Το τελευταίο παρήγορο μήνυμα
Πειστική μαρτυρία και απόδειξη, η συγκλονιστική έκρηξη λαϊκής συγκίνησης που πυροδότησε ο θάνατός του. Η λυγμική λαοθάλασσα που τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία δεν ήταν παρά το συμβολικό δείγμα αυτής της τεκτονικής δόνησης παλλαϊκού συναισθήματος. Που δεν ήταν συναίσθημα μόνο παθητικό, μοιρολατρική αποδοχή πένθους και ορφάνιας. Έδειξε να ʼναι ταυτόχρονα δυναμικό: Κραυγή στέρησης, οργής, διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Το ηλεκτρισμένο, βουβό μήνυμα του τεράστιου πλήθους που τον περιέβαλε θα πρέπει να προκάλεσε κάποιο δέος στους φορείς εξουσίας που ακολουθούσαν το σκήνωμα. Σε όσους τουλάχιστον διατηρούν ζωντανά αισθητήρια.
Αμήχανοι παρουσιαστές/σχολιαστές καναλιών, πνευματικά άοπλοι και γλωσσικά απαράσκευοι για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου, απρόοπτου, κοινωνικού φαινομένου με σπάνια προηγούμενα στην εθνικήν ιστορία, αναζητούσαν καταφυγή σε επαναληπτικά φληναφήματα ενός φθαρμένου ρεπερτορίου. Που τώρα προκαλούσαν αποστροφή και αγανάκτηση, καθώς λειτουργούσαν σαν ηχητική ρύπανση της κατανυκτικής σιγής και του άφωνου θρήνου στους δρόμους της πρωτεύουσας και αργότερα, κατά την εκφορά του σκηνώματος, εμπόδιζαν όσους παρακολουθούσαν με οδύνη από το σπίτι τους, να ακουσθεί η πνοή του συγκεντρωμένου πλήθους, η αδιαμεσολάβητη, «ανερμήνευτη» και αλογόκριτη φωνή των πολιτών, η φωνή της Αλήθειας. Σε πείσμα, ωστόσο, της ακατάσχετης ασημαντολογίας των διεκπεραιωτών της παραπληροφόρησης, ακούσθηκε, διστακτική σαν φοβισμένη, πίσω από το συνεχές χειροκρότημα, μια λέξη παλιά, αφορισμένη από την κυρίαρχη ορθή σκέψη: Εθνάρχης. Αναδύθηκε αυθόρμητα, την ώρα του πάθους, από το υποσυνείδητο του λαού.
Εθνάρχης. Αυτό, για πολλούς, ήταν ο Χριστόδουλος – σαν διαβλεπόμενη υπό το ράσο δυνατότητα ή πάντως σαν ελπίδα. Έτσι τον λαχτάρησε το λαϊκό ένστικτο και έτσι αγαπήθηκε από τον λαό, ώριμους και νέους αυτής της χώρας. Κι έτσι τρόμαξε και μισήθηκε από τους επαγγελματίες «αιρετούς άρχοντες» – ιδιαίτερα ορισμένους που δημαγωγούν στο πρόσφορο πεδίο της ευπαθούς και παραζαλισμένης νεολαίας. Και, προπάντων, από τους πάσης προελεύσεως εμπνευστές και προαγωγούς των πιο ευάλωτων, βουλιμικών και εξουσιολάγνων από αυτούς.
Επειδή ο Χριστόδουλος ήταν μια ζωντανή, απειλητική αντίφαση και καταλυτικό μέτρο σύγκρισης προς τα πλαστικά είδωλα της «νεωτερικότητας», τον ξύλινο λόγο της κενολογίας, την υποκρισία του κάθε λογής ιερατείου, την κρυψίνοια της δειλίας και της ιδιοτέλειας. Ήταν καθαρός, διάφανος, με λόγο απλό και κρυστάλλινο, με γνήσιο πρωτοχριστιανικό αίσθημα φιλαλληλίας, με φιλοσοφημένη στάση απέναντι στη ζωή και στα ανθρώπινα, με αγάπη, ταπεινοφροσύνη και κατανόηση στον συνάνθρωπο. Είχε παιδεία, ευγλωττία, γνήσιο καλόκαρδο γέλιο, αλλά και μακρύθωρο διεισδυτικό βλέμμα και στόφα ηγέτη. Ήταν γενναίος και ήταν Έλληνας.
Συγκρούσθηκε με τον πολιτικο-μιντιακό Λεβιάθαν της αλλοτρίωσης και του εξανδραποδισμού των Ελλήνων, μαχόμενος να τονώσει το αίσθημα τιμής, αυτοσεβασμού και περηφάνιας αυτού του λαού: Για την ιστορία του, την πνευματική κληρονομιά του, τις μακραίωνες παραδόσεις, τον πλούτο της γλώσσας του, την ομορφιά της χώρας του. Και να αναστηλώσει τις έννοιες της κοινωνικής συνοχής, της χριστιανικής αλληλεγγύης, του έθνους και της πατρίδας, αξίες-σωσίβια, που πολιτική και «πνευματική» ηγεσίες, υπό αλλοδαπή πατρωνία, έχουν διαφθείρει με τη δημαγωγική ψευδολογία ή έχουν συκοφαντήσει και παραδώσει στον εκπεσμό και στην καταφρόνια.
Σε ένα είδος δίκης του αειμνήστου Χριστόδουλου, που έστησε –18 μόλις ώρες μετά τον θάνατό του– ο θιασάρχης νυκτερινής εκπομπής μεγάλου καναλιού, η υπουργός του Σημίτη κ. Διαμαντοπούλου και γνωστό από τα «παράθυρα» εριστικά φλύαρο στέλεχος του Συνασπισμού επέμεναν στο κατηγορητήριο ότι «ανεμιγνύετο στην πολιτική», υποστηρίζοντας, με σιγοντάρισμα του σκηνοθέτη/διευθύνοντος τη συζήτηση, ότι μόνον οι «εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού» [δηλαδή μόνον οι γόνοι των κληρονομικών δυναστειών, οι ευνοούμενοι των κομματικών μαγειρείων, των μηχανισμών προπαγανδιστικής προβολής (και διαβολής ή εξοστρακισμού) που ελέγχει η διαπλοκή, και ενός προκρούστειου εκλογικού νόμου] δικαιούνται να διαφεντεύουν τις τύχες αυτού του λαού και του έθνους και μόνον αυτοί να κρίνουν και να ομιλούν με τους τηλεαστέρες συνομιλητές τους.
Κατά τη «σοσιαλιστική» και «συνασπισμένη αριστερή» αυτή αντίληψη της δημοκρατίας, με το 39% της λαϊκής ψήφου υπό τον νέον εκλογικό νόμο (και αυτό το ποσοστό αποσπασμένο από καταιγιστική προπαγάνδα της διαπλοκής και κομματικές εκστρατείες χρηματοδοτούμενες από τα κλοπιμαία της Ζήμενς ή κάποιας αμερικάνικης βιομηχανίας όπλων) η κ. Διαμαντοπούλου ως «εκλεγμένος εκπρόσωπος του λαού» δικαιούται να καθιερώνει την Αγγλική ως επίσημη γλώσσα του κράτους, ο κ. Αλαβάνος να εκχωρεί στους Σκοπιανούς το όνομα και την ιστορία (προς το παρόν) της Μακεδονίας, η κ. Γιαννάκου να παραγράφει την ελληνικήν Ιστορία και να εισάγει την τουρκική στο γυμνάσιο και η κ. Μπακογιάννη να στρώνει και στη Θράκη χαλί για την Άγκυρα και να υπονομεύει την αντίσταση Παπαδόπουλου στο δολοφονικό για την Κύπρο Σχέδιο Ανάν – σε κρυφό συντονισμό με τον ΓΑΠ, τον Συνασπισμό και το σύστημα της διαπλοκής. Αλλά ο αρχηγός της ελλαδικής Εκκλησίας δεν δικαιούται να έχει και να εκφέρει λόγο γιʼ αυτά τα ζητήματα.
Τον αντίλογο έδωσε το μεσημέρι της Πέμπτης, από το περίλυπο πλήθος της Πλατείας Συντάγματος, μια γυναίκα του λαού, προχωρημένης ηλικίας, στην οποία πρότειναν το μαρκούτσι κάποιου καναλιού, με το ερώτημα γιατί πενθεί και περιμένει από το πρωί να αποχαιρετίσει. Είπε: Γιατί αυτός αγαπούσε το λαό. Έλεγε αυτά που δεν μπορούμε να πούμε εμείς… Διαβάζετε σε άλλη διατύπωση: Ο Χριστόδουλος, από τον άμβωνα και τις ευκαιρίες που του παρείχε η λόγω αξιώματος διαπεραστικότητα του λόγου του, έσπαγε το φράγμα στην έκφραση του λαϊκού αισθήματος, κατέρριπτε τη λογοκρισία της «ορθής σκέψης». Και από τον ωκεανό της τηλεοπτικής φλυαρίας, μια ευθύβολη στην ουσία διάγνωση, από τη Βούλα Πατουλίδου: Ο Χριστόδουλος διαπόμπευσε τη δυναστεία του δήθεν…
Αυτά και μόνο θα αρκούσαν σαν εξηγήσεις του άσεμνου κλίματος ευθυμίας, και ανταλλαγής χαριεντισμών διανθισμένων με γέλοια, μεταξύ των πολιτικών και δημοσιογράφων στην εκπομπή Πρετεντέρη (με την αναμενόμενη εξαίρεση των κ. Παπαθεμελή και Κονιδάρη), σε τόσο ανέμελη όσο και προκλητική διάσταση με το δημόσιο αίσθημα πένθους.
Για τις φυσιολογικές διαστάσεις της προσωπικότητας του Χριστόδουλου –και το ποσοστό μεγέθυνσής τους από το φαντασμιακό του λαού και τη σύγκριση με τα λοιπά αναστήματα του πληθυσμού της δημοσιότητας– τελικά θα αποφανθεί η Ιστορία. Τώρα ο Χριστόδουλος έφυγε. Και δεν πρόκειται να αντικατασταθεί από τις εκλογές της ιεραρχίας, σαν ηγέτης, φωνή της λαϊκής συνείδησης, καταλυτικό μέτρο σύγκρισης, διαπομπευτής του δήθεν, δυνητικός Εθνάρχης.
Μένει όμως αυτό που υποδήλωσε η πάνδημη συμμετοχή στο εξόδιό του: Η λαχτάρα της στέρησης, η οργή, η διαμαρτυρία. Η αξίωση για την έξοδο από το καθεστώς της σήψης.
Και νεκρός ο Χριστόδουλος έστειλε το παρήγορο μήνυμα: Η ψυχή του λαού της Ελλάδας δεν έχει νεκρωθεί. Το ποτάμι φουσκώνει και θα βρεί τη διέξοδο…