ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος και το εκμυστηρεύτηκε σε έναν από τους ανθρώπους που ήταν κοντά του.
Το πρωί της Κυριακής ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έδειξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι ήθελε να επιστρέψει στην αγκαλιά του Θεού. Τόσα χρόνια Τον υπηρέτησε με πίστη, αγωνίστηκε γι’ Αυτόν και ήρεμος επέστρεψε μετά από μερικές ώρες κοντά Του. Για επτά μήνες έδωσε τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής του.
Όλο αυτό το διάστημα δεν έχασε το κουράγιο του και έδειχνε σε όλους τη δύναμη που χαρακτήριζε τον Χριστόδουλο από μικρό παιδί. Και παραδειγμάτισε με τη στάση του όλους τους Έλληνες. Με περίσσιο θάρρος αντιμετώπισε την ασθένεια που του επιφύλασσε ο Θεός. Οι πνευματικοί λένε ότι ο Θεός σε παίρνει κοντά Του στο καλύτερο στάδιο της ζωής σου.
Και σε αυτήν τη στιγμή τον πήρε μαζί Του. Δέκα ώρες πριν φύγει από τη ζωήν στο σπίτι στο Ψυχικό οι πατέρες που ήταν κοντά του έκαναν ευχέλαιο.
Το πρόσωπό του έλαμψε. Όταν τον άλειψαν με το αγιασμένο λάδι το βλέμμα του πλημμύρισε από χαρά, λένε όσοι βρέθηκαν δίπλα του. Μετά από λίγο έπεσε σε λήθαργο. Και το ξημέρωμα της Δευτέρας, δέκα ημέρες αφού είχε συμπληρώσει τα 69 του χρόνια, έφυγε από τη ζωή. Πήρε τρεις βαθιές ανάσες, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και έσβησε….
Το κλάμα όσων βρίσκονταν δίπλα του ήταν γοερό. Τα φώτα στην αρχιεπισκοπική κατοικία άναψαν.
Οι δημοσιογράφοι που ήταν έξω κατάλαβαν. Είχε συμβεί το μοιραίο. Μετά από λίγη ώρα χτυπούσαν τα τηλέφωνα όλων των στενών συνεργατών του. «Έφυγε», έλεγαν και τίποτε άλλο. Όλοι σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο Ψυχικό. Αν και περίμεναν ότι θα συμβεί από ώρα σε ώρα, το σοκ ήταν τεράστιο. Τον ετοίμασαν και μετά τον πήγαν στο νεκροτομείο για να προετοιμάσουν το σώμα του για το προσκύνημα στη Μητρόπολη.
Τα πρόσωπα όλων ήταν βουβά. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε φύγει από κοντά τους. «Δεν μπορώ να τον πω Μακαριστό. Δεν μπορώ ακόμη να το συνειδητοποιήσω», λέει άνθρωπός του.
Αμέσως μετά, το προσκύνημα στη Μητρόπολη. Για τρεις ημέρες αρχικά, αλλά λόγω του πλήθους που κατέφτανε από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να αποχαιρετήσει τον «Χριστόδουλό του» πήρε παράταση. Ο Χριστόδουλος κατόρθωσε αυτό που ονειρευόταν.
Να ενώσει όλους τους Έλληνες. Να τους κάνει να ξαναβάλουν στη ζωή τους την Εκκλησία. Απόδειξη οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για να ασπαστούν το χέρι του. Από τον νεαρό που, φορώντας τρία και τέσσερα σκουλαρίκια, έλεγε «ήταν ο μοναδικός παπάς που θα έχω στην καρδιά μου – ήξερε να μιλά στη γλώσσα μας», μέχρι την ηλικιωμένη γυναίκα που γεμάτη δάκρυα άφηνε το σκήνωμα με μια ευχή: «Ελπίζω ο επόμενος Αρχιεπίσκοπος να του μοιάσει έστω και στο μισό…».
Ακόμη κι εκείνοι που διαφώνησαν μαζί του, ακόμη κι εκείνοι που έδωσαν σθεναρή μάχη εναντίον του, στο τέλος παραδέχτηκαν τη μεγαλοψυχία και το θάρρος του και πως ό,τι έκανε το έκανε για το καλό της Εκκλησίας και της πατρίδας που τόσο λάτρεψε. «Είμαι ο Χριστόδουλός σας», είχε πει βγαίνοντας από το Αρεταίειο. «Είσαι ο Χριστόδουλός μας», σου απαντούμε όλοι οι Έλληνες. Αιωνία σου η μνήμη.