Μια φορά και έναν καιρό
Αυτό συνέβαινε επειδή πρέσβευε πως δεν είναι σωστό να γυρνά απ’ τη δουλειά του ο νοικοκύρης με άδεια χέρια. Είναι γρουσουζιά. Ήταν όμως και το άλλο. Τέτοια ώρα, το ψωμί που ξεφουρνίστηκε τα ξημερώματα όσο να ‘ναι έχει στανιάρει και δεν καταβροχθίζεται όπως όταν βγαίνει καυτό και μυρωδάτο από τον φούρνο.
Όχι. Η αλήθεια να λέγεται. Το ζεστό ψωμί δεν φτουράει. Ποτέ το καρβέλι δεν έρχεται ατόφιο. Όλο και κάποιο στραγγάλισμα θα γίνει στον δρόμο. Αν μάλιστα είναι και φραντζόλα, πάνε και τα δυο ακριανά, και στο τέλος ό,τι απόμεινε δεν φτάνει όχι για να συνοδέψεις το φαΐ σου, αλλά ούτε για να το σπρώξεις να καρφωθεί στο πιρούνι σου δεν φτάνει. Έχομε και τη γιαγιά που θα το κάνει παπάρα μες στο τσάι του βουνού, κι αν είναι πολύ φρέσκο γίνεται λάσπη και της κάθεται στο λαρύγγι, όπως τις προάλλες που παραλίγο να πνιγεί. Φώναζε η κόρη της «Θεός, Θεός» και τη χτύπαγε στην πλάτη να πάει κάτω, αλλά τίποτα. Είχε γουρλώσει τα μάτια και ήταν έτοιμη να τα κακαρώσει. Στο παρά ένα τη γλίτωσαν. Γερό κόκαλο η γριά.
Μπήκε στον φούρνο ο κ. Αντίοχος, και η κυρα-Λένη η φουρνάρισσα, επειδή αυτήν την ώρα κόβεται η δουλειά, είχε πιάσει λακριντί με μια γειτόνισσα και κουτσομπόλευε την ανιψιά της που της έπιασαν ένα ραβασάκι μέσα στην τσάντα του σχολειού της.
«Ντρέπομαι να σου πω τι έγραφε», έλεγε η κυρα-Λένη, με παύσεις γεμάτες υπονοούμενα. «Μέχρι «σε φιλώ» της έγραφε. Και το παλιοκόριτσο δεν μας λέει ποιος είναι να στείλω τον «ζυμωτή» μας να τον κάνει τουλούμι…»
«Φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει», απαντούσε η γειτόνισσα, λες κι ολόκληρο το λεξιλόγιό της περιοριζόταν σ’ αυτήν τη φράση που χρησιμοποιούσε σε κάθε περίσταση, χειμώνα καλοκαίρι.
Ο κ. Αντίοχος πλησίασε στον πάγκο και η κυρα-Λένη σηκώθηκε βαριεστημένα. Τακτικός πελάτης ήτανε και ήξερε τα χούγια του. Πάντα αγόραζε ένα καρβέλι μισή οκά τύπου 70/100, επειδή και φτηνότερο είναι και καλό κάνει στα έντερα το πίτουρο. Η φουρνάρισσα το ζύγισε, πρόσθεσε και μια τσόντα για να ‘ρθει ακριβώς στο βάρος του, και άρχισε να κόβει με το μεγάλο μαχαίρι και το ανάλογο σταφιδόψωμο.
Είχε πέσει τότε μεγάλη παραγωγή σταφίδας και έμενε απούλητη. Πάντοτε ταλάνιζε την Ελλάδα το σταφιδικό πρόβλημα και ο ΑΣΟ, ο «Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός», προσπαθούσε κάθε τόσο να βρει λύσεις και να μπαλώσει τα αμπάλωτα. Βλέπεις, ο παραγωγός, ο αμπελουργός, ο κτηματίας έκαναν το δικό τους κουμάντο: Όσο υπάρχουν Εγγλέζοι, δογμάτιζαν, θα τρώνε πουτίγκα. Και όσο τρώνε πουτίγκα αυτοί, τόσο θα πουλάω την κορινθιακή μου εγώ… Και φύτεψαν, φύτεψαν, φύτεψαν, να τηνε απούλητη στο τέλος.
Έρχεται τότε το κράτος και λέει στον αρτοποιό: Φτιάξε σταφιδόψωμο και πούλα το υποχρεωτικά μαζί με το ψωμί. Να μη μείνει η σταφίδα στην αποθήκη και μουχλιάζει, και μας βρίζει ο σταφιδάς, που δεν ενδιαφερόμαστε για πάρτη του!
Έτσι, μαζί με το ψωμί αγόραζες υποχρεωτικά κι ένα κομμάτι σταφιδόψωμο. Ο κ. Αντίοχος τσίμπαγε μια-δυο σταφίδες από εκείνες που εξείχαν, και το πήγαινε μποναμά στα παιδιά του. Στην αρχή κάνανε χαρές και το περιμένανε πώς και πώς. Σύντομα όμως το μπούχτισαν, σήκωσαν κεφάλι και του είπαν αναιδέστατα:
«Πάλιν μας κουβάλησες αυτό το πράμα, ρε μπαμπά;»
«Αε φάτο και παράτα μας…»
Δυο ηχηρά χαστούκια άστραψαν, και τη γιαγιά, που πετάχτηκε από την πολυθρόνα της για να επέμβει, να γλιτώσει τα παιδιά απ’ τα χέρια του κακούργου, την έπιασε ξερόβηχας και παραλίγο να πνιγεί… Παρά ταύτα εξακολούθησε το σταφιδόψωμο να αγοράζεται υποχρεωτικά και η κυρά του, προς αποφυγήν προστριβών, το έκρυβε, κι όταν εκείνος το απόγευμα ξανάφευγε, το έτριβε, το έκανε ψίχουλα και τάιζε τις κότες. Το άλλο όμως κομματάκι, την τσόντα, που προσέθετε η κυρα-Λένη στο ψωμί για να ισορροπήσει η παλάντζα και να γίνει σωστό το ζύγι, το έτρωγε αμέσως επιτόπου. Εκείνη τον επιτιμούσε:
«Αν σας πιάσουνε στον δρόμο να τους πείτε πως εγώ σας το ‘δωσα και πως εσείς το φάγατε, μην έχομε τραβήγματα!»
Ήτανε, βλέπεις, τότε στην αγορανομία κάτι κέρατα που σε βουτάγανε στον δρόμο στα καλά καθούμενα και ζυγίζανε αυτό που αγόρασες. Ουαί κι αλίμονο αν βρισκόταν λιποβαρές. Μαύρο φίδι έτρωγε τον πωλητή. Και στο «αγορανομικό» τον άντρα της τον είχανε μάθει με το μικρό του όνομα…
Αυτή η συνήθειά του να μη γυρνάει από το γραφείο με «άδεια χέρια» είχε αποτέλεσμα να μακαρίζουν η γειτόνισσες την κυρία Κούλα, τη γυναίκα του, που πήρε τέτοιον άντρα κουβαλητή. Και ταυτόχρονα να γκρινιάζουνε στους δικούς τους τους ανεπρόκοπους, που ένα πράσινο φύλλο δεν είδανε από τα χέρια τους ποτέ. Δούλες τις έχουνε…
Ο τίτλος του κουβαλητή και του καλού νοικοκύρη πολύ τον κολάκευε και για να τον επιβεβαιώνει, πηγαίνει κάθε τόσο στην κεντρική αγορά, απ’ όπου ψωνίζει τα πιο αλλόκοτα πράματα που υπάρχουν, και τα παιδιά στο τραπέζι όλο μορφάζουν. Μπαίνει θριαμβευτικά στο σπίτι και πριν κλείσει την εξώπορτα φωνάζει:
«Σου ‘φερα σουπιές, Κούλα… Να τις μαγειρέψεις γιαχνί», ή «Αγόρασα «πίνες». Η μητέρα θα σου πει πώς να τις κάνεις…»
Κάποτε έφερε κάτι βοϊδοκοκάλες, που τις βράσανε και βγάλανε το μεδούλι και μια ζελατίνα ο Θεός να σε φυλάει! Αδυναμία του ήτανε η λακέρδα. Την έβλεπε κατακόκκινη στον πάγκο και τρέχανε τα σάλια του. Τα παιδιά ανατριχιάζανε μ’ αυτά που κουβαλούσε. Μονάχα με τις σουπιές δεν αντιδρούσανε, επειδή βουτούσανε στη ζούλα το μελάνι τους κι αρχίζαν τις σαχλαμάρες με το νεροπίστολο. Πασαλείβονταν με τα μελάνια κι η μάνα τους γινότανε θηρίο. Παίρναν όμως τα κόκαλά τους και καθαρίζαν τα πενάκια τους από τα ξεραμένα μελάνια. Με το κοκαλάκι το άσπρο που έμοιαζε με κιμωλία, τρίβαν το πενάκι, την «καμπουρίτσα» ή το άλλο το καλό, το «iridinoid» και τα κάνανε καινούργια. Αλλά «να» κάτι μουράκλες στο τραπέζι. Τότε θυμόνταν πως είχανε να διαβάσουν και σηκώνονταν πριν αποφάνε οι άλλοι. Αντίθετα, ο πατέρας καταβρόχθιζε το φαγητό με βουλιμία και επαίνους, συνοδεύοντάς το με επιφωνήματα ευδαιμονίας. Αμ’ οι πίνες; Αυτές ούτε να τις δούνε δεν θέλανε. Μια μέρα μάλιστα στο σχολείο, στα θρησκευτικά, ρώτησε ο μικρός τον δάσκαλο αν στην κόλαση ταΐζουνε τους αμαρτωλούς με πίνες… Αλλά ο δάσκαλος, που πεινούσε μονίμως, ξερογλείφτηκε και γέλασε, άλλα από μέσα του είπε, «Μακάρι να ‘χαμε τώρα μερικές…»
Η γιαγιά ήταν «εξπέρ» στο μαγείρεμά τους. Βραβείο Νόμπελ χωρίς αντίπαλο. Πρώτα έβγαζε το καύκαλό τους και τις έβραζε λιγάκι να φύγει η άμμος και να ξεμυρίσουνε. Και πράγματι η κουζίνα ξεμύριζε, αλλά κλείναν τα παράθυρα στη… γειτονιά. Ύστερα έφτιαχνε ένα πιλάφι που το ενίσχυε με κορινθιακή σταφίδα και κουκουνάρι και το πάστωνε στα μπαχαρικά αποκαλώντας το «η γέμιση». Έπαιρνε τα καύκαλα, την τοποθετούσε ανάμεσά τους σαν σάντουιτς, και τα έδενε με κλωστή καθ’ όλο τους το μήκος, διότι, ως γνωστόν, οι πίνες είναι κυλινδρικά οστρακοειδή γύρω στα 10-12 εκατοστά, και ξανά στην κατσαρόλα.
Ο κ. Αντίοχος, μόλις το πιάτο του άδειαζε, το σκούπιζε με μια «κόρα» από τις σάλτσες και καταπίνοντάς την έλεγε το στερεότυπο: «Σαν τα γουρούνια φάγαμε πάλιν»… Ύστερα τσάκιζε έναν υπνάκο στον καναπέ, και περί «λύχνων αφάς» πήγαινε πότε στο «Καφενείον των Παρισίων», Μητροπόλεως και Νίκης, για πρέφα, ή στου «Γαμβέττα», στη γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου, για σκάκι. Ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Θεός σχωρέστον…