ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΓΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΕ
Η βρετανική διπλωματία, την οποία εξέφραζε, μερίμνησε να εισαγάγει στο Συμβούλιο Υπουργών της 26ης Απριλίου 2004, όταν δηλαδή η Κύπρος δεν είχε ακόμη ψήφο και βέτο και δεν μπορούσε να εναντιωθεί, τους δύο κανονισμούς: Τον έναν της λεγόμενης «πράσινης γραμμής» και τον άλλο του λεγόμενου «απευθείας εμπορίου». Με τους δύο αυτούς κανονισμούς η βρετανική διπλωματία έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη, στη συνέχεια, της προπαγάνδας για τη δήθεν «απομόνωση των Τουρκοκυπρίων» και για την προώθηση της αναβαθμίσεως και αναγνωρίσεως των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου ως δήθεν «συνιστώντος κράτους» των Τουρκοκυπρίων, στο πνεύμα του Σχεδίου Ανάν.
Η πολιτική αυτή επιδιώκει ουσιαστικά την επιβολή στην Κύπρο μιας ντε φάκτο «λύσεως», εφόσον είναι δεδομένο ότι η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να δεχθεί λύση τύπου «Σχεδίου Ανάν». Μια τέτοια «λύση» καθιστούσε τον κυπριακό Ελληνισμό, που είναι η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού, συνομόσπονδο με τους Τουρκοκυπρίους, σε πλήρως ανισότιμη και δυσανάλογη βάση. Επιπλέον, όμως, μέσω των πλήρως ελεγχομένων από την Άγκυρα «Τουρκοκυπρίων», πραγματικός συνομόσπονδος εταίρος του κυπριακού Ελληνισμού θα ήταν η Τουρκία με ό,τι αυτό σημαίνει για την προοπτική και το μέλλον του.
Ο αγγλοαμερικανικός παράγοντας προτάσσει της «λύσεως» του Κυπριακού την ευρωπαϊκή προοπτική της Άγκυρας
Η πολιτική αυτή του αγγλοαμερικανικού παράγοντα για την προώθηση ντε φάκτο «λύσεως» στο Κυπριακό συνεχίζει την ίδια λογική που ενέπνευσε το Σχέδιο Ανάν. Όταν δηλαδή έγινε απολύτως σαφές ότι η τουρκική πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει καμιά παραχώρηση στο Κυπριακό και γενικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ως αντάλλαγμα για την ευρωπαϊκή της προοπτική, αλλά, αντιθέτως, πολλαπλασίασε τις δηλώσεις πλήρους αδιαλλαξίας, ο αγγλοαμερικανικός παράγων, που επιδιώκει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ για άλλους υπέρτερους γεωπολιτικούς στόχους, έστρεψε τις πιέσεις του για άλλη μια φορά προς την ελληνική πλευρά. Δεν έπρεπε ούτε το Κυπριακό ούτε τα ελληνοτουρκικά προβλήματα ν’ αποτελέσουν ανυπέρβλητο σκόπελο πάνω στον οποίο θα συντρίβονταν οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Άγκυρας και οι αγγλοαμερικανικοί σχεδιασμοί για τη λεγόμενη ευρω-ασιατική γεωπολιτική, κομβικό μέρος της οποίας υπολαμβάνεται η Τουρκία.
Εφόσον, λοιπόν, η Άγκυρα δεν έκανε καμιά υποχώρηση, προβάλλοντας μεταξύ άλλων το απαγορευτικό βέτο των στρατηγών, θα έπρεπε να διαφυλαχθεί ως υπέρτερον συμφέρον η ευρωπαϊκή ενταξιακή προοπτική της με την επίρριψη των ευθυνών στην άλλη πλευρά και την αποενοχοποίηση της Τουρκίας. Αυτό επιχειρήθηκε με τις μεθοδεύσεις του Σχεδίου Ανάν σε αγαστή συνεργασία με τον πρώην ΓΓ του ΟΗΕ, ο οποίος δέχθηκε να λειτουργήσει όχι ως πραγματικός εκπρόσωπος του διεθνούς αυτού οργανισμού, αλλά ως εντολοδόχος της αγγλοαμερικανικής διπλωματίας.
Είναι πολύ ιδιαίτερης σημασίας, από την άποψη αυτή, οι αποκαλύψεις στις οποίες προέβη, δύο μήνες πριν, ο κύπριος Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους είχε δεχθεί την επιδιαιτησία Κόφι Ανάν στις διαπραγματεύσεις της Νέας Υόρκης, στο τέλος του 2003. Απεκάλυψε, συγκεκριμένα, ότι είχε αποδεχθεί την επιδιαιτησία μετά από ρητές διαβεβαιώσεις του Κόφι Ανάν ότι αυτή θα ήταν αυστηρά οριοθετημένη εντός του πλαισίου που είχε συμφωνηθεί.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Ο ΓΓ του ΟΗΕ παρεσπόνδησε, καταφώρως, υπό τις πιέσεις της αγγλοαμερικανικής διπλωματίας. Όλες σχεδόν οι προτάσεις που υπέβαλε, στο πλαίσιο της επιδιαιτησίας του, ήταν εκτός του συμφωνημένου πλαισίου και μονομερώς υπέρ της τουρκικής πλευράς.
Το σενάριο που επιδιώκουν σήμερα η Άγκυρα και οι σύμμαχοί της<>
Η υπογραφή, δύο μήνες πριν, στο Λονδίνο της λεγόμενης Συμφωνίας Στρατηγικής Συνεργασίας μεταξύ Μ. Βρετανίας και Τουρκίας δίνει σαφώς το στίγμα των προσανατολισμών της αγγλικής πολιτικής, που συμπλέει πλήρως στο Κυπριακό και στο θέμα της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ με την αμερικανική πολιτική.
Είναι ενδεικτικό ότι το δεύτερο κιόλας άρθρο της συμφωνίας αναφέρεται στο Κυπριακό και θέτει απροκάλυπτα ως κοινό τουρκοβρετανικό στόχο την αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Η βρετανική πλευρά σπεύδει να «διευκρινίσει» ότι αυτό δεν σημαίνει διπλωματική αναγνώριση του ψευδοκράτους και ότι δήθεν δεν εκφράζει οποιαδήποτε αλλαγή της βρετανικής πολιτικής. Από μια άποψη αυτό είναι ορθό, γιατί πάντα η βρετανική πολιτική προωθούσε αυτόν ακριβώς τον στόχο. Η αλλαγή συνίσταται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά διακηρύσσεται απροκάλυπτα ως κοινός τουρκοβρετανικός στόχος η αναβάθμιση του ψευδοκράτους, σε συνδυασμό με την εργολαβική υποστήριξη από τη Μ. Βρετανία της τουρκικής υποψηφιότητας στην ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τη διαβεβαίωση ότι η Μ. Βρετανία δεν προτίθεται να αναγνωρίσει διπλωματικά το ψευδοκράτος, είναι κενή περιεχομένου γιατί ούτε η Άγκυρα το επιδιώκει υπό τις σημερινές περιστάσεις. Διπλωματική αναγνώριση θα σήμαινε:
• Δημιουργία πλήρως ανεξάρτητου κράτους, το οποίο θα έχανε το πλεονέκτημα της εντάξεως στην ΕΕ και θα δημιουργούσε επιπλέον πρόσθετα προβλήματα στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Υπενθυμίζεται ότι με την ένταξη της Κύπρου έχει ενταχθεί στην ΕΕ ολόκληρο το έδαφός της.
• Θα καθιστούσε τη γραμμή Αττίλα διεθνές ελληνοτουρκικό σύνορο, που δεν είναι καθόλου επιθυμητό σήμερα από την Άγκυρα, εφόσον αυτό περιλαμβάνει εκ των πραγμάτων τη στρατηγική παρουσία της Ελλάδος στην Κύπρο.
• Θα ματαίωνε την προοπτική μιας συνομοσπονδιακής «λύσεως» που έχει προφανή γεωπολιτικά πλεονεκτήματα για την Άγκυρα, όπως επίσης την αξιοποίηση της Κύπρου, που θα προέκυπτε από μια τέτοια «λύση», ως στρατηγικού διπλωματικού χαρτιού για την προώθηση της εντάξεως της Τουρκίας.
Σημειώνεται σχετικά ότι, σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν, η εκπροσώπηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γινόταν σε βάση «ισοτιμίας» των δύο «συνιστώντων κρατών». Οι αποφάσεις δηλαδή για την ψήφο και το βέτο της Κύπρου θα λαμβάνονταν εξ ημισείας, κατά 50 με 50%. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι η λειτουργία μιας λύσεως τύπου Σχεδίου Ανάν θα απαιτούσε συνεχώς την καλή θέληση της Άγκυρας, αντιλαμβάνεται σε ποια δεινή θέση θα βρισκόταν η ελληνική πλευρά. Πόσο απτός θα ήταν ο κίνδυνος η ψήφος και το βέτο της Κύπρου να περιέλθουν ουσιαστικά, με πρόσχημα τους Τουρκοκυπρίους, στην Άγκυρα. Μια τέτοια κατάληξη θ’ αποτελούσε πραγματικό εθνικό όνειδος για ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές γιατί η τουρκική πλευρά και οι σύμμαχοί της προτάσσουν συνεχώς το Σχέδιο Ανάν, την περιβόητη δήθεν «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων και το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο». Το τελευταίο είναι η μεγάλη πόρτα για την αναβάθμιση του ψευδοκράτους και την επιβολή ντε φάκτο «λύσεως» δύο «συνιστώντων κρατών», που θα κληθούν στη συνέχεια να συνενωθούν, στο πλαίσιο υποτίθεται μιας διζωνικής ομοσπονδίας, αλλά στην πραγματικότητα συνομοσπονδίας.
Είναι κατανοητή, επίσης, στο πνεύμα αυτό, η προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να τορπιλίσει τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου του 2006, που έχει το πλεονέκτημα να μην υπολαμβάνει ως βάση νέων διαπραγματεύσεων το Σχέδιο Ανάν.
Η ελληνική πλευρά δεν έχει άλλη επιλογή από τον δρόμο του δύσκολου αγώνα, γιατί ο λόγος είναι περί εθνικής υπάρξεως, περί ελευθερίας και εθνικού μέλλοντος. Ως μέλος σήμερα της ΕΕ, η Κύπρος δεν είναι στο έλεος των σεναριογράφων και μηχανορράφων εχθρών της, που καλύπτουν και στηρίζουν την πολιτική Αττίλα στην Κύπρο.
Με τη Συνθήκη Εντάξεως έχει ενταχθεί στην ΕΕ, χάρις στο «όχι» του κυπριακού λαού, ολόκληρη η Κύπρος ως Κυπριακή Δημοκρατία. Η πραγματικότητα αυτή δεν αλλάζει χωρίς τη συγκατάθεση της Κύπρου. Είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο, όπως και γενικότερα τα δικαιώματα της Κύπρου ως κράτους μέλους, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για μια στοιχειωδώς δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση στο πνεύμα των αρχών της ΕΕ και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.