AΝΑΓΚΗ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Μια τριετία, στη σημερινή φάση υψηλής επιτάχυνσης της ιστορίας, είναι διάστημα ικανό να σφραγίσει τη μοίρα ενός έθνους, ιδιαίτερα στην υπό τεκτονική αναμόρφωση περιοχή μας και μάλιστα όταν πρόκειται για χώρα που στοιχίζεται από τους δικούς μας γείτονες, συμμάχους και εταίρους και βαρύνεται με τις δικές μας αναπηρίες. Αυτά τα προφανή δεδομένα, αλλά και η εντεινόμενη πίεση της πολιορκίας των προβλημάτων και των απειλών που μας περιβάλλουν, θα όφειλαν λογικά να ωθήσουν πρωθυπουργό, εκπροσώπους, σχολιαστές και λαό σε κάποιον απολογισμό, μιαν αποτίμηση του έργου και της ακολουθουμένης πορείας. Είναι μάλλον καιρός να απαντηθεί εάν αποδίδει -ή το αντίθετο- η αντίληψη και οι μέθοδοι στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής που εν λευκώ δοκιμάσθηκαν αυτήν τη κρίσιμη τριετία.

Στις σκέψεις αυτές κινεί η πραγματοποιούμενη (την ώρα που καταγράφονται) συνάντηση στην Ουάσινγκτον της υπουργού των Εξωτερικών με την αμερικανίδα ομόλογό της και άλλους υψηλούς κυβερνητικούς παράγοντες, στην πολλοστή επίσκεψή της στις ΗΠΑ.

Η αμερικανική πρωτεύουσα και συμπολιτεία ευρύτερα επελέγη πράγματι από τη σημερινή υπουργό ως το κυρίαρχο στις φροντίδες της πεδίο στόχευσης, σχεδιασμών και κινήσεων -στην εξωτερική δράση της- προορισμός πολλών επισκέψεων και τόπος πολλών από τις συναντήσεις της με τη φίλη της κ. Ράις και άλλους υπουργούς, ομιλιών της σε κοινοβουλευτικά και άλλα ακροατήρια και επαφών της με προβεβλημένα και πλούσια μέλη της Ομογένειας. Η συχνότητα και διαχυτική εγκαρδιότητα αυτών των επαφών με τους υπευθύνους της υπερδύναμης -που κινούν τους μοχλούς των εξελίξεων στην περιοχή μας- έχει δεόντως προβληθεί στη δημοσιότητα. Πρόσφατη έκθεση υπηρεσίας του Κογκρέσου για τις αμερικανοελλαδικές σχέσεις εσημείωνε μάλιστα τα αισθήματα ιδιαίτερης συμπάθειας που περιβάλλουν την ελληνίδα ΥΠΕΞ στην οικογένεια του Προέδρου Μπους. Και αυτά πρέπει φυσικά να συνυπολογισθούν στην εκτίμηση της αποδοτικότητας και αυτού του προσωπικού κεφαλαίου στην προώθηση λύσεων στα απειλητικά προβλήματα της χώρας.

Να συνεκτιμηθεί επίσης το γεγονός ότι δεν υπήρξαν στο διεθνές πεδίο ελληνικές θέσεις αντίθετες προς τα νεύματα ή τις μαντευόμενες επιθυμίες της μεγάλης συμμάχου -όπως αποδείχθηκε (με ελληνικό κόστος) σε κινήσεις και δηλώσεις κατά και μετά τον πόλεμο του Λιβάνου, στο θέμα των αμερικανικών αντιπυραυλικών βάσεων στις Πολωνία και Τσεχία και ίσως και σε άλλα, αθέατα αν και πλησιέστερα, πεδία.

Απλούστατη είναι επομένως η διαδικασία αποτίμησης της αποδοτικότητας – και η συναγωγή των επιβαλλόμενων από τα πράγματα πρακτικών συμπερασμάτων. Αρκεί η αντικειμενική απάντηση στα ακόλουθα ερωτήματα:

• Οι επιλογές και χειρισμοί στην εξωτερική πολιτική, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ωφέλησαν την Ελλάδα, άμβλυναν τις απειλές που τη ζώνουν, περιόρισαν τις διεκδικήσεις σε βάρος της, μείωσαν τον αριθμό και την πίεση των προβλημάτων;

• Η διπλωματική δραστηριότητα που ασκήθηκε πόσο (εάν) προήγαγε τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, με ενίσχυση των διεθνών ερεισμάτων, συμμαχίες κοινών συμφερόντων, ενίσχυση της εθνικής επιρροής και απήχησης, σοβαρή οργάνωση, καθοδήγηση και προεκλογική αξιοποίηση του Ελληνισμού της διασποράς στην υπηρεσία καθαρών ελληνικών στόχων;

• Για την υποβοήθηση του ανειδίκευτου και περιφρόντιδος αναγνώστη που θα θελήσει να σκύψει σ’ αυτά τα ερωτήματα, η νωπή ειδησεογραφία του τελευταίου τριμήνου -στον βαθμό τέλος πάντων που εκάλυψε τα γεγονότα- δίνει μιαν εικόνα του είδους καρποφορίας της εξωτερικής πολιτικής της τριετίας:

1. Στο Σκοπιανό, που υπαγόρευσε την αποστολή διάσωσης της υπουργού στην Ουάσινγκτον. Είναι το θέμα που -και για λόγους κομματικής και προσωπικής αυτοσυντήρησης- κυριάρχησε στις κυβερνητικές φροντίδες στην εξεταζόμενη περίοδο, αφού δημαγωγικά του αποδόθηκε σημασία λυδίας λίθου των εθνικών συμφερόντων. Ήδη το υπερδραματοποιημένο αυτό πρόβλημα πλησιάζει στην κάθαρση και υπό το κράτος έκδηλου πανικού επιζητείται φόρμουλα αναβολής ή διαφανούς μεταμφίεσης ενός εθνικού φιάσκου.

Μέτρο για τη βαθμολόγηση του επιπέδου στο οποίο σήμερα βρίσκεται η επιρροή και το γόητρο της χώρας και μάλιστα στην περιοχή όπου, κατά την κυρία ΥΠΕΞ, καταλαμβάνει «ηγεμονική» ή «κυρίαρχη» θέση, είναι ο περιφρονητικός τόνος των προκλήσεων της σκοπιανής ηγεσίας (και από την έδρα του προεδρείου του ΟΗΕ και σε διεθνείς συνάξεις) όσο και των απειλών που τώρα εκτοξεύουν με κατάλογο αντιποίνων σε ενδεχόμενο βέτο.

2. Στο πραγματικά υπαρξιακό για τη χώρα μας πρόβλημα του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού, που όφειλε να κρατεί άγρυπνους τους διαχειριζόμενους τις εθνικές υποθέσεις: Η υπουργός πέτυχε να φέρει τον κ. Καραμανλή στην Άγκυρα, όπως είχε αναλάβει στη συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό της στο «Σπίτι της Τουρκίας», στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο, με τη γνωστή δήλωση: «Συμφωνήσαμε να εργασθούμε για την πραγματοποίηση της επίσημης επίσκεψης στην΄Αγκυρα». (Στη μεθόδευση περιλαμβανόταν η επίσκεψη του κ. Μπαμπατζάν στην Αθήνα, με τα απρόοπτα των θεμάτων που έθεσε και την ουρά της εμπρηστικής περιοδείας στη Θράκη.)

Η επίσκεψη χαρακτηρίστηκε ιστορική, μέτρο της θέρμανσης των σχέσεων, χειροκροτήθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και προβλήθηκε διεθνώς (και στην Κύπρο, τις παραμονές εκλογών, που απειλούν με ανατροπή του δημοψηφίσματος). Για να αποφευχθεί επεισόδιο και προσβολή του πρωθυπουργού, παρακλήθηκαν οι Τούρκοι να μη πετάξουν πάνω από τα νησιά και διατάχθηκαν οι ψαράδες να απομακρυνθούν από τα Καρντάκ / Ύμια. Υπήρξε υποδοχή ερυθρού χαλιού, συνομιλίες, σπονδές στον τάφο του Ατατούρκ και δηλώσεις, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στην αιωρούμενη απειλή του πολέμου (casus belli).

Ουσιαστικότερο τι; Απάντηση: Ο Ερντογάν πρόσθεσε νέες τουρκικές διεκδικήσεις: Την προστασία των δικαιωμάτων της «τουρκικής μειονότητας» στην Ελλάδα. (Την υπολογίζουν σε 150.000, προφανώς με την ενίσχυση λαθρομεταναστών και εγείρουν θέμα περιουσιών και στα Δωδεκάνησα.) Και την αντιμετώπιση των «κουρδικών τρομοκρατικών οργανώσεων». Κυβερνητικές ελπίδες για τη Σχολή της Χάλκης (το άπαντον των ελληνικών διεκδικήσεων) διαψεύσθηκαν. Ευθεία ελληνική απάντηση δεν υπήρξε.

Πριν από την επίσκεψη ο κ. Ερντογάν είχε δηλώσει για την ελληνική στάση στο Σκοπιανό ότι «αποτελεί πολιτική ασχημία» (Ugly attitude). Μετά την επίσκεψη, τις διαχύσεις και «τη σταθερή στήριξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας», ο κ. Ερντογάν έκανε το περασμένο Σάββατο, νέες δηλώσεις για το Σκοπιανό, στο Μόναχο. Και είπε για το θέμα που πονά ιδιαίτερα αυτήν τη στιγμή τον «φίλο Κώστα»:

«Δεν θα περιοριστούμε στις επανειλημμένες διακηρύξεις μας, θα αγωνιστούμε στα πλαίσια της συμμαχίας για την τήρηση των αντικειμενικών κριτηρίων στην αίτηση ένταξης της Μακεδονίας (στο ΝΑΤΟ), για να μην επιβληθούν οι διμερείς διαφορές». Και πρόσθεσε το κερασάκι: «Η στρατιωτική συνεργασία με τη Μακεδονία είναι εξαιρετική και σφυρηλατείται στη στρατιωτική ακαδημία της Τουρκίας…»

3. Με το Κυπριακό δεν έχει να κοπιάσει ο βαθμολογητής. Λευκή η σελίδα στο βιβλίο πεπραγμένων του ΥΠΕΞ σ’ αυτό το θέμα, που έχει κριθεί πως αφορά αποκλειστικά τους Κυπρίους. Ακριτομυθίες ξένων πηγών αναφέρουν ότι οποιαδήποτε έξωθεν πρόταση υποβοηθητικής πρωτοβουλίας επάγωσε το παροιμιώδες χαμόγελο. Η εύνοια στους υποψηφίους του ξεπουλήματος στις σημερινές εκλογές δεν αποτελεί μυστικό για κανένα.

Μήπως, τέλος, έχει πραγματοποιηθεί στην τριετία, κάποιο οργανωτικό έργο για την καθοδήγηση και προεκλογική αξιοποίηση της σημαντικής δύναμης της ομογένειας στις ΗΠΑ; Την απάντηση την έδωσε ο κ. Κρις Σπύρου, με συνέντευξη στο «ΠΑΡΟΝ»: Η Ομογένεια θα ψηφίσει Χίλαρι Κλίντον. Στους μεγαλόσχημους χρυσοκάνθαρους που την υποστηρίζουν και ψηφοθηρούν γι’ αυτήν περιλαμβάνεται και η οικογένεια Τσακόπουλου, φίλη της οικογένειας της υπουργού των Εξωτερικών.

Ψηφίζουν -και χρηματοδοτούν λοιπόν- τη Χίλαρι, για την οποία ο σύζυγος και πρώην Πρόεδρος Μπιλ, δήλωνε στην τουρκική «Σαμπάχ» της 7ης Φεβρουαρίου: «Για μας η Τουρκία είναι μια πολύ σημαντική χώρα. Έχουμε ανάγκη τις στενές σχέσεις μαζί της. Η μεγαλύτερη συμβολή σ’ αυτές θα γίνει από τη Χίλαρι. Θα υπάρξει μεγάλη πρόοδος στις σχέσεις μας, αν εκλεγεί η Χίλαρι. Και οι Τούρκοι μας υποστηρίζουν…».

Σοφά -και εδώ- καθοδηγημένη η ελληνική ομογένεια, από το «εθνικό κέντρο»!…

Αυτά πολύ πρόχειρα και για την υποβοήθηση του μέσου ψηφοφόρου. Οι υπεύθυνοι και αρμόδιοι για την αξιολόγηση των πεπραγμένων του ΥΠΕΞ υπό τη σημερινή υπουργό έχουν στη διάθεσή τους τους πλήρεις φακέλους, προς μελέτη και συναγωγή των αναγκαίων πρακτικών συμπερασμάτων. Είναι βέβαια άκρως αμφίβολο ότι θα έχουν την ιδέα ή την πολιτική βούληση να εγκύψουν σ’ αυτήν την επανεξέταση χρησιμότητας, όσο και αν το εθνικό συμφέρον πιεστικά την υπαγορεύει.

Αλλά μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει κανείς ότι αναπόδραστες εξελίξεις θα την καταστήσουν υποχρεωτική και προϋπόθεση πολιτικής επιβίωσης. Τα πράγματα θα επιβάλουν στον πρωθυπουργό να «κάνει ταμείο».


Σχολιάστε εδώ