ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ
Όποιος είχε την ευλογία να ζήσει κοντά στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ή έστω να παρακολουθήσει την πορεία του, τώρα που πορεύεται πλέον στον δρόμο της αιωνιότητος, αισθάνεται ότι η παρουσία αυτού του ανθρώπου υπήρξε για την Εκκλησία της Ελλάδος ένα όνειρο που βγήκε αληθινό. Δεν ήταν μόνο η προσωπικότητά του, η λεβεντιά του, το χαμόγελό του, η αποφασιστικότητά του, να πορευθεί στον δρόμο της αγάπης και της διακονίας του ανθρώπου, που τον καθιστούσαν ξεχωριστό. Ήταν πάνω απʼ όλα η ανθρωπιά του, το νεανικό του σφρίγος, η χαρά και η αισιοδοξία που ένιωθε κανείς όταν ήταν δίπλα του. Δεν υπήρχε τίποτε εκ των προτέρων ακατόρθωτο για εκείνον. Ο νους και η καρδιά του γεννούσαν ιδέες, οράματα, «χρηστές ελπίδες», όπως χαρακτηριστικά έλεγε, και πάντοτε προσπαθούσε να υλοποιήσει, χωρίς να υπολογίζει ενίοτε το προσωπικό κόστος. Άνθρωπος που εργαζόταν αδιάκοπα, που ενέπνεε αδιάκοπα, που ζούσε για τον Θεό και την Εκκλησία.
Η χαρισματική του προσωπικότητα, τόσο στα χρόνια της διακονίας του στη Μητρόπολη Δημητριάδος όσο και στην Αρχιεπισκοπή, έβγαλε την Εκκλησία από την εσωστρέφεια και τον συντηρητισμό. Την έκανε να δώσει μαρτυρία πίστεως, ελπίδος και αγάπης στον σύγχρονο άνθρωπο. Να αγκαλιάσει τον ανθρώπινο πόνο. Να μη φοβηθεί τον διάλογο με την επιστήμη, την τεχνολογία, την τέχνη. Να νοιαστεί για τη νεολαία, χωρίς εκπτώσεις στο ήθος της πίστεως, αλλά και χωρίς προκαταλήψεις στη βάση της ανάγκης η Εκκλησία να ακούσει τον σύγχρονο νέο, τον εχθρικό, τον προβληματισμένο, τον «μοντέρνο», τον αρνητή και να του προτείνει ως λύση και διέξοδο στην υποδούλωση της συνειδήσεώς του τον Χριστό, την αγάπη, την κατανόηση και τη συγχωρητικότητα.
Αξιοθαύμαστη η λειτουργική του συνείδηση. Χαρά του να τελεί τη Θεία Λειτουργία από το πιο μικρό χωριό έως την πολυανθρωπότερη ενορία. Να κηρύττει μʼ εκείνον τον μοναδικό τρόπο, χωρίς συμβιβασμούς, το όραμά του για έναν άνθρωπο που βρίσκει την αληθινή του ταυτότητα μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να γίνεται ακραίος, μισαλλόδοξος, φανατικός, χωρίς όμως και να απεμπολεί τις αξίες και την παράδοση.
Γιʼ αυτό και ο κόσμος τον αγάπησε όσο ίσως κανέναν άλλο. Ακόμη κι αυτοί που δεν συμφωνούσαν με τις θέσεις του, την κριτική του, την προσωπικότητά του, στην ύστερη δοκιμασία του κατανόησαν το χάρισμά του και αναγνώρισαν πως ό,τι κι αν έκανε, το κριτήριό του ήταν η αγάπη για τον Θεό, την Εκκλησία, την πατρίδα και τον άνθρωπο.
Το ερώτημα έρχεται εύλογο. Μετά τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «ποιος;». Την απάντηση θα δώσει η Σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο προβληματισμός όμως δεν έγκειται μόνο για το πρόσωπο που θα αναλάβει να οδηγήσει την Εκκλησία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι «ποια Εκκλησία θέλουμε». Αν δεν απαντήσουμε σʼ αυτό το ερώτημα, τότε η όποια επιλογή θα παραμείνει έωλη.
Ανέβασε ψηλά τον πήχυ ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Τα ερωτήματα λοιπόν ανακύπτουν άμεσα και πιεστικά. Θέλουμε να συνεχιστεί το έργο του; Η ανοιχτή στην κοινωνία Εκκλησία; Αυτή που θα μπορεί να μιλήσει με τη νεολαία; Που θα έχει την καλή εσωστρέφεια της προσευχής και της πνευματικότητας, χωρίς όμως να αρνείται και τον διάλογο; Που θα επιλέγει τη λιτότητα και την άσκηση, αλλά θα έχει και λόγο για τα κοινωνικά δρώμενα; Που θα σέβεται τους πάντες, χωρίς να παγιδεύεται σε διλήμματα ηλικιών, μεταβατικότητας ή σταθερότητας, αλλά θα λειτουργεί με γνώμονα τη συνεργασία όλων των Αρχιερέων για το καλό της Εκκλησίας; Γιατί, ούτως ή άλλως, δεν περισσεύει κανένας. Που θα ενώνει με βάση προτάσεις και δεν θα λειτουργεί με βάση τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες, τη νοοτροπία του παρελθόντος; Που θα έχει την ικανότητα, τις προϋποθέσεις, τη γνώση, τη φώτιση να συζητά με την Πολιτεία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, την Ευρώπη, τον κόσμο όχι για το τι μας χωρίζει, αλλά για το πώς θα μπορέσουμε να δώσουμε την καλή μαρτυρία; Που θα γίνεται ελπίδα Αναστάσεως για όλους και δεν θα εγκλωβίζεται σʼ ένα πνεύμα στείρας αυτάρκειας;
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πέρασε στην ιστορία των ανθρώπων και η ψυχή του βρίσκεται «εν χειρί Θεού, όπου μη άψηται βάσανος». Κατά την ταπεινή μας γνώμη οφείλουμε να διαφυλάξουμε τα οράματά του, όχι απλώς από αγάπη και σεβασμό προς αυτόν ή για τον λόγο ότι το έργο του Θεού έχει συνέχεια. Ο κόσμος έχει σήμερα ανάγκη από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η πατρίδα μας, μέσα στην παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα, δεν μπορεί να παραμείνει χωρίς ταυτότητα. Η Ορθοδοξία είναι η ελπίδα στα υπαρξιακά αδιέξοδά μας. Γιʼ αυτό και εμείς οι Ιεράρχες καλούμαστε να κρίνουμε πρώτα με βάση το «ποια Εκκλησία θέλουμε», να ακούσουμε τις προτάσεις των υποψηφίων και εν Αγίω Πνεύματι να επιλέξουμε το «ποιος θα είναι ο Αρχιεπίσκοπος». Στην κρίση και την επιλογή μας αυτή, είμαστε βέβαιοι ότι θα έχουμε τη συμπαράσταση και την προσευχή του πιστού λαού μας, ο οποίος έχει ανάγκη να μη χάσει τις ελπίδες για τις οποίες ο Χριστόδουλος εργάστηκε για να γίνουν πραγματικότητα. Αυτό θα είναι και το τελικό διακύβευμα της εκλογής.
Ανεξαρτήτως του προσώπου που τελικά θα επιλεγεί, η ενότητα και η συμπόρευση παραμένουν και θα είναι τα απαραίτητα συστατικά που θα αποτελέσουν τον γνώμονα για την περαιτέρω πορεία μας. Και ταπεινώς φρονούμε, και θα λέγαμε πως είμαστε βέβαιοι, ότι το συνοδικό μας σύστημα, ελεύθερα, δημοκρατικά και αγιοπνευματικά, θα αφήσει και πάλι να διαφανεί το θέλημα του Θεού για την Εκκλησία μας και τον κόσμο μας.