Μια φορά και έναν καιρό

Παρόλο που με ευνοούσε το ατόπημα της περασμένης φοράς, δηλαδή που άλλος έκανε την ανακάλυψη και αλλουνού το όνομα πήρε η χώρα, εντούτοις, επειδή είμαι καλός άνθρωπος, κάνω την παραχώρηση να δηλώσω ότι ως εκεί έφτασαν λίγο καιρό πριν από μένα δύο πιονιέροι της τριμελούς ταξιαρχίας ποδηλατιστών της γειτονιάς μου, επίλεκτο μέλος της οποίας ήμουν κι εγώ. Οι άλλοι δύο ήσαν ο Γοδεφρίντος, που απεκαλείτο χάριν συντομίας Φρίντος, και ο Λευτεράκης.

Οι ως άνω πιονιέροι, έχοντας στο αίμα τους το προαιώνιο μικρόβιο της φυλής, να χώνουν δηλαδή παντού τη μύτη τους και ν’ αναζητούν νέους τόπους, δεν περιόρισαν την ποδηλατική τους δράση στα όρια του ευρύτατου δήμου Καλλιθέας, αλλά ένα ωραίο ανοιξιάτικο απόγευμα, από κοινού συμφέροντος κινούμενοι, και έχοντας εμπεδώσει πως η γη δεν είναι πλέον επίπεδη, όπως πολλοί πρόγονοί τους επρέσβευαν, άρα θα επέστρεφαν, καβάλησαν τα ποδήλατά τους και ξεκίνησαν για το άγνωστο χωρίς να υποτονθορίζουν καν το τραγούδι της μόδας «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα» και επορεύθησαν προς τα δυτικά όπως οι γαλέρες του αείμνηστου Κολόμβου…

Τελικά παρά πάσα προσδοκία επέστρεψαν σώοι και άρχισαν να υμνούν τη χώρα όπου ευρέθησαν επάνω στον λόφο της Καστέλλας, τον οποίον ανέβηκαν με ορθοπεταλιά.

Ισχυρίσθηκαν πως αντίκρυσαν πράματα και θάματα και ό,τι άλλο ήταν διαθέσιμο προς θαυμασμό, καθότι ως τότε ο θαυμασμός τους περιοριζόταν στα θεάματα του Ετουάλ και του Κρυστάλ, των δύο διάσημων και ιστορικών κινηματογράφων της Καλλιθέας.

Αφού άκουσα «χασμώμενος» τις περιγραφές τους, αμφιταλαντεύθηκα αν έπρεπε να διακόψω την αφήγησή τους, οπότε θ’ αρχίζανε τις συνήθεις αηδίες, ή να τους αφήσω στον οίστρο τους. Προτίμησα το πρώτο. Τα επιφωνήματά τους ευτυχώς σταμάτησαν, αλλά διέκρινα στα μάτια τους την ικανοποίηση πως τουριστικώς με κατατρόπωσαν… Σκασίλα μου!

Ας κάνω εδώ ακόμα μια παραχώρηση προσθέτοντας πως είχεν αρχίσει να υφέρπει μεταξύ μας ένας άτυπος ανταγωνισμός, καθότι στην περιοχή μας τα κορίτσια -και ντρέπομαι που το λέω- είχαν το χειρότερο γούστο που μπορεί να έχει άνθρωπος σ’ ολόκληρη την οικουμένη. Έτσι προτιμούσαν διαφόρους και όχι εμένα, που διέθετα όλα τα προσόντα για να είμαι ο ιδανικός εραστής. Κάτι ραντεβουδάκια, κάτι φλερτάκια και δώσ’ του γελάκια, χα χα χα και χου χου χου όλο με δαύτους. Επέλεγαν τη φθαρτή ύλη από το αθάνατο πνεύμα και επειδή οι φίλοι μου καταλάβαιναν πως μετά θάνατον θα δικαιωνόμουν, με ζήλευαν.

Δεν πειράζει. Ανθρώπινο είναι! Κοκορεύονταν λοιπόν πως διέβησαν τον Ρουβίκωνα, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι Τζιτζιφιές, και ότι πήγανε σ’ άγνωστους τόπους. Σε άλλους τα λέγανε, εμένα κοίταγαν, επειδή με το λίγο τους το μυαλό υπέθεταν πως έτρωγα τα λυσσακά μου και πως με πρώτη ευκαιρία θα πάρω το καλογυαλισμένο μαύρο ποδήλατό μου (τα δικά τους ήτανε σκέτη κιτσαρία, κόκκινα με πράσινες γραμμές) και με ορθοπεταλιά θα τραβήξω κι εγώ προς τα κει. Μου κάνανε και βολιδοσκοπήσεις για να με πιάσουν. Εγώ στερεότυπα απαντούσα πως δεν έχασα τον γάιδαρό μου να τρέχω σε ξένα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει, αντιθέτως με την Καλλιθέα όπου π.χ., η Ασφάλεια μας ήξερε όλους…

Υπερηφάνως σας πληροφορώ τώρα πως το Πασαλιμάνι το ανακάλυψα πρώτος εγώ, διότι έφτασα εκεί κύριος κι όχι λαχανιασμένος με τη γλώσσα έξω σαν κυνηγόσκυλο. Ήμουν ένας άψογος κονκισταδόρος. Τα γεγονότα συνέβησαν ως ακολούθως. Κατέφθασαν σπίτι μου ένα απόγευμα ο Μιχάλης με τον Σπύρο και με πληροφόρησαν πως στην Καστέλλα κυκλοφορεί ένα αλλόκοτο συγκοινωνιακό μέσον, που μοιάζει με τραμ επειδή έχει τρολέ, αλλά τραμ δεν είναι, επειδή δεν κινείται επάνω σε γραμμές. Ούτε αυτοκίνητο είναι. – Τι είναι; Την ερώτηση την εξέλαβα για αίνιγμα και τους απάντησα «τι είναι», πλην όμως ούτε η κοινωνική μου θέση ούτε η καλή συμπεριφορά της στήλης επιτρέπουν να επαναλάβω την απάντησή μου.

Για να λύσουμε το αίνιγμα αποφασίσαμε να πάμε να το μελετήσουμε επί τόπου.

Αμ έπος, αμ έργον. Να ‘μαστε στον σταθμό του ηλεκτρικού στο Νέο Φάληρο κι από κει στην αφετηρία αυτών των περίεργων οχημάτων. Ήταν η πρώτη μας γνωριμία με τα τρόλεϊ που φέρανε στην Ελλάδα και τα δρομολόγησαν από το Νέο Φάληρο, μέσω Καστέλλας, στον σταθμό των ΕΗΣ στον Πειραιά, όπου κυκλοφορούσαν κάθε λογής τροχοφόρα. Κάρα, χειράμαξα, λεωφορεία, ταξί και ταξί επτά θέσεων για… τουρίστες, και ακόμα, τριών ειδών τραμ. Τα «πράσινα» τα κλασικά, τα μπεζ-καφέ που κάναν τη διαδρομή γύρω από το λιμάνι και εκείνα που μοιάζαν με τρενάκι και πήγαιναν στο Πέραμα. Τώρα ο Πειραιάς ευτύχησε ν’ αποκτήσει πρώτος αυτό το καινούργιο μέσον. Το τρόλεϊ!

Ήταν πανέμορφα. Μικρά κίτρινα μπουλουκάκια, κομψά μανιτζέβελα, χαιρόσουνα να τα βλέπεις σαν ένα μικρό κοπάδι στην αφετηρία τους, που ήταν στο αμαξοστάσιό τους στο Νέο Φάληρο. Επιβιβαστήκαμε για το παρθενικό μας ταξίδι. Πληρώσαμε τα εισιτήριά μας στον εισπράκτορα με τη χακί στολή και το λευκό πηλήκιο με το… οικόσημο της ΗΕΜ και αρχίσαμε να απολαμβάνομε από τον περιφερειακό της Καστέλλας, τη διαδρομή. Είδαμε κάτω σε πιάτο την Αθήνα, από την Ακρόπολη ως το αεροδρόμιο του «Χασανίου» και πέρα, αραιοχτισμένη με σπίτια χαμηλά. Κάπου κάπου ένα τριώροφο «ύψωνε αυθάδικα το μπόι του» που θα ‘λεγε ένας κουλτουριάρης, είδαμε και τον Υμηττό γυμνό (σαν δεν ντρέπεται) και την Πεντέλη. Συναντήσαμε το κοσμικό κέντρο «Chez Lapin» σκαρφαλωμένο στην άκρη του βράχου και μετά την ψαροταβέρνα «Η Λάμψη». Διασχίσαμε το ζιγκ ζαγκ πάνω απ’ το Τουρκολίμανο, όπου μερικές βάρκες λικνίζονταν και με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο Πασαλιμάνι.

Ήτανε πραγματικά μια άλλη χώρα. Ο ήλιος του ανοιξιάτικου απομεσήμερου έλουζε την ατμόσφαιρα συνθέτοντας τα μοναδικά εκείνα χρώματα που χαρίζουν στην Αττική τη ξέχωρη γοητεία της, το δε λαμπύρισμά του έκανε τα ιστιοφόρα να μοιάζουν με οπτασίες, καθώς μέσα στο θάμπος λες και παίζανε τραμπάλα με την αύρα. Κίνηση, βόλτες στην προκυμαία και ραντεβού κάτω από το ρολόι, στην πλατειούλα, καταμεσίς του δρόμου που την αποκαλούσαν. «Το αβγό». Απέναντι σινεμάδες το Χάι Λάιφ, το Σπλέντιτ και το Παλλάς με κοσμάκη που χάζευε τις φωτογραφίες του «προσεχώς» και καφενεία γεμάτα καπνούς.

Φέραμε βόλτα το ημικύκλιο του λιμανιού, φάγαμε πάστες «σεράνο» στη Μυροβόλο, γωνία 5ης Μεραρχίας και είδαμε επιβλητικά νεοκλασικά για τα οποία αδιαφορήσαμε πλήρως σαν να είμεθα σημερινοί… αρμόδιοι και τέλος περιπλανηθήκαμε αρκετά σ’ αυτή τη μαγική πόλη. Άρχισε όμως να μας κυριεύει η νοσταλγία για τη γειτονιά μας. Υποταχθήκαμε… Πήραμε το τρόλεϊ και επιστρέψαμε «οίκαδε» με την υπόσχεση πως θα ξαναρθούμε…

– Δεν μου λες; ρώτησα τον Φρίντο, στην Καστέλλα πήγατε. Τα τρόλεϊ τα είδατε; (Όταν πήγανε δεν κυκλοφορούσαν ακόμη.)
– Όχι, απάντησε, κοιτώντας με γεμάτος απορία. Τι είναι αυτό;

Πήρα το σύνηθες μειδίαμα υπεροχής και άρχισα να τα περιγράφω και να τους εξηγώ… Είχα νικήσει στα σημεία!


Σχολιάστε εδώ