ΤΟ ΚΟΙΝΟ, ΟΙ ΘΕΑΤΕΣ, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Η καταβύθιση συνεχίζεται απτόητη, με αμείωτη ένταση, κι εμείς όλο και πιο έτοιμοι μοιάζουμε, όλο και πιο πρόσφοροι να ακούσουμε, να απολαύσουμε, να δεχθούμε τη μεγαλύτερη αθλιότητα. Λοιπόν, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαζομάρα από εκείνο που συχνά λέμε «δεν πάει πιο κάτω, πιάσαμε πάτο». Λάθος. Πάντα υπάρχει πιο κάτω. Πάντα ο πάτος μπορεί να είναι πιο βαθιά, γιατί ο πάτος δεν ακουμπά σε στέρεο, παγιωμένο και σίγουρο έδαφος, αλλά σε ευμετάβλητο. Που το φτιάχνουμε εμείς με την ελαστικότητα, την ανεκτικότητα και την περιέργειά μας. Πιο κοντά, ως διαπιστωτική της πραγματικότητας, είναι η φράση που αποδίδεται στον Ζαχαριάδη, ενώ στην πραγματικότητα είναι του καπετάνιου Μήτσου Βλαντά, σύμφωνα με την οποία «η λογική του κατήφορου είναι ο πάτος». Σωστό. Φυσική του εξέλιξη. Όταν κατρακυλάς κατεβαίνεις. Κι επειδή ο πάτος είναι στο κατέβασμα, όπου να ‘ναι τον συναντάς, απλώς δεν ξέρει κανείς πού μπορεί, πόσο χαμηλά μπορεί να είναι ο πάτος.
Χωρίς αμφιβολία είναι συναρπαστικό όλο αυτό που γεμίζει τις ζωές μας εδώ κι έναν μήνα, ίσως και περισσότερο. Είναι συναρπαστικό μια και «την ατζέντα» την καθορίζει η τηλεόραση και μας προσφέρει ό,τι και όσα εκείνη νομίζει. Η υπόθεση Ζαχόπουλου και οι παραφυάδες της είναι μια χαρά θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα – έχει μέσα πολιτική, σεξ, χρήμα, μπάτσους, απάτη, απ’ όλα και είναι δωρεάν.
Ούτε καν εισιτήριο δεν πληρώνουμε, όπως χρειάζεται να κάνουμε στον κινηματογράφο για να δούμε ένα ανάλογο έργο για δύο περίπου ώρες. Εδώ όλα είναι προσφορά. Οι γκάφες των δημοσιογράφων, τα αλληλοκαρφώματα, οι παρακολουθήσεις, και μάλιστα σε διαφορετικές εκδοχές, μια και τα κανάλια είναι πολλά. Τις αρκετές και ελαφρές (και λιγότερο ελαφρές) αποχρώσεις: άλλο κανάλι στηρίζει εκείνον τον πρωταγωνιστή (διακριτικά), άλλο κανάλι τον άλλο, έτσι που να μην πλήττει κανείς και ο κόσμος, οι θεατές, να διαμορφώνουν εικόνα ποιος (μπορεί να) είναι με ποιον, άρα κι εκείνοι μπορούν να χαίρονται που το κανάλι (τους) στηρίζει τον αγαπημένο τους ήρωα. Ή αν δεν τον στηρίζει, στέκουν προσεκτικά να ακούσουν μπας κι έχει συμβεί κάτι που τους διαφεύγει, ώστε αν χρειαστεί να μεταβάλουν άποψη.
Λοιπόν, μπορεί να μοιάζει -και γιατί όχι να είναι- συντηρητικό, στεγνό και παλιομοδίτικο να κατηγορεί κανείς τη διαμορφωμένη από την τηλεόραση και το κοινό κατάσταση, μια και πρόκειται για κάτι που μπορεί να μη μας αρέσει (σε λίγους), αλλά είναι απολύτως ειλικρινές και αυθεντικό. Συμβαίνει, είναι ζωντανό, έχει δράμα και αγωνία για τη συνέχεια, τι άλλο θέλει το κοινό; Από την άλλη πλευρά μπορεί κανείς να διατηρεί (και το κάνει) το δικαίωμα να μην καθαγιάζει και να μη νομιμοποιεί ό,τι και όσα λατρεύει το κοινό. Μπορεί να του λέει του κοινού που αποτελείται από ξεχωριστούς ανθρώπους, ας μην το ξεχνάμε, ότι σφάλλει. Ότι δεν πρέπει να ταυτίζεται, να είναι μ’ εκείνον ή με τον άλλον, ότι είναι μια ξένη υπόθεση που μπήκε στα σπίτια των ανθρώπων. Στα εξ ορισμού ανοιχτά σπίτια, μια και η τηλεόραση καθιστά τα σπίτια ανοχύρωτα, επιβάλλοντας τον δικό της πολιτισμό. Μπορούμε να κάνουμε κριτική στο κοινό, μια και το κοινό είμαστε εμείς ή πιο σωστά είμαστε και εμείς μέρος του κοινού.
Συγχρόνως, αποφεύγοντας έναν ανιαρό και άχρηστο διδακτισμό, πρέπει να πούμε σε όλους να απολαύσουν ό,τι και όσα θέλουν να απολαύσουν από το δωρεάν θέαμα, μια και κάποτε θα τελειώσει. Να ξέρουν όμως περί τίνος πρόκειται, να μην επενδύουν περισσότερο συναίσθημα, χρόνο και σκέψη απ’ όσο του αξίζει του θεάματος, γιατί όπως σε όλα τα θεάματα όσοι πρωταγωνιστούν επέλεξαν ή επεδίωξαν να είναι εκεί. Πολύ λίγοι βρέθηκαν τυχαία, πολύ λίγοι την πλήρωσαν ενώ δεν έπρεπε, δέχτηκαν τα πυρά, και αποτέλεσαν αυτό που ονομάστηκε από τους αμερικανούς επιτελείς στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας «παράπλευρες απώλειες». Οι άλλοι ήθελαν να είναι εκεί, αγάπησαν τον πλούτο, την αφθονία, ταυτίστηκαν με την απληστία, θέλησαν το πολύ, το αμέτρητο, το βαθύ, το χωρίς πάτο, κι όταν βρέθηκαν εκεί, απλώς πνίγηκαν.
Ή κινδύνευσαν να πνιγούν. Θα δούμε στο τέλος τι θα γίνει. Όλα τα έργα έχουν τέλος. Πάτο ίσως όχι, αλλά τέλος ναι. Εμείς εδώ θα είμαστε, έστω στα διαλείμματα του έργου. Να λέμε μερικές ανθυγιεινές σκέψεις…