Χρονογράφημα

Μία παράξενος οσμή
τά πάντα κυριεύει,
μυρίζει μούχλα όπου πάς
κι αυτό σέ αγριεύει.

Δυσοίωνοι είν’ οι καιροί
άνευ καμιάς αξίας,
είσαι τό θύμα τού παντός
θύμα τής ασφυξίας.

Κάθεσαι εις τόν οίκο σου
μήπως καί ανασάνεις
καί είσαι στόχος τής Τι Βι
καί τής φαιάς μελάνης.

Σύννεφα, σύννεφα παντού
καί φθόγγοι τηλεφώνου
καί δίπλα σου τό ΣΥΣΤΗΜΑ
μέ ύφος δολοφόνου.

Φόβος αόριστος, αψύς
συνέχει τήν καρδιά σου
καί πότε πταίει η γυνή
κι άλλοτε τά παιδιά σου.

Κι έρχονται τά συμπτώματα
όπου θά περιγράψω
ως ιατρός του μηδενός
κι όλους μας θά μάς κλάψω.

Στενότης χώρου, σπήλαιον
γίνεται η οικία
κυριαρχούν τό μελανό,
τό χάος κι η βλακεία.

Έρπεις κι όλο κλειδώνεσαι
ως νά ‘σαι κατσαρίδα
κι η κάθε κλειδαρότρυπα
γίνεται μιά παγίδα.

Στρέφει ανάποδα τό πάν
καθρέπτες καί ντουλάπια
κι εσύ πανικοβάλλεσαι
μ’ ένα τσουβάλι χάπια.

Δώσε xanax και valium
διά νά ησυχάσεις,
εσύ τό κόσμημα τής Γής
ο κοσμητής της πλάσης.

Αρχίζουσι τά έντερα
νά σου παραπονιόνται
καί η γαστρίτις είναι κεί
κι οι φόβοι σου φοβόνται.

Ο καμπινές, σαλόνιον
βρομά καί όλο βόγγει
σφυρίζουσι τά κόπρανα
ως λιθοβόλοι όγκοι.

Όλα σου πταίνε θλιβερέ
κι όλο κλειδαμπαρώνεις
μά ο φονεύς είναι εντός
καί άδικα κλειδώνεις.

Οι ενοχές κυριαρχούν
ως νά ‘σαι άλλος Χίτλερ
κι ακαταπαύστως ενδημείς
στήν καφετιέρα filter.

Άπτεις τά σιγαρίλια
καί έπειτα τ’ ανάπτεις
ως φαροφύλαξ τής νυκτός
καί ως βαρδιάνος νάπτης.

Η στύσις υπεχώρησεν
μένει η ακροβυστία
διά νά ουρείς ελάχιστα
καί νά πετάς αστεία.

Ανοίγεις τό ψυγείον σου
μά η μπόχα ενεδρεύει
καί σέ χτυπά κατάμουτρα
κι απέ σέ κοροϊδεύει.

Μέσα του βρίσκεις πτώματα
κρεάτων κι οψαρίων
σαλάτας καί υγείαρτους
ως Κάθοδος Μυρίων.

Όλα μέ ένδειξη παντού
–δέν είναι λεληγμένα–
είναι σκατά λεβέντη μου
απλώς μεταλλαγμένα.

Τό όλον σου ενδιαίτημα
ως Αλκατράζ ομοιάζει
μέ κάγκελα, μέ κλειδαριές
κι η νύχτα δέν χαράζει.

Έρχονται καί τά όνειρα
όπου σέ βασανίζουν
καί βλέπεις πόρνες μέ βυζιά
πάσαι νά σ’ αυνανίζουν.

Είναι η ώρα η καλή
τό ΣΥΣΤΗΜΑ φροντίζει
ν’ απολαμβάνεις ένυπνος
ενώ αυτό πλουτίζει.

Ούτω περνούν τά έτη σου
μέχρι πού νά γεράσεις,
νά γίνεις έν γερόντιον
περίγελος τής πλάσης.

Μετά πτωχέ θά πεταχτείς
εις έν γηροκομείον
άφραγκος κι όμως πλήρωνες
εις ευαγές Ταμείον.

Αυτός ο κόσμος φίλτατε
δέν γίνεται ν’ αλλάξει
γιατί εσύ τόν έφτιαξες
υπάκουος στήν «τάξη».

Άν όμως νιός τόν έσφαζες
θά ‘ταν αλλιώς τά πάντα.
Τό νύν κηδεύεσαι άγνωστος.
Άντε καλά σαράντα.
********************
Είμαι υπέρ τής επανάστασης καί ουχί τής Ανάστασης.
Αν βρεθεί κάπου τό σώμα μου νεκρό καί πεταμένο, νά τό φτύσετε, ναί, γιατί δέν έπραξα όσα μπορούσα γιά νά αλλάξω αυτόν τόν κόσμο. Ο τεμπέλης, ΕΓΩ.


Σχολιάστε εδώ