Τα βρήκε όλα ο Εισαγγελέας εκτός από εκείνους που έκαναν τις υποκλοπές!

Ένα καραμπινάτο σκάνδαλο, που άφησε πίσω του ακόμη και ανθρώπινα θύματα (αυτοκτονία Τσαλικίδη), τοποθετήθηκε στο ράφι γιατί η δικαστική διερεύνηση τα βρήκε όλα (συστήματα, μεθόδους, εταιρείες κ.λπ.), εκτός από τους δράστες!

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Εφέτης Ανακριτής που πήρε τις καταθέσεις (4.312 τον αριθμό!) έφτασε μέχρι το λογισμικό των εταιρειών Vodafone, Ericsson και Intracom, αλλά δεν κατάφερε να βρει ποιοι προχώρησαν στην αποκωδικοποίηση των σημάτων, δηλαδή ποιοι μπορεί να έκαναν τις υποκλοπές.

Σύμφωνα με τον Εφέτη Ανακριτή, από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και δη από τις μαρτυρικές καταθέσεις (ήτοι τις 4.312 μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες έλαβε και τις ληφθείσες κατά την προκαταρκτική εξέταση και από τον τακτικό ανακριτή), από την πραγματογνωμοσύνη και από τα έγγραφα της δικογραφίας, «δεν προέκυψαν ενδείξεις εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων, παρά την εξέταση όσων προσώπων ανευρέθησαν και ήτο δυνατόν να έχουν επαφή με το αντικείμενο της ερεύνης».

Ειδικώτερα εγένετο έρευνα προς την κατεύθυνση των εχόντων έλθει σε επαφή μετά των τηλεφώνων-σκιών, μέσω των οποίων έγιναν οι υποκλοπές διά τις οποίες διεξήχθη η ανάκριση, και τα οποία ως γνωστόν ήταν καρτοκινητά και δη ανώνυμα. Η εξέταση των μαρτύρων απέδειξε ότι αυτοί είχαν επιχειρήσει να επικοινωνήσουν με τους προηγούμενους κατόχους των τηλεφωνικών αριθμών τους οποίους μετέπειτα είχαν τα καρτοκινητά-σκιές. Το τηλέφωνο το οποίο μνημονεύεται σε έγγραφο της δικογραφίας με αριθμόν 001… δεν ήτο αξιοποιήσιμον, διότι ο αριθμός περιορίζεται στο 001… επειδή διήλθε από τα κέντρα τα οποία δεν επέτρεπαν την υπόλοιπον αναγνώριση.

Προς την κατεύθυνση της κατασκευής του παρείσακτου λογισμικού ερευνήθηκε η δυνατότητα δημιουργίας του στην Ελλάδα. Αποκλείστηκε, σύμφωνα με τον κ. Ανακριτή, να το δημιούργησαν οι μηχανικοί της Vodafone και της Ericsson Ελλάς, διότι στερούνται των αναγκαίων γνώσεων. Έχουν ελάχιστες γνώσεις στη γλώσσα PLEX και εμπειρικές στην ASA. Η γλώσσα λογισμικού PLEX είναι μοναδική της Ericsson, προσομοιάζει προς την PASCAL και δεν χρησιμοποιείται από άλλον παραγωγό λογισμικού. Χωρίς τη γνώση αυτής δεν είναι δυνατή η ανάπτυξη λογισμικού της Ericsson. Η ASA είναι η γλώσσα της μηχανής εις την οποία γίνεται αυτόματος μετατροπή από την PLEX, στην οποία (PLEX) γράφεται το λογισμικό της Ericsson.

Οι εταιρείες Vodafone και Ericsson Ελλάς δεν παράγουν λογισμικό, λέγει ο κ. Ανακριτής, δεν αναφέρει όμως εάν ερεύνησε συνεργαζόμενες με αυτές εταιρείες, οι οποίες παράγουν λογισμικό. Οι μηχανικοί της Vodafone κυρίως παραμετροποιούν, δηλαδή προσαρμόζουν το λογισμικό εντός των προδιαγραφών του κατασκευαστού στις ανάγκες της Vodafone, ενώ οι της Ericsson αρκούνται σε εγκαταστάσεις και μικρής εκτάσεως διορθώσεις. Η Intracom είναι η μόνη η οποία, κατόπιν συμβάσεως μετά της Ericsson, παράγει στην Ελλάδα υπεργολαβικώς λογισμικό σε γλώσσα PLEX. Όμως τούτο περιορίζεται αυστηρώς και μόνον εις τις περιοχές MAGAM και NEM, περιοχές όλως άσχετες προς το υποσύστημα RES, δηλαδή προς το σχετικόν υποσύστημα νομίμων συνακροάσεων, το οποίο παράγεται στην Ιταλία. Το παρείσακτο λογισμικό, πάντως, σύμφωνα με τον κ. Ανακριτή, ήταν διάφορο και του λογισμικού νομίμων συνακροάσεων (RES) της Ericsson και μπορούσε να λειτουργεί παραλλήλως και ανεξαρτήτως αυτού. Αυτοαπεκρύπτετο, δεν έδιδε αναφορά της υπάρξεώς του, αφαιρούσε τον χρόνο κατά τον οποίο απασχολούσε το σύστημα και έδιδε εντολή μη εκτυπώσεως του εαυτού του επί επανεκκινήσεως. Χαρακτηρίζεται από τον κ. Ανακριτή «εκπληκτικής τελειότητος», διότι, μέσω λογισμικού, αναπλήρωνε την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής της Vodafone προς μετάδοση των παραπληρωματικών στοιχείων των παρακολουθούμενων (στοιχεία συνομιλούντων, χρόνος, τόπος κ.λπ.), μέσω γραπτών μηνυμάτων SMS. (Εξαναγκάστηκαν δε προς τούτο, επειδή η Vodafone δεν διέθετε το λογισμικό νομίμων συνακροάσεων και συνεπώς δεν τελούσε στη διάθεσή τους η ανάλογη υλικοτεχνική υποδομή του λογισμικού νομίμων συνακροάσεων για να επωφεληθούν της χρήσεως αυτής). Αυτό σημαίνει ότι οι κατασκευαστές κινούνταν σε επίπεδο άνω του συνήθους επιπέδου των τεχνικών της Ericsson από πλευράς γνώσεων διεθνώς, πράγμα το οποίο αποδείχθηκε από την αδυναμία τούτων να εντοπιστεί το παρείσακτο λογισμικό στο πρωτοβάθμιο διευρωπαϊκό τεχνικό κέντρο της Ericsson στην Ισπανία, το οποίον εντοπίστηκε εν τέλει από το ανώτατο κλιμάκιο τεχνικών της Ericsson Σουηδίας. Ήταν διεθνές, δηλαδή λειτουργούσε στην πλατφόρμα ΑΧΕ της Ericsson οιασδήποτε χώρας. Οι κατασκευαστές του ήταν ενήμεροι και της τελευταίας αναβαθμίσεως λογισμικού της Ericsson, αλλά δεν ήταν σχετικοί με την Ελλάδα, διότι αγνοούσαν μια μοναδική ιδιαιτερότητα της Vodafone, με αποτέλεσμα να υπάρξει δυσλειτουργία και εν τέλει η αποκάλυψη. Σύμφωνα με τον κ. Ανακριτή, η Q Telecom είναι πάροχος ο οποίος χρησιμοποιούσε το δίκτυο της Vodafone, πράγμα το οποίο δεν έλαβαν υπ’ όψιν οι κατασκευαστές του παρείσακτου λογισμικού.

Για να κατασκευασθεί το παρείσακτο λογισμικό ήταν αναγκαία μια ομάδα ειδικών, οι οποίοι οπωσδήποτε είχαν στη διάθεσή τους τον πηγαίο κώδικα της Ericsson, τα εγχειρίδια των υποσυστημάτων στα οποία έγινε επέμβαση, βαθιά γνώση του λογισμικού της Ericsson (και ειδικότερα του υποσυστήματος RES), ως και υλικοτεχνική υποδομή, σε πραγματικό περιβάλλον, για εξαντλητικές δοκιμές. Τούτο δε διότι το παρείσακτο λογισμικό, το οποίο κατελάμβανε περισσότερα του ενός υποσυστήματα, καίτοι ήταν πολύ εκτεταμένον, συγκείμενο από 6.500 περίπου γραμμές πηγαίου κώδικα, συνεργάσθηκε άριστα με τις 25.000.000 περίπου γραμμές του νομίμου λογισμικού, χωρίς άλλη ασυμβατότητα, εκτός από το ανωτέρω ένα μόνο λάθος, το της ασυμβατότητας με το πρωτόκολλο της Q Telecom. Δεν ευρέθη όμως ποίοι το παρήγαγαν και ποίοι το ενσωμάτωσαν στο σύστημα της Vodafone. Προς την κατεύθυνση της ενσωματώσεως έγινε επισταμένη έρευνα και διαπιστώθηκε ότι τα σχετικά στοιχεία έχουν οριστικώς απολεσθεί. Ουδέν ερώτημα τίθεται από τον κ. Ανακριτή όμως, γιατί έχουν απολεσθεί τα στοιχεία αυτά, από ποίον, εάν φέρει προς τούτο κάποιος ποινική ευθύνη, π.χ. για υπεξαγωγή εγγράφων κ.λπ.

Υπήρχαν δύο δυνατότητες εισαγωγής του παρείσακτου λογισμικού στο σύστημα της Vodafone: α) Δι’ απομεμακρυσμένης προσβάσεως, η οποία ήταν δυνατή είτε μέσω του συστήματος OSS που επιτρέπει εξωτερική πρόσβαση στα ψηφιακά κέντρα διά τηλεχειρισμού (με άδεια προσβάσεως την οποία είναι δυνατόν να έδωσε «από μέσα» μη εντοπισθείς μηχανικός της Vodafone) ή μέσω τηλεχειρισμού εκτός OSS (δηλ. χάκινγκ), πράγμα το οποίο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, λόγω του υψηλού βαθμού τεχνογνωσίας των κατασκευαστών του παρείσακτου λογισμικού, οι οποίοι εκινούντο σε πολύ υψηλό επίπεδο, ώστε, κατά τα ανωτέρω, μπόρεσαν να αναπληρώσουν διά λογισμικού την έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και ήταν σε θέση, κατά συνέπεια, να γνωρίζουν τα κενά ασφαλείας του συστήματος και να το παραβιάσουν, ή β) διά φυσικής παρουσίας ή μέσω καλωδίου εις τα ψηφιακά κέντρα των ΜΤΧ.

Εν όψει του ότι οι φάκελοι αρχείων εις τα ψηφιακά κέντρα των ΜΤΧ «άδειαζαν» μετά από έναν και ήμισυ μήνα το βραδύτερον, καθ’ όσον οι νεώτερες εγγραφές προκαλούσαν αυτόματον διαγραφήν των παλαιοτέρων εν όψει περιορισμένης χωρητικότητας του φακέλου (log file) και του ότι η Vodafone (η οποία, σημειωτέον, τηρούσε σχολαστικές διαδικασίες ασφαλείας) διατηρούσε τότε τα αρχεία καταγραφής των στοιχείων ταυτότητος των εισερχομένων στον χώρον των ΜΤΧ επί έξι (6) μήνες και μετά τα κατέστρεφε, δεν είναι εντεύθεν δυνατός ο εντοπισμός των δραστών. Στο σημείο αυτό δεν τίθεται καν το ερώτημα από τον κ. Ανακριτή γιατί η εταιρεία δεν τήρησε στοιχεία για μακρότερο χρονικό διάστημα, το αργότερο μετά τον περίεργο θάνατο του Κώστα Τσαλικίδη, δεδομένου ότι ήδη και μία ημέρα προ του θανάτου του ο κ. Κορωνιάς είχε επισκεφθεί το γραφείο του κ. πρωθυπουργού για να ενημερώσει για την ύπαρξη του παρείσακτου λογισμικού.

Όμως το πιθανότερο, σύμφωνα με τον κ. Ανακριτή, είναι να έγινε η εγκατάσταση του παρείσακτου λογισμικού μέσω τηλεχειρισμού, διότι ευρέθησαν ίχνη διαγραφών εις τα αρχεία log files του OSS. Τούτο όμως αναιρεί την προηγούμενη παραδοχή του κ. Ανακριτή, ότι δήθεν δεν τηρούσε η εταιρεία στοιχεία για χρονικό διάστημα πλέον των 6 μηνών, αφού έχουν ευρεθεί ίχνη διαγραφών, οι οποίες είναι αξιόποινες πράξεις, που θα επέβαλλαν την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του υπευθύνου της τήρησης των αρχείων (log files). Ο κ. Ανακριτής άγεται στο συμπέρασμα ότι η διαγραφή δεν είναι δυνατή από τον απλό χρήστη, αλλά είναι πολύ δυσχερής ακόμη και σε όσους κινούνται εις υψηλό επίπεδο εξουσιοδοτήσεως και τα οποία αρχεία δεν σβήνουν αυτομάτως ως τα του ψηφιακού κέντρου του ΜΤΧ. Τούτο όμως τεχνικώς ελέγχεται ως προς τη βασιμότητά του. Υπάρχουν προγράμματα recovery, τα οποία ανασύρουν στην επιφάνεια διαγραφέντα στοιχεία, επί των οποίων ουδεμία μνεία κάνει η συγκεκριμένη διάταξη. Συνεχίζει ο κ. Ανακριτής ότι γνώριζαν οι δράστες ότι η διαγραφή δεν είναι δυνατή από τον απλό χρήστη και σε κάθε επέμβαση έσβηναν τα ίχνη τους (από τα οποία θα προέκυπτε ποιος, από πού είναι και πότε έδωσε την εντολή και ποίο το περιεχόμενο της εντολής) και απέμεινε, σύμφωνα με τη διάταξη, μόνο ίχνος της εντολής διαγραφής.

Εφόσον δεν προκύπτει ότι έγινε από την εταιρεία προσπάθεια ανάταξης των διαγεγραμμένων αρχείων, πράγμα που τεχνικώς είναι ευρέως διαδεδομένο με προγράμματα που κυκλοφορούν στο κοινό εμπόριο, μπορεί κανείς να εξαγάγει συμπεράσματα. Από αυτό συμπεραίνεται, σύμφωνα με τη διάταξη, ότι η εγκατάσταση του παρείσακτου λογισμικού έγινε με τηλεχειρισμό και με σχολαστική και πλήρη προφύλαξη. Υπέρ τούτου συνηγορεί, σύμφωνα με τη διάταξη, και το ότι υπήρξαν διαδοχικές τοπικώς απομεμακρυσμένες επεμβάσεις.

Επίσης αναφέρεται στη διάταξη ότι εξετάσθηκαν οι μνημονευόμενοι σε έγγραφο της ΑΔΑΕ κωδικοί, των οποίων φορείς-φυσικά πρόσωπα ήταν εργαζόμενοι στην Vodafone. (Δεν ήταν, λέει, όλοι οι κωδικοί τοιούτοι φυσικών προσώπων αλλά και απλοί «λογαριασμοί».) Τα φυσικά αυτά πρόσωπα κατά τα κρίσιμα δύο χρονικά διαστήματα είτε ενεργούσαν πράξεις ελέγχου ρουτίνας, ελέγχοντα την «υγείαν του συστήματος», είτε είχαν δώσει πάγιες εντολές ελέγχου επ’ ονόματι των, οι οποίες συνεχίζουν να λειτουργούν μέχρι σήμερα.

Ο κ. Ανακριτής σημειώνει ότι εν όψει του ότι οι δράστες έσβησαν τα ίχνη τους, είναι σαφές γι’ αυτόν ότι τα πρόσωπα αυτά, μη σβήσαντα τα ίχνη των, δεν μετείχαν της παρανόμου ενεργείας, άλλωστε άφησαν ίχνη τα οποία δεν σχετίζονται με εγκατάσταση και απεγκατάσταση του παρείσακτου λογισμικού, αλλά ίχνη των νομίμων ενεργειών των στα πλαίσια των υπηρεσιακών των εργασιών ρουτίνας.

Όμως αντίθετα με την παραδοχή του κ. Ανακριτή ότι η εγγραφή στα log files του OSS καταγράφει και την ταυτότητα του χρήστη και το τερματικό από το οποίο αυτός δίδει εντολή και την ενέργεια αυτού και τον χρόνο ενεργείας, άγεται στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι θα προέκυπτε αμέσως η σύνδεση με την παράνομον ενέργεια, πράγμα μη γενόμενον. Πώς είναι δυνατόν να μην προκύπτει η σύνδεση με την παράνομον ενέργεια, όταν δεν επιχειρήθηκε ούτε καν η ελαχίστη αναφορά στη δυνατότητα ανάταξης διαγεγραμμένων αρχείων; Οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν αντελήφθησαν, λέγει ο κ. Ανακριτής, την προσπάθεια των δραστών απεγκαταστάσεως και επανεγκαταστάσεως του παρείσακτου λογισμικού, η οποία έγινε δύο φορές, επειδή δεν δόθηκε σήμα συναγερμού, λόγω του υψηλού επιπέδου αυτοπροστασίας αυτού (παρείσακτου λογισμικού), πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει τον υψηλό βαθμό τεχνογνωσίας των κατασκευαστών αυτού.

Και καταλήγει ο κ. Ανακριτής: «Εν κατακλείδι και κατ’ αποτέλεσμα, αφού οι εγκαταστήσαντες και εν συνεχεία χειρισθέντες το παρείσακτον λογισμικόν κατώρθωσαν να διαγράψουν τα ίχνη των, ο εντοπισμός αυτών, μέσω ερεύνης του λογισμικού, κατέστη αδύνατος, ο δε εντοπισμός των άλλοθεν δεν κατέστη εφικτός. Συνεπώς προς τα ανωτέρω σάς επιστρέφομεν την συνημμένην δικογραφίαν, καθ’ όσον από τη διενεργηθείσαν κυρίαν ανάκρισιν δεν προέκυψαν ενδείξεις κατά συγκεκριμένων φυσικών προσώπων».


Σχολιάστε εδώ