Τέλος του δικομματισμού, αρχή των συνεργασιών
Το να μειώνονται η απήχηση και η δύναμη της κυβέρνησης είναι λογικό και αναμενόμενο, αφού η εξουσία φθείρει ακόμη και όταν ασκείται σωστά και με πλήρη διαφάνεια. Αλλά να χάνει δύναμη ταυτόχρονα και η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ένα θέμα που προβληματίζει, γιατί δεν είναι συνηθισμένο ούτε στη χώρα μας ούτε αλλού.
Πρόκειται, επομένως, για αποδοκιμασία και των δύο μεγάλων κομμάτων που, επειδή εναλλάσσονται στην εξουσία από το 1974 μέχρι σήμερα, θεωρούνται συνυπεύθυνα από τον λαό για την ανεργία, την ανασφάλεια, την προκλητική χλιδή των ολίγων, αλλά και για τα οικονομικά σκάνδαλα, την εκτεταμένη διαφθορά του δημόσιου τομέα, καθώς και για το τέλμα στο οποίο έχουν βουλιάξει τα εθνικά θέματα.
Τα δύο αυτά κόμματα είναι δίδυμα πλέον, αφού δεν διαφέρουν στις πολιτικές τους και είναι εξίσου υποταγμένα στα κελεύσματα της υπερδύναμης, στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οικονομικές απαιτήσεις του ντόπιου κεφαλαίου, ενώ αντιμετωπίζουν με την ίδια αναλγησία το 20% του λαού που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Τι μπορούν να περιμένουν οι πολίτες από τα δύο μεγάλα κόμματα, που έχουν δοκιμαστεί στην άσκηση της εξουσίας επί 34 χρόνια, που έχουν χάσει πριν από πολλά χρόνια τους χαρισματικούς ιδρυτές και ηγέτες τους και τώρα διοικούνται από τα προϊόντα της οικογενειοκρατίας, που πλαισιώνονται από στελέχη γνωστά για την αξία ή την απαξία τους. Γιατί άτομα και κόμματα, όσα δεν πραγματοποίησαν όταν ήταν στην κυβέρνηση ενώ μπορούσαν, θα τα κάνουν σε κάποια μελλοντική κυβέρνηση, αν ο λαός τούς ψηφίσει; Γιατί οι πολίτες να τους εμπιστευτούν για πολλοστή φορά και να μη στραφούν προς νέα σχήματα;
Υπάρχει και κάτι άλλο που απωθεί τους πολίτες από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ: Είναι η εμμονή τους στην αποκλειστική νομή της εξουσίας, χωρίς τη συνεργασία άλλου ή άλλων κομμάτων. Γιατί έτσι εξασφαλίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που τους παρέχει η κυβέρνηση προς όφελος μόνο των «γαλάζιων» ή των «πράσινων» και όχι για το καλό όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από κομματική τοποθέτηση. Ακόμη, γιατί με το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας επιβάλλεται η εξουσία του ενός και των στενών συνεργατών του, υπουργών ή μη. Αυτήν την απόλυτη εξουσία δεν θέλουν να χάσουν αρχηγοί και αρχηγικές παρέες και αυτήν ακριβώς την υπερεξουσία απορρίπτουν οι πραγματικοί δημοκράτες και οι ενεργοί πολίτες.
Είναι πλέον σαφές ότι οι πολίτες επιζητούν την κατάργηση του δικομματισμού και των αυτοδύναμων κυβερνήσεων που αυτός συνεπάγεται και προτιμούν τις κυβερνήσεις συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων, που μπορούν να εγγυηθούν περισσότερη διαφάνεια, εντιμότητα, δημοκρατικές διαδικασίες στην κυβέρνηση και στο υπουργικό συμβούλιο, χτύπημα της διαφθοράς και δραστικό περιορισμό της εξουσίας -και αυθαιρεσίας- του ενός, του πρωθυπουργού.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας μπορούν να εξαφανίσουν τη διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματιών, καθώς και την παράδοση μιας κυβέρνησης σε κάποιους μεγαλοεπιχειρηματίες, αφού τα μετέχοντα σε κυβερνήσεις συνεργασίας κόμματα δεν θα παύουν να είναι αντίπαλα και να αλληλοελέγχονται κατά τη διαχείριση της εξουσίας, κάτι που τώρα δεν μπορεί να γίνει ουσιαστικά κατά τον κοινοβουλευτικό έλεγχο στη Βουλή.
Στη Γερμανία σχηματίζονται συμμαχικές κυβερνήσεις επί μακρά σειρά ετών, ένα μεγάλο κόμμα, χριστιανοδημοκράτες ή σοσιαλδημοκράτες, και ένα μικρό, ενώ σήμερα έχουμε κυβέρνηση και των δύο μεγάλων κομμάτων, πράγμα που είχε συμβεί και στο παρελθόν. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ιταλία από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μέχρι σήμερα. Και οι δύο αυτές χώρες όχι μόνο ανόρθωσαν τα ερείπια του πολέμου, αλλά πέτυχαν οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μεγαλύτερη από τη χώρα μας και εξακολουθούν να εξασφαλίζουν στους πολίτες τους την ευημερία, ενώ η Γερμανία είναι πάντοτε η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Παράλληλα, κράτησαν μακριά από τον κομματισμό τη δημόσια διοίκηση και την ανύψωσαν σε ψηλά επίπεδα απόδοσης.
Φαίνεται ότι πλησιάζει η ώρα να σχηματιστεί και στη χώρα μας συμμαχική κυβέρνηση διαρκείας και όχι σκοπιμότητας, όπως το 1989. Πρώτο καθήκον μιας τέτοιας κυβέρνησης θα είναι η αναδιοργάνωση και η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, ώστε η χώρα να μπορεί να διοικηθεί με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους και όχι με τον κομματικό νεποτισμό.