμε και τα «ταγκά» μας για το καλό της ημέρας. Ο ανοιξιάτικος ήλιος μας βάρεσε κατακούτελα και γίναμε… ερυθρόδερμοι. Προσωπικά εκείνη την εποχή ήμουν δέσμιος ενός… δεσμού με χαρακτηριστικό του την ασυμφωνία χαρακτήρων. Επειδή δεν άρεσαν της «δίδος» τέτοιες εξορμήσεις, αποφάσισα να πάω μόνος μου χωρίς να πω κουβέντα για να γλιτώσω την γκρίνια. Αλλά όταν συναντηθήκαμε το βράδυ και είδε τη μούρη μου πιο κόκκινη κι από του… Τζερόνυμο στο «σπασμένο βέλος», στήθηκε καβγάς τρικούβερτος… Οι πιο πολλοί και οι πιο καλοί εκείνης της παρέας, των πάρτι, των εκδρομών, αλλά και της καθημερινότητάς μας, πέρασαν σ’ έναν άλλον κόσμο καλύτερο, όπου δεν υπάρχει θλίψις και στεναγμός. Στην κοπέλα εκείνης της συντροφιάς, που ξεκαρδίζεται από τα γέλια στη φωτογραφία, καθώς μεταφέρεται εν πομπή και με επισημότητα το αρνί εκείνης της εκδρομής, στην Αλίκη που μας έφυγε αυτές τις μέρες για μιαν άλλη εκδρομή, ποιος ξέρει πόσο μακρινή, αφιερώνω αυτό το κομμάτι, σαν ανάμνηση μα και σαν διαβεβαίωση πως θα τη θυμόμαστε πάντα..


Σχολιάστε εδώ